Λένε πως δεν γίνεσαι συγγραφέας αν δεν διαβάζεις πολύ, δεν θα γράψεις άξια ποιήματα αν δεν περάσεις από εκατοντάδες στροφές άλλων, λένε πως δεν γίνεσαι μουσικός αν δεν ακούσεις πολλή μουσική. Όσο περισσότερα τα ερεθίσματα κι οι εμπειρίες, τόσο περισσότερο θα σε βοηθήσουν να πλησιάσεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Πράγμα που στα μουσικά μεταφράζεται ως: να ακουστείς ο εαυτός σου, χωρίς να κρύψεις αλλά να αναδείξεις τις επιρροές που είναι αδύνατο να μην υπάρχουν.
Αδιαμφισβήτητοι έμπρακτοι υποστηρικτές της παραπάνω άποψης οι MGMT (προφέρεται "management", όχι "μα γαμώτο"), ένα ντουέτο δυο εικοσι+κατιάρηδων από το Μπρούκλιν. Ο παρθενικός υμένας των κυκλοφοριών τους σπάει σαν ένα πολύχρωμο και μουλτι-μελωδικό πυροτέχνημα, που φωτίζει βήμα βήμα την πορεία σύλληψης του δίσκου τους: τι άκουσαν, τι έπαιξαν. Τίποτα δεν κρύβεται εδώ!
Το επιλεγμένο χρονολόγιο ξεκινάει από τα pop-rock 70ς, ανθολογώντας αρχικά Bowie, T- Rex και άλλους γκλαμιάδες (Weekend Wars, Pieces Of What), ρίχνοντας διακριτικότερες πινελιές Electric Light Orchestra, Fleetwood Mac και ...Blue Oyster Cult. Αυτό επεδίωξαν να παίξουν εδώ: κάτι παραπάνω από υπεργκλαμάτη (όχι γκλαμουράτη) ηλεκτρονικοποιημένη ποπ. Να χορεύεται και να μη χορεύεται, να ενθουσιάζει αλλά και να κοροϊδεύει, να παίζει με τους πάντες και τα πάντα αλλά να σε κάνει να τους παίρνεις πολύ στα σοβαρά. Γι' αυτό και υποκλίνονται σε Queen και Sparks στο άψογο The Youth, γι' αυτό και το δικό τους old school θα πάρει και λίγο από Daft Punk (Kids), ενώ για μπασταρδεμένο electro funk προτείνεται κοφτός Prince με μια περιποιημένη φαλτσέτο ερμηνεία α λα Bee Gees (Electric Feel).
Μέσα σε όλα αυτά θα μας πετάξουν στα μούτρα και μια απογειωτική ψυχεδελικότατη τσιχλόφουσκα (4th Dimensional Transition), για να μην τους πει κανείς πως άφησαν τα 60ς απ' έξω. Και αλλού, ξανά οι Lips οι Flaming κι οι Rev οι Mercury, αφού -ω, τι έκπληξη- ο ταχυδακτυλουργός πάνω από την κονσόλα λέγεται Dave Fridmann. Κρίμα που το Time to Pretend θα το σιχαθούμε από το υπερβολικό ραδιοφωνικό παίξιμο, εφόσον οι ραδιοφονιάδες κατά κανόνα διατάζονται να παίζουν μόνο ένα συγκεκριμένο τραγούδι από κάθε δίσκο και σίγουρα θα είναι αυτό.
Η μόνη σχετική προϋπηρεσία που έχουν οι Andrew Van Wyngarden και Ben Goldwasser είναι μια σειρά από δεκαπεντάλεπτα σόου ηλεκτρονικού αυτοσχεδιασμού για τα οποία έγραφαν και διαφορετικό τραγούδι. Προφανώς αυτό υπήρξε η καλύτερή τους προπόνηση. Επιτέλους, οι Ween (το σχήμα των έξυπνων ιδεών και των αποτυχημένων εφαρμογών τους) τώρα δικαιώνονται, ο στίχος This is our decision to live fast and die young/ We' ve got the vision, now let's fave some fun βρίσκει πειστική υπόκρουση και η Νέα Υόρκη δείχνει τα βλαστάρια της! Ικανοποιητικά oracular, κι εντελώς, μα εντελώς spectacular. Λάμπρος Σκουζ
* * *
Τι συμβαίνει με τους Mgmt και το Oracular Spectacular;
1. Είναι η ποπ συνέχεια του Yoshimi Battles the Pink Robots αντί του χαοτικού και λιγάκι απογοητευτικού At War with the Mystics;
2. Μελλοντική μετεμψύχωση του Bowie;
3. Ο Neil Young ενδίδει σε space rock ερεθίσματα;
Οι νικητές κερδίζουν δωρεάν συνδρομή του MiC εφόρου ζωής.
Η απόδειξη για το πόσο καθοριστικός μπορεί να είναι ο ρόλος του παραγωγού προκύπτει από κάτι τέτοιους δίσκους. Και αρχίζεις να αναρωτιέσαι... Τα παραμορφωμένα keyboards που περνιούνται για μπάσο είναι δουλειά των Flaming Lips ή του Dave Fridmann, τα τόσο ζωντανά και έντονα drums και τα γλυκά περάσματα της κιθάρας, μήπως είναι σύλληψη του Dave και όχι του εκάστοτε group;
Όταν δεν παραληρούνε για θεούς, τέρατα και τέταρτες διαστάσεις, οι Mgmt αναλογίζονται, απλά αλλά ουσιαστικά, για τη χαμένη αθωότητα και το πέρασμά τους από την ευαισθησία στον προσποιητό τρόπο ζωής. Στο pop διαμάντι Time to Pretend εξηγούνε το γιατί διάλεξαν τη ζωή που διάλεξαν, αν και θα τους οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή 'We'll choke on our vomit and that will be the end'. Πολύ απλά επειδή δεν υπάρχει άλλη λύση. Το ενδεχόμενο σταθερής δουλειάς και οικογένειας απορρίπτεται εξαρχής ως αδιανόητο 'what else can we do? Get jobs in offices and wake up for the morning commute?'.
Στο πρώτο μισό του δίσκου το γκρουπ ακούγεται περισσότερο ποπ και προσβάσιμο. Στα Time to Pretend και Kids τα ριφάκια των πλήκτρων πηγάζουν φανερά από την electro των 80s, ενώ το Electric Feel θυμίζει το μίνιμαλ funk του Prince, αν όχι τους πιο σύγχρονους Of Montreal. Τo The Youth θα είχε εξέχουσα θέση σε οποιονδήποτε δίσκο του Bowie προ Low, και κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το Weekend Wars το οποίο είναι πολύ κοντά συνθετικά αλλά και σαν ατμόσφαιρα στους δίσκους του Neil Young. Αυτοί οι δυο τριγυρνάνε μέσα έξω στο στούντιο σε όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του album.
Η νοσταλγία είναι το κυρίαρχο συναίσθημα στον κόσμου των Mgmt. Νοσταλγία για το παρελθόν, για τα χρόνια που αφήνουν πίσω, ακόμα και για το μέλλον, με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, ίσως για τα χρόνια που δε θα ζήσουν ποτέ. Το ψυχεδελικό στοιχείο είναι άλλωστε πολύ έντονο, κυρίως στο δεύτερο μισό του δίσκου. Στο 4th Dimensional Transition νομίζω ότι ακούω τη Nico να απαγγέλει στίχους για το υπερπέραν πάνω στο υπόβαθρο της κιθάρας του Lou Reed και των υπολοίπων. Έρχονται σιγά σιγά και οι Stones στην παρέα, ενώ δε θα μπορούσαν να λείψουν και οι Pink Floyd. Μα τι συμβαίνει, για δίσκο του 1975 το γράφω το review; Να ένα ακόμα σημείο που φαίνεται πόσο έχει βάλει το χεράκι του ο Dave Fridmann, αφού κατάφερε να κάνει αποδεκτό και φρέσκο τον ήχο δυο διαστημικών χίππιδων κολλημένων στα 60s και 70s.
Τους Flaming Lips δεν τους φτάνουν με τίποτα, αφού μόνο να πλησιάσουν μπορούν την αιθέρια ψυχεδελική τους ποπ. Ο Bowie σε πιθανή μελλοντική μετεμψύχωση θα παίζει μουσική που σήμερα το μικρό μυαλουδάκι μας δεν είναι σε θέση να συλλάβει, και ο Neil Young όταν ακούει space glam ή funk ροκ, από το ένα αυτί μπαίνει και από το άλλο βγαίνει. Τι μένει λοιπόν; Απλά ότι οι Mgmt είναι ένα ξεχωριστό συγκρότημα που ούτε σε καλούπια μπαίνει, ούτε χρειάζεται τη σύγκριση με άλλα group για να αποδείξει την αξία του. Αφήνομαι λοιπόν ελεύθερα και εγώ να με παρασύρουν στις ψυχεδελικές διαδρομές τους και τις ποπ ευαισθησίες τους... Κώστας Μητσόπουλος