I Am A Wallet
Επανέκδοση του δίσκου με τα "The Wicked Palace Revolution" και "The Procession Of Popular Capitalism". Του Γιώργου Λεβέντη
Ελπίζω να είναι σαφές πως δεν έφτασε εδώ που έφτασε η ανθρωπότητα για να πιστεύουμε ακόμη στο μύθο των αδικημένων, χαμένων και καταραμένων γκρουπ, έτσι; Όσων δηλαδή αναρωτιόμαστε γιατί δεν έγιναν κάτι άλλο όταν η απάντηση είναι συνήθως ότι δεν μπορούσαν και σπάνια (πολύ, πολύ σπάνια) ότι έτσι το θέλησαν. Προς τιμήν των ΜcCarthy, αυτοί που συνήθως αναρωτιούνται γιατί δεν πήραν τη θέση των Smiths δεν είναι ούτε οι ίδιοι (οι McCarthy) ούτε οι πραγματικοί οπαδοί τους. Θα έλεγα πως συνήθως το ίδιο ισχύει και με τα "χαμένα άλμπουμ". Πόσο "χαμένο" μπορεί να είναι σήμερα ένα classic, ειδικά όταν αστέρες όπως ο Nicky Wire το αναφέρουν κάθε τρεις και λίγο ως άλμπουμ-σταθμό;
Ο Wire βεβαίως - ο οποίος βρίσκεται και στα liner notes -, ως άνθρωπος με ανεπίληπτο γούστο και ένας από τους λίγους πραγματικά ενδιαφέροντες πολιτικοποιημένους μουσικούς, έχει κάθε λόγο να το κάνει. Ειδικά όταν στον συγκεκριμένο δίσκο βρίσκουμε τις αρετές μιας ποπ που -πλην κάποιων κορυφώσεων- οι early Manics ανέδειξαν κυρίως συζητώντας και όχι παίζοντας. Μουσική με μυαλό και ενέργεια, ακόρντα με attitude και πολιτικές ευαισθησίες. Όσοι ανήκουμε στη γενιά που εκ των ηλικιακών πραγμάτων η πρώτη κιθαριστική μουσική που άκουσε ήταν η "εναλλακτική" και όχι η "ανεξάρτητη", έχουμε μπροστά μας ένα από τα άλμπουμ που μπορούν να πείσουν πως η αθωότητα του underground των 80s έφτασε στα μουσικά βιβλία με την αξία της και όχι καβάλα στις πλάτες της εξωραϊσμένης μνήμης.
Μιλάμε, πάντα, για ένα άλμπουμ που δεν κρύβει ποιους θέλει να έχει δίπλα και ποιους απέναντι. Εξ ορισμού, λοιπόν, θα πρέπει να εξηγήσει την παρουσία του τόσο σε όσους είναι γενικά επιφυλακτικοί στις δυνατότητες του "πολιτικού τραγουδιού" όσο και σε όσους δε συμμερίζονται απαραίτητα την ανάγνωση των βρετανικών 80s που προσφέρει (και αυτή) η μπάντα. Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε, για μια περίοδο που indie σημαίνει "oppositional politics" και το ΝΜΕ θυμίζει, σύμφωνα με την ευφυή παρομοίωση του Stuart Maconie στην αυτοβιογραφία του, το "New Statesman με t-shirt των Cramps". Η Θάτσερ, φυσικά, είχε άδικο και η κοινωνία όντως υπάρχει. Και ακριβώς επειδή υπάρχει, η μηχανισμοί της μνήμης της διέσωσαν την απλή αλήθεια πως το συγκεκριμένο άλμπουμ θα μπορούσε να ήταν το ίδιο καλό όποτε και αν είχε βγει.
Η μουσική, λοιπόν, βρίσκεται τόσο μέσα στα όρια αυτού που λέμε "indie pop", αλλά και τόσο υπεράνω αυτών. Μην παρεξηγούμαστε, από καθαρά μουσικής πλευράς δεν υπάρχει τίποτε εδώ που να ξεφεύγει από τον C86 κόσμο, άντε με λίγο παραπάνω Byrds μέσα. Αλλά η οπτική του κόσμου δεν περνάει μόνο μέσα από τι παίζεις, αλλά και το πώς το παίζεις. Τα τραγούδια κρατάνε λίγο, για να χωρέσει όχι μόνο η ικανότητα για άμεση και σχεδόν τέλεια ποπ, αλλά και ένα στιχουργικό ταλέντο που θυμίζει πως πολιτικό τραγούδι από πολιτικό τραγούδι έχει διαφορά και εδώ δε μιλάμε για περίπτωση Microdisney ή Leatherface. Ακούς τόσα χρόνια μετά το "Vision Of Peregrine Worsthorne" και καταλαβαίνεις γιατί ένας δίσκος που αν τον εξηγήσεις σε κάποιον θεωρητικά, θα κινδυνεύσει να καταλάβει πως είναι κάτι σαν Bodines με χαμηλό μαρξιστικό υπόβαθρο, στην πραγματικότητα είναι ένα άλμπουμ που θα ακούγεται επίκαιρο και σε είκοσι χρόνια από τώρα.
Όλα τα γνωστά κομμάτια είναι εδώ. "The Wicked Palace Revolution", "An MP Speaks", το αγαπημένο μου "Charles Windsor". Μαζί υπάρχουν και δεκατρία έξτρα κομμάτια που δεν είναι απαραίτητα η πρώτη φορά που εμφανίζονται, αλλά μετατρέπουν αυτή την επανέκδοση (τέταρτη ήδη!) στην απόλυτη εκδοχή ενός απόλυτου άλμπουμ. "Kill Kill Kill Kill", το αγέραστο "Red Sleeping Beauty", το τέλειο post-post-punk "Frans Hals" ενώ κάποιοι σούπερ τυχεροί πρόλαβαν και τα αρχικά αντίτυπα με το εφτάιντσο του "In Purgatory". Από Ιan Dury μέχρι... μπρεχτικές επιρροές που (νομίζει πως) απορροφά ο Eden και από τη φρεσκάδα του punk μέχρι την ήρεμη αυτοπεποίθηση του underground της άλλης όχθης του Ατλαντικού, στις φαινομενικά ακίνδυνες κιθάρες του δίσκου χώρεσε περισσότερη καρδιά από αυτή που θα περίμενε κανείς να αντέξει στο χρόνο.
Ούτε τώρα φυσικά το άλμπουμ ακούγεται τέλειο. Θα έχει πάντα αυτά τα άτιμα μικρά δίλεπτα που δίνουν χαρακτήρα, αλλά πιάνουν χώρο και θα είναι πάντα, ακόμη και στις καλύτερες στιχουργικές του στιγμές, ένα βήμα από το κλισέ του αριστερίστικου περιθωρίου που στα 80s προτιμούσε να βλέπει τη μάχη λίγο πιο έξω από τον αγωνιστικό χώρο και από εκεί που πραγματικά μπορούσες να κάνεις τη διαφορά. Για το μεγαλύτερο διάστημα του δίσκου, όμως, μέσα από τη μαγεία του "κουπλέ-ρεφρέν", βλέπουμε να καλύπτεται ταυτοχρόνως το πεδίο που καταλαμβάνουν οι Εργατικοί στη μεταβατική τους εκείνη δεκαετία, το πεδίο που αφήνουν πίσω τους και ταυτοχρόνως αυτό που θα έμελλε να καταλάβουν αργότερα. Κυρίως βλέπουμε τη μουσική όπως θα έπρεπε να παίζεται αν ο κόσμος μας ήταν τέλειος να μας θυμίζει ότι ποτέ δε θα είναι γίνει. Μπορεί να μην υπάρχουν το 2015 πραγματικά "χαμένα άλμπουμ", αλλά υπάρχουν πολλά που είναι καλό να μας βρίσκουν αυτά όταν χανόμαστε εμείς.