Haunted
Ανήμερα της εθνικής εορτής καλεσμένος σε ζεστό φιλικό σπίτι... Η προνοητικά ανάλαφρη (για τα ...hardcore γούστα μου) σκορδαλιά και η νόστιμη τονισμένη από το αλάτι κρουστή σάρκα του μπακαλιάρου, συμπληρώνουν το παραδοσιακό σκηνικό. Παρολ' αυτά, "έξις δευτέρα φύσις εστί", δεν κρατιέμαι από το να σημειώσω το φαινομενικό παράδοξο. Κανείς δεν αμφιβάλλει για τη βαθιά ελληνικότητα των εδεσμάτων τούτων. Μα, ο παστός μπακαλιάρος, το "ψάρι του βουνού" της γιαγιάς μου, μην είναι Ισλανδικής ή Νορβηγικής προέλευσης; Η δε πατάτα, δεν ήταν εκείνο το εξωτικό λαχανικό που μας ήρθε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού με τον γνωστό μυθικό εκβιασμό του Καποδίστρια; Τι συμβαίνει λοιπόν;
Η σχέση μας με την παράδοση γενικότερα είναι αμήχανη και αμφίσημη. Βέβαια δεν είμαστε (ούτε κι εδώ!) μοναδικοί, πρόκειται για ένα πανανθρώπινο φαινόμενο, το οποίο όμως εκδηλώνεται με μεγαλύτερη ένταση σε τόπους όπου η παράδοση έχει μετατραπεί σε καταναλωτικό προϊόν αυτοκολακείας και αυτοδικαίωσης.
Στα μέρη μας λοιπόν η παράδοση αντιμετωπίζεται ως ένα παγ(ι)ωμένο ανά τους αιώνες μόρφωμα (πως αλλιώς θα κρατηθεί στη ζωή ο μύθος της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού;), το οποίο θα πρέπει να προσεγγίζουμε με ιερό σεβασμό και ευλάβεια. Ειδάλλως καραδοκούν οι ακοίμητοι φουροί-θεματοφύλακες, έτοιμοι να ξιφουλκήσουν με ιερό μένος εναντίον όσων υπονομεύουν την αυθεντικότητα και τη γνησιότητά της, εναντίον των υπηρετών του κοσμοπολιτισμού και του "Εξαποδώ" της παγκοσμιοποίησης. Είτε μιλάμε για μια συνταγή είτε για ένα παραδοσιακό μέλος, η παράδοση είναι βράχος, άγαλμα, τοτέμ.
Και αν αγνοήσουμε το προφανές γεγονός ότι ακόμη και η παράδοση ήταν κάποτε η "πρωτοπορία" της εποχής, δεν μπορούμε παρά να υπερτονίσουμε τη βαθιά αντιδραστικότητα της στάσης αυτής, η οποία έχει εντέλει ως οξύμωρη συνέπεια το αντιθέτως επιδιωκόμενο (όταν δεν ξεπέφτει σε γραφικό ...φουστανελοφόρο εθνικισμό). Γιατί ότι δεν υπακούει στον κύκλο της διαρκούς δημιουργίας-αναδημιουργίας-αναγέννησης, εκφυλίζεται και τελικά πεθαίνει... Και τα νεκροταφεία της τέχνης περιμένουν με τις πόρτες ορθάνοιχτες για να υποδεχτούν τις μούμιες...
Αν και νομίζω ότι ήδη έχουμε μιλήσει εμμέσως για την ουσία του δίσκου της May Roosevelt, αξίζει παρολ' αυτά να προχωρήσουμε και σε μια ενδελεχέστερη εξέταση. Στο αποκαλυπτικά τιτλοδοτημένο "Haunted" λοιπόν, η νεαρή δημιουργός ξεκινά ένα ταξίδι ...πατριδογνωσίας (θα ...αποκαλύψω ηλικίες αν θυμηθώ το σχολικό μάθημα του πάλαι ποτέ δημοτικού!) και διατρέχει την ηπειρωτική Ελλάδα από τη Θράκη έως την Πελοπόννησο ακολουθώντας τα βήματα οκτώ τυπικών χορευτικών ρυθμών (ζεϊμπέκικο, μαντηλάτος, πωγωνίσιος, χασάπικος, κότσαρι, ζωναράδικος, τσάμικος, καλαματιανός).
Η ίδια παραπέμπει τον τίτλο (αλλά και τη νοηματοδότηση) του εγχειρήματος στον Ντεριντά. Όχι όμως στο διαβόητο σχήμα του περί "αποδόμησης-αναδόμησης" (πάνω στο οποίο και βασίζεται ένα πολύ μεγάλο μέρος της μουσικής του σήμερα) αλλά στη φιλοσοφική ιδέα η οποία εκφράζεται με τον όρο hauntology (παίζοντας ανάμεσα στην οντολογία και τη "φαντασματολογία"). Μια αισθητική πρόσληψη η οποία μου θυμίζει τα έργα των Βούλγαρων Voyvoda ή των Towering Inferno, σε εκείνο τον παλιό ξεχασμένο δίσκο "Kaddish" (τον κατά Eno πιο τρομακτικό δίσκο όλων των εποχών). Ή, για να παραμείνουμε σε διακειμενικές λογοτεχνικές αναφορές, η μουσική του "Haunted" θα μπορούσε να επενδύσει ιδανικά πολλές σελίδες της εξαιρετικής "Νεκρής Ευρώπης" του Χρήστου Τσιόλκα.
Μην ανησυχείτε όμως! Δεν ...προαπαιτείται φιλοσοφική κατάρτιση για την απόλαυση του δίσκου. Όλα αυτά άλλωστε είναι θεωρίες, ο τρόπος που τις μετουσιώνει η συνθέτρια στην πράξη έχει σημασία. Γνωστή για την έφεση της στο theremin, καταφέρνει εδώ να αναδείξει σε ουσιαστικό πρωταγωνιστή αυτό το απίστευτης δυσκολίας όργανο, περιορισμένο συνήθως στη θέση μιας σκηνικής παραξενιάς ή στην παροχή απόκοσμων συνοδευτικών ηχητικών εφέ. Αποφεύγει συνάμα και την παγίδα της τεχνικής επιδειξιμανίας, εντάσσοντας το αρμονικά στο κλίμα, δίνοντας του άλλοτε ρόλο φλογέρας άλλοτε βιολιού, ακόμη και κλαρίνου. Οι συνθετητές στήνουν το γενικότερο υπόστρωμα, η δειγματοληψία ήχων είναι σοφά περιορισμένη, η ματιά αγκαλιάζει τη σύγχρονη electronica σε ένα εύρος που φτάνει μέχρι και την ...ethno-industrial της Ant Zen, και το αποτέλεσμα είναι κατά στιγμές πράγματι ...στοιχειωτικό.
Το "Vow" για παράδειγμα θα μπορούσαν να το είχαν γράψει οι μακαρίτες πλέον Coil, αν ο δρόμος τους είχε φέρει στα ορεινά του νομού Ιωαννίνων. Αργά πατήματα στη γη που όλοι μέσα της θε' να μπούμε, απειλητική ατμόσφαιρα, καταφέρνει να δώσει μια άλλη διάσταση στον ηπειρωτικό παγανισμό (ελληνικό ...γκόθικ;), φέρνοντας τον κοντά στα αστικά υπόγεια (είπαμε, εδώ η παράδοση είναι αφετηρία, όχι προορισμός). Μια πρόσκαιρη δε άνοδος των bpm τονίζει αντιστικτικά την εσωτερικότητα του χασάπικου "Dark the night" με τα κοριτσίστικα φωνητικά.
Η May Roosevelt δείχνει να ξεπερνάει το ασταθές πρωτόλειο "Panda, a story about love and fear", καταθέτοντας ένα έργο καλλιτεχνικής "ενηλικίωσης", μια σαφή και ολοκληρωμένη πρόταση, έναν δίσκο που εν δυνάμει θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντικός. Και ο οποίος σχεδόν ...κραυγάζει την ανάγκη της συνέχειας. Ακόμη όμως κι αν αποδειχθεί μια ευκαιριακή "τουριστική" απόπειρα, ανολοκλήρωτος πειραματισμός ή απλά μια άσκηση ύφους μίας δημιουργού που ψάχνεται, έχει την αξία του.
Και η σκυτάλη περιμένει τον επόμενο...