Songs (boxset)
Ο καλύτερος τρόπος για να αποχαιρετήσεις μια δημιουργική δεκαετία. Του Άρη Καραμπεάζη
Box Set. Κάποτε σχεδόν μυθική έννοια για τον μουσικόφιλο. Δεν ήταν, δα, και τόσα πολλά. Ήταν συνήθως πανάκριβα. Η κλασσική μουσική ήταν ανέκαθεν γεμάτη από Box Set και το πρώτο που απέκτησα ποτέ είναι ένα της Deutche Grammophon, με την 8η και την 9η του Μπετόβεν, που μάλλον το είχαν κάνει κάτι μαθητές της δώρο στη μητέρα μου κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '80 και μου είχε δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι μαθητές λυκείου είναι ένα στοιχείο κουλτούρας στην ελληνική κοινωνία. Σήμερα τα box set είναι ένα από τα πολλά στοιχεία δια των οποίων επιχειρείται να σωθεί η χαμένη τιμή της δισκογραφίας και τα ράφια μας γεμίζουν πιο εύκολα πλέον από δαύτα.
Το παρόν συγκεντρώνει όλοκληρο των κύκλο τραγουδιών με τον οποίο μας υπερ-απασχόλησε ο Matt Elliott στη δεκαετία που έφυγε, εκτός φυσικά από το The Mess We Made, που παρά τους κατοπινούς διθυράμβους περί των ποικίλλων Songs, παραμένει όντως η καλύτερη και η μάλλον αξεπέραστη δουλειά του. Η έννοια "κύκλος τραγουδιών" είναι ευρέως διαδεδομένη στη χώρα μας, λόγω των μεγάλων μας συνθετών, αλλά και των μικρότερων, που πάντοτε επηρμένοι μέσα στο όποιο μεγαλείο τους προτιμούσαν να συνθέτουν "κύκλους" αντί για απλά τραγούδια. Κύκλους, Ανθολογίες και άλλα τέτοια σπουδαία. Ο Elliott ασφαλώς και δεν είναι κανένας επηρμένος. Άκοπος εργάτης της μουσικής είναι και το έχουμε διαπιστώσει και από κοντά αυτό.
Η βινυλιακή έκδοση κυκλοφορεί σε 500 αριθμημένα αντίτυπα, περιέχει εφτά διάφανα, καθαρά και αξιοζήλευτα βινύλια, ένα κουπόνι για νόμιμο downloading των τριάντα έξι συνολικά τραγουδιών και ευρωπαϊκό αναγεννησιακό artwork υπεράνω κάθε κριτικής. Το CD box έχει τέσσερα δισκάκια, κοστίζει σημαντικά λιγότερο, αλλά όσο και να πεις δεν δημιουργεί την ίδια αγαλλίαση στον ευτυχή κατά τα λοιπά κάτοχο του. Αν έχεις ήδη και τα τέσσερα άλμπουμ, δεν μπορώ να σε πείσω να το αγοράσεις το box set, παρότι εγώ το έκανα τελικά. Αυτά είναι ζητήματα προσωπικής δισκοπάθειας του καθενός. Μη στεναχωριέσαι που δεν πρόλαβες να τα αγοράσεις με την υπογραφή του ίδιου του Matt, καθώς σε λιγότερο από ένα μήνα θα βρίσκεται και πάλι κοντά μας, οπότε πάρε το box set σου παραμάσχαλα και περιπάτει.
Σε πραγματικό χρόνο σε ολόκληρη την πενταετία κατά την οποία κυκλοφόρησαν τα τραγούδια αυτά έτυχαν στο σύνολο τους θερμής, διεξοδικής, διορατικής και όχι απαραίτητα τυφλά υποστηριχτικής κριτικής από τους Πάνο Πανότα και Μπάμπη Αργυρίου (1 προς 2). Στην πορεία ο Matt Elliott ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τη συνδρομή και "δικών μας παιδιών" και είναι πλέον για εμάς ένα απολύτως οικείο ζήτημα η κάθε του ενέργεια. Ελάχιστα έως τίποτε μένει για να προστεθεί στα όσα έχουν ήδη σημειωθεί επί των τριών δίσκων, που αποτελούν το κυρίως σώμα του κύκλου. Τα οποία άλλωστε καλύπτουν και τα failed songs, καθώς και αυτά ακολουθούν και προέρχονται από τη διαδρομή των υπολοίπων.
Ολοκληρωμένο το έργο πλέον ακούγεται ως τέτοιο χωρίς να χάνει σε τίποτε από την αξία του, όπως αυτή επισημάνθηκε από την πρώτη στιγμή. Και καθώς το ακούς και το ξανακούς, γυρνάει στο μυαλό σου η ιδέα ότι τελικά κάθε άλλο παρά πρόκειται για μία δύστροπη μουσική. Για δήθεν μουσική των ολίγων και των εκλεκτών. Γυρνάς τις σελίδες του Mic πίσω στο χρόνο και βρίσκεις τον Πάνο Πανότα να μιλάει για έναν κρυφά λαϊκό δίσκο, όταν αναφέρεται στο Drinking Songs. Ουδέν πιο αληθές από αυτό. Και πλέον μπορείς να αφαιρέσεις και τον χαρακτηρισμό κρυφός.
Ο Matt Elliott που ξεκίνησε από τα εφιαλτικότερα και τα πιο ακραία του θορύβου μονοπάτια, που προσπάθησε να εκδικηθεί με άρνηση το συμβατό των ήχων, μέσα σε πέντε χρόνια μας φιλοδώρησε τελικά με γνήσια λαϊκά τραγούδια, τα οποία έχω την αίσθηση ότι δεν μπορούν να διαφύγουν από κανένα αισθητήριο, απαιτητικό ή όχι. Κάπως έτσι δεν πρέπει καθόλου να μας ξαφνιάζει το έσχατο πάρε-δώσε του με τον Tiersen. Κάπως έτσι οι χιλιάδες κόσμου που θα ανηφορίσουν στο Λυκαβηττό για την νέα Μόνικα, καλά θα κάνουν να έχουν κατηφορήσει και στο Γκάζι για τον Elliott. Ο Elliott θα μπορούσε να γίνει το επόμενο φαινόμενο του τύπου Nouvelle Vague χωρίς σε τίποτε να υποβαθμιστεί η αξία του υλικού του.
Αυτό το πολύπαθο ευρωπαϊκό folk, που παραμένει ουσιαστικά ανεξερεύνητο σε σχέση με το αμερικάνικο και που μόνο κάποιοι ιδιότροποι γότθοι επιμένουν να το αναζητούν και να το ερμηνεύουν, ο Elliott με αυτά τα τραγούδια το έκανε περισσότερο προσιτό από ποτέ. Μας το έδωσε στο πιάτο, χωρίς σε καμία περίπτωση να το απαξιώσει ή να το ευτελίσει. Αν πούμε και πάλι το κλισέ περί του ότι τριάντα έξι φορές έγραψε σε εξίσου ικανές παραλλαγές το ένα και μόνο τραγούδι που του καρφώθηκε στο μυαλό πριν χρόνια, δεν θα είμαστε εντελώς λάθος. Αλλά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι πρόκειται για το καλύτερο τραγούδι που καρφώθηκε ποτέ στο μυαλό κάποιου...
Βέβαια όπως σωστά διόρθωσε και ο Μπάμπης Αργυρίου αυτή η λαϊκότητα ουδόλως είναι ανεπηρέαστη από τον κόσμο των συγκροτημάτων. Το σκοπευτήριο της rock 'n' roll ασισθητικής δηλαδή που όποια μουσική αφομοίωσε δεν της επέτρεψε να γίνει απολίθωμα, αλλά την συνέδεσε κάθε φορά με το πάντοτε εξελισσόμενο περιβάλλον, το οποίο κλήθηκε να ντύσει. Ο Elliott δεν έγινε ξαφνικά αρνητής και ερημίτης. Έδρασε και δρα ακόμη στα όρια του undergound και συνειδητά παρά την μοναξιά του ως δημιουργός αφήνει μια τελική αίσθηση συλλογικότητας, προερχόμενη από τα ερεθίσματα του, η οποία πάντα είναι προτιμητέα από την αυστηρή προσωπική ματιά.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πολλούς ακόμη που αν συγκεντρώσουν ότι ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν την τελευταία πενταετία θα έχουν στα χέρια τους ένα υλικό για το οποίο τυπικές έννοιες όπως ανεκτίμητο και οριακό, δεν θα υπάρχει άλλη επιλογή από το να επιστρατευτούν και πάλι. Καλώς να μας ορίσει εκ νέου το λοιπόν εν αναμονή του επόμενου δημιουργικού βήματος.