Close
Μην είναι prog; Μην είναι doom; Μην είναι metal; Κι αν είναι απλά 'παλιορόκ'; Πόση έχει τελικά σημασία; Του Γιώργου Παπαδόπουλου
Με το προ τετραετίας “Feast For Water” είχα περάσει πολύ καλά. Άκουγες μια μπάντα η οποία ήταν σε πολύ δημιουργικά κέφια, με δουλεμένες συνθέσεις και ενδιαφέρουσα αισθητική, μια μπάντα που έβγαινε από τον μικρό κύκλο εμβέλειας της και ανοιγόταν σε νέα θαρραλέα ακροατήρια. Για αυτό και το “Close” το περίμενα με μια κάποια ανυπομονησία μπορώ να πω μιας και ανακοινώθηκε κάποιους μήνες πριν. Ανήκει κι αυτό στην νέα σοδειά δίσκων που ανακοινώνονται καιρό πριν την κυκλοφορία τους δημιουργώντας αίσθηση στους λίγους που ενδιαφέρονται και μετά απλά παραμένουν στην άχαρη προϊοντική ανυπαρξία, περιμένοντας την καθυστερημένη κανονική έκδοση τους σε φυσική μορφή αρκετούς μήνες αργότερα.
Στους Ιταλούς αυτούς αρέσει να πλασάρονται ως ένα doom/prog μέταλ σχήμα στο ευρύ κοινό, πάντα δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στην τραγουδίστρια τους Sara η οποία αποτελεί και το φαινομενικά δυνατό τους σημείο. Για τα δικά μου αυτιά όμω, στον νέο αυτό δίσκο ούτε πολύ prog είναι, doom ούτε για αστείο και δεν νομίζω ότι και το μέταλ τους ταιριάζει τελικά και τόσο σαν χαρακτηρισμός αφού η όποια σκληράδα στον ήχο τους κρίνεται ανεπαρκής να στηρίξει τέτοιο χαρακτηρισμό. Αλλά όλα αυτά αποτελούν μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες από την στιγμή που θα αφήσεις την βελόνα να ακουμπήσει και αρχίσεις να ακούς σοβαρά τον δίσκο.
Ένας δίσκος ο οποίος βρίθει έντονης έμπνευσης και στιβαρής τραγουδοποιίας, μιας έμπνευσης που μπορεί να πηγάζει από κάποια prog ερεθίσματα αλλά η τεχνική εδώ δεν συναντάται ως επίδειξη ικανοτήτων αλλά κυρίως ως συνθετικό προσόν που πλαισιώνει όμορφες μελωδίες οι οποίες δημιουργούν ολοκληρωμένα τραγούδια. Σαν μέρος του πακέτου που τρέφει το σύνολο αλλά δεν μπορεί να σταθεί από μόνο του σαν μεμονωμένο στοιχείο. Άλλωστε το βασικό στοιχείο των Messa είναι οι πιασάρικες, έξυπνες μελωδίες. Πάνω σε αυτές χτίζουν τα κομμάτια τους και αυτές είναι ο βασικός άξονας των τραγουδιών τους.
Τώρα που το σκέφτομαι αυτό που τους ταιριάζει περισσότερο είναι ο όρος “μελωδικό παλιορόκ” που όμως ακούγεται σαν ύβρις τη σήμερον ημέρα. Παρόλα αυτά μπορεί κι αυτός να πέσει στο τραπέζι των χαρακτηρισμών, αν ντε και καλά πρέπει να γράψουμε κάτι για το δελτίο τύπου. Αλλά... είπαμε..μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες.
Υπερπλήρης και χορταστικός, επ’ ουδενί έστω και για λίγο βαρετός ο νέος δίσκος των Messa, σε βάζει στο σύμπαν του από τις πρώτες νότες και κατορθώνει και ακούγεται ολόκληρος μονορούφι. Γεγονός εντυπωσιακό από μόνο του αν αναλογιστούμε τα 65 λεπτά μουσικής που χωρίζονται σε 2 βινύλια. Και όσο και να διατείνονται ακόμα και οι ίδιοι για το ταλέντο της συμπαθέστατης-αλλά μέχρις εκεί- τραγουδίστριας τους, η μαγεία-μαγιά τους ως μπάντα δεν βρίσκεται εκεί. Το δυνατό χαρτί τους είναι το σφιχτοδεμένο ηχητικό και συνάμα αισθητικό αποτέλεσμα που βγάζουν σαν σύνολο. Σαφώς και σε κάθε τραγούδι νιώθεις σε σημεία να ξεχωρίζουν μονάδες ή ιδέες, αλλά τελικά το σύνολο είναι που σε κερδίζει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που όλα τα τραγούδια μεταξύ τους μοιάζουν σε αισθητική και κυλούν με το ίδιο άρρηκτο vibe ως το τέλος. Μέχρι και η παραγωγή είναι άρτια δεμένη με την συνολική ηχητική ταυτότητα της μπάντας. Ζεστή, με άποψη και δουλεμένες χροιές στα όργανα βγάζει και αναδεικνύει με αυτόν τον τρόπο ακόμα περισσότερο το καλό αποτέλεσμα του “Close”.
Και μπορεί οι κακές γλώσσες να το κατηγορούν για μηδενική πρωτοτυπία, για αναμασήματα των 70s -και να έχουν εν μέρει δίκιο- αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτό το ζητούμενο από μία μπάντα σαν τους Messa οι οποίοι από την αρχή και απόλυτα ειλικρινείς ήσαν και ποτέ δεν ήταν αρκετά αφελείς να πουλήσουν πρωτοτυπία. Η ειδοποιός διαφορά στην περίπτωση τους είναι απλά η ψυχή που βάζουν στη μουσική τους. Αυτή τους ξεχωρίζει από τις άψυχες απομιμήσεις και τα αναμασήματα και αυτή τους κάνει να ξεχωρίζουν ήδη από ένα σωρό άλλες παρόμοιες μπάντες που από την μία μπαίνουν και από την άλλη κατευθείαν βγαίνουν.
Και αν τελικά το ειδικό βάρος για κάθε δίσκο μετράται πάντα στο τέλος της κάθε χρονιάς, αφενός εδώ για την περίπτωση Messa ακόμα είναι νωρίς, αφετέρου η χρονιά δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά της μουσικά έτσι ώστε να έχουμε σωστή άποψη και σαφή εικόνα. Όπως και να ’χει το σίγουρο είναι ότι είναι ένας δίσκος άξιος αγοράς και προσωπικά θα το αναζητήσω ξανά μέσα στους επόμενους μήνες για να μου κάνει παρέα για απανωτές ακροάσεις.