To μεγαλύτερο ίσως πλήγμα στη μουσική που έχει καταφέρει το internet (είτε όταν πρόκειται για παράνομο downloading, είτε για τα αμέτρητα sites των καλλιτεχνών που παρέχουν τις συνθέσεις τους online) είναι πως οι ακροατές δεν αφιερώνουν πλέον και πολύ χρόνο σε ένα δίσκο. Είκοσι, ακόμα και δέκα χρόνια πριν, όταν κανείς αγόραζε ένα - δύο albums το μήνα, δεν είχε παρά να τα μάθει απ'έξω και ανακατωτά, να τα μελετήσει από την καλή και από την ανάποδη, δίνοντάς τους έτσι πολλές ευκαιρίες, σε περίπτωση που οι πρώτες ακροάσεις δεν ικανοποιούσαν τις όποιες προσδοκίες. Σήμερα, ο μέσος χρήστης του internet που μπορεί να αποκτήσει κάμποσους δίσκους σε ένα μονάχα πρωινό, και μάλιστα δωρεάν, δύσκολα θα κάτσει να ξανακούσει κάτι που δε θα τού κάνει το "κλικ" με την πρώτη, εκτός κι αν πρόκειται για κάτι πολυδιαφημισμένο ή για κάτι που γνωρίζει ήδη από προηγούμενα δείγματα γραφής. Κι επειδή δεν είναι όλοι οι δίσκοι τόσο εύληπτοι όσο αυτός, για παράδειγμα, της Lily Allen (μια τρανταχτή περίπτωση καλλιτέχνη που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο το προφίλ της νέας γενιάς των ακροατών), είναι επόμενο ότι κάποια "δυσκολότερα" albums είναι καταδικασμένα να περάσουν απαρατήρητα, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι άλλοτε που ενδεχομένως και να δούλευε το "από στόμα σε στόμα", και που οι διαθέσιμοι δίσκοι για ακρόαση ήταν ακόμα σχετικά λίγοι.
Mέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι προοπτικές αναγνώρισης των The Meeting Places δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνες: σε πρώτη ακρόαση, η μουσική τους είναι ένα πυκνό κιθαριστικό ιδίωμα που φλερτάρει έντονα με τους shoegazers, χωρίς όμως να διαθέτει τα hooks των Ride ή των Lush. Με το δεύτερό τους αυτό album (μετά το "Find Yourself Along The Way" του 2003), oι The Meeting Places παίζουν περισσότερο στα ίδια χωράφια με τους πρώιμους Black Rebel Motorcycle Club, μόνο που οι The Meeting Places δεν έχουν τόσο προσεγμένο image (για την ακρίβεια, δεν έχουν καθόλου image), ούτε κι έχουν φροντίσει για έναν κράχτη τύπου "Whatever Happened To My Rock'n'Roll" που θα τραβούσε το ενδιαφέρον. Αντί για αυτά, εδώ έχουμε απλά 10 καλοδουλεμένες συνθέσεις, νεφελώδεις και ψυχοφθόρες, σε έναν δίσκο τίμιο και ελάχιστα φιλόδοξο από πλευράς γενικής αποδοχής.
Από ηχητικής όμως σκοπιάς, οι The Meeting Places είναι μια ιδιαίτερα φιλόδοξη μπάντα, κι αυτό φαίνεται από το πώς εμπνέονται από ένα ρεύμα που για πολλούς είναι τελειωμένη υπόθεση, για να δώσουν τελικά μερικά από τα ομορφότερα τραγούδια της φετινής σοδειάς. Το feedback δεν υπονομεύει τις μελωδίες ούτε και θάβει τα φωνητικά, ο πρωταρχικός σκοπός παραμένει το συναίσθημα, τα κιθαριστικά τους κύματα είναι ό,τι πιο ευεργητικό έχουμε ακούσει από τότε που είχε κυκλοφορήσει το πρώτο album των Interpol, και οι μελωδικές τους αναπτύξεις είναι ουσιαστικές, είτε είναι κανείς νοσταλγός των αρχών των nineties, είτε όχι. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα έργο που μυρίζει βινύλιο και που θα έπαιρνες όρκο ότι μπορείς να δεις το λογότυπο της Creation στο οπισθόφυλλο, μια συλλογή τραγουδιών που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από τον κατάλογο των Jesus And Mary Chain, και ένα συγκρότημα που θα μπορούσε να ανοίγει για τους Spacemen 3, φέρνοντας μαζί τους και ένα κοινό που θα τούς προτιμούσε περισσότερο από τους headliners.
Για να γίνουν όμως όλα αυτά αντιληπτά, μια-δυο ακροάσεις δεν είναι αρκετές: οι The Meeting Places έχουν πάμπολλες αρετές, αλλά το βάθος του ήχου τους δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο σε όσους είναι διατεθιμένοι να παρασυρθούν από τα γιγαντιαία riffs τους και να εξερευνήσουν το ειδικό βάρος των συνθέσεων κάτω από τα εύηχα στρώματα θορύβου. Δεν είναι μουσική που τη δοκιμάζεις ακούγοντας λίγα δείγματα, αλλά ένα album που βγάζει νόημα ολόκληρο, σαν ένα ταξίδι με αφετηρία και τελικό προορισμό. Οι The Meeting Places μάς ταξιδεύουν σε διάφορα μέρη, αν και ο τελικός προορισμός είναι μάλλον ασαφής. Αλλά και πάλι, από μικρούς δε μάς μάθαιναν ότι πραγματική σημασία έχει το ίδιο το ταξίδι;...