Μερικά γεγονότα με μπερδεύουν. Δεν καταλαβαίνω καλά το παιχνίδι των MME και της προώθησης καλλιτεχνών. Πριν δύο μήνες οι Matmos ήταν εξώφυλλο και κύριο θέμα στο Wire. Το ντουέτο φορούσε στολές του αμερικανικού εμφυλίου, ο αρθρογράφος τους εξυμνούσε για το concept τους, γίνονταν αναλύσεις για τις ιστορικές τους μελέτες, το χιούμορ ήταν έκδηλο και η σοβαρότητα εναλλασσόταν με τα αστειάκια. Σκεφτόμουν ότι, επιτέλους, οι Matmos κυκλοφόρησαν το δεύτερο αριστούργημά τους, έπειτα από το The West του 1999.
Mπα... Στο ίδιο τεύχος και στη στήλη των δισκοκριτικών, ο υπεύθυνος γραφέας τούς τα έχωνε και κάπου μάλιστα ανέφερε και τη φράση κλειδί: «Oι Matmos είναι ικανοί για πολλά περισσότερα». Oι ανά τον κόσμο δισκοκριτικοί φαίνονται κι αυτοί μπερδεμένοι. Kανείς δεν εκθειάζει το άλμπουμ, μένουν μετέωροι και αναποφάσιστοι.
Tις τελευταίες μέρες ακούω τον 'Eμφύλιο' συνεχώς, πρωί μεσημέρι βράδυ. Δεν μπορώ ούτε κι εγώ να καταλάβω το παιχνίδι τους. Mου αρέσει πολύ, ναι. Έχω κολλήσει άσχημα, ναι. Aλλά... Δεν είναι 'The West', και το κυριότερο, περίμενα κάτι πολύ περισσότερο από το 'The West'. Aποφασίζουν να ασχοληθούν με ένα σοβαρό ιστορικό θέμα και νομίζουν ότι θα το καταφέρουν με δυο τρία τυμπανικά μαρσάκια και μια πίπιζα. Aλλά, πάει στο διάολο, πες ότι αυτά τα κολπάκια προσδίδουν μια διαφορετική αίσθηση. Eίναι όμορφα στο αυτί και σε πάνε κάπου αλλού. Aπό κει και πέρα, τι; Οι απανωτές ακροάσεις με αφήνουν με μια έλλειψη βάθους, με μια ρηχότητα, με κάτι που έμεινε μισοτελειωμένο ενώ θα μπορούσε να είναι τέλειο και ολοκληρωμένο.
Οι Matmos (το εμφυές ντουέτο Drew Daniel και M. C. Schmidt) έφτασαν αισίως στο πέμπτο στούντιο άλμπουμ τους. Έγιναν σχετικά γνωστοί εξαιτίας της συνεργασίας τους με τη Bjork. Είχαν όμως ήδη αποκτήσει ξεχωριστή και σημαντική θέση στη σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική για άλλους λόγους. Στα δύο πρώτα άλμπουμ τους 'Matmos' και 'Quasi Objects' απέδειξαν ότι ανήκουν στην κατηγορία κορακιών στυλ Richard James (συν το πλεονέκτημα να είναι από το San Francisco) και μας άφησαν μοναδικά ηχητικά ντοκουμέντα με τίτλους 'Three guitar lessons' και 'The banjo's categorical cut'. Κατάφεραν με το τρίτο άλμπουμ τους 'The West' να κυκλοφορήσουν ένα αριστούργημα, με τη βοήθεια πολλών καλεσμένων, συμπεριλαμβανομένου του Dave Pajo. Το 'Last delicious cigarette' είναι μοναδικό και ήδη ιστορικό. Με το έμπα της χιλιετίας παραμέλησαν τα συνθετικά τους καθήκοντα και ασχολήθηκαν κυρίως με παραγωγές και συνεργασίες. Το 'California Rhinoplasty' EP και το άλμπουμ 'A chance to cut is a chance to cure' που κυκλοφόρησαν το 2001 ακολούθησαν το δρόμο των εύκολων κόλπων: οι Matmos έφτιαξαν μουσική με τη χρήση οδοντιατρικών οργάνων. Απογοήτευση...
Tι συμβαίνει με τα παιδιά; Φαίνεται ότι δεν ιδρώνουν πλέον τις φανέλλες τους και οι οπαδοί άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα. Το 'Civil War' πλησιάζει αναπόφευκτα προς το 'The West'. Δεν έχει όμως το βάθος, την αναλογικότητα και την συνθετική ποιότητα αυτού του τελευταίου. Παρά τις πολλές συμμετοχές άλλων καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένου του David Grubbs, το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρα Matmos. Οι γκάιντες στα 'Regicide' και 'Jealous Order of Candied Knights' και τα απανωτά μαρς αποτελούν την προσπάθεια τους να μας μπάσουν στο κλίμα του εμφύλιου με ένα καλό ευκολομνημόνευτο θέμα (το 'Regicide' συγκαταλέγεται στις καλύτερες στιγμές του άλμπουμ, με καθιερωμένη αλλαγή κάπου στη μέση). Το ίδιο συμβαίνει και με την ακολουθία 'The Stars and Stripes Forever' και 'Pelt and Holler', μόνο που τώρα το θέμα είναι αυτό του λούνα παρκ και φέρνει ασυναίσθητα στο μυαλό το παλιό ηλεκτρονικό παιχνίδι με τα παπάκια και την σκοποβολή αρκούδας. Στις υπόλοιπες πέντε συνθέσεις συγκαταλέγονται τρεις π-ε-ρ-ί-π-ο-υ αντάξιες του ονόματός τους: το μελωδικό, χαλαρό 'For The Trees', το ευμετάβλητο τριπαριστό 'The Struggle Against Unreality Begins' με πολλά διαφορετικά θέματα προς ανάπτυξη και το 'For the Trees (Return)' στην πιο μινιμαλιστική γλυκιά του εκδοχή. Ακόμη όμως και στις καλύτερες στιγμές τους η αίσθηση παραμένει η ίδια: είτε είχαν κάποιον πάνω από το κεφάλι τους ο οποίος τους φώναζε «άντε, τελειώνετε» είτε δεν αφιέρωσαν όσο χρόνο χρειαζόταν στην ανάπτυξη και στο βάρος των συνθέσεων λόγω κακής διάθεσης, έλλειψης χρόνου ή άλλης αιτίας.
Tο 'Civil War' θα είναι μέσα στη λίστα με τα αγαπημένα άλμπουμ μου του 2003. Αν ήμουν όμως δάσκαλός τους θα έλεγα στους κηδεμόνες τους ότι είναι πανέξυπνοι αλλά τεμπελιάζουν. Και είναι η τελευταία φορά που παίρνουν καλό βαθμό. Τους την έχω στημένη στο επόμενο διαγώνισμα.