The Magical World Of The Strands
Το χαμένο αριστούργημα ενός Pale Fountain. Του Άρη Καραμπεάζη
Στο δίλημμα ανάμεσα στην ηρωίνη και τα 'χαμένα κλασικά άλμπουμ - αριστουργήματα', πολλοί είναι αυτοί που θα διάλεγαν την ηρωίνη, απλά και μόνο επειδή η δεύτερη κατηγορία είναι όντως τόσο αφόρητα κλισέ και αόριστη όσο ακούγεται. Όλοι ξέρουμε τι είναι η ηρωίνη, όλοι βλέπουμε κάθε πρωί στη συμβολή Σόλωνος & Μπενάκη το κακό που μπορεί να σου προξενήσει, κανείς όμως ποτέ δεν θα μπορέσει να εξηγήσει επαρκώς σε κάποιον άλλον γιατί το να μην έχει ακούσει το Touch LP των Νεοζηλανδών The Terminals, του αφαιρεί ικανή ουσία ύπαρξης, από μία ζωή που κατά τα λοιπά ευτύχησε να υπάρχει χωρίς την κατάντια της ηρωίνης.
Ευτυχώς τα πράγματα είναι κατά τι πιο απλά, επεξεργάσιμα και ευχερώς κατανοητά στην περίπτωση (και) αυτού του χαμένου αριστουργήματος του Michael Head, ο οποίος όταν το έγραφε και το ηχογραφούσε, πάλευε μεν με την ηρωίνη, αλλά ευτυχώς -και για εμάς και για εκείνον- σε σχετική απόσταση ασφαλείας από τα στενά των Εξαρχείων. Τον Michael Head τον παρακολουθούσα όχι στενά, αλλά με σχετική προσήλωση σε όλη τη διάρκεια των μισών 90s, κατά τα οποία επέδειξα ζωηρό ενδιαφέρον για τη βρετανική σκηνή. Έχοντας καταπιεί όλους τους Pale Fountains μέσα σε ένα βράδυ, αισθανόμουν σχεδόν υπερηφάνεια που θα ζούσα σε πραγματικό χρόνο την ενθρόνιση αυτού (και του αδελφού του), στον θρόνο, που κατά τη γνώμη μου τότε (αλλά και τώρα) μάλλον άδικα είχαν καταλάβει οι αδερφοί Gallagher. Τελικά και αντ' αυτού, τo Waterpistol του 1995 ήταν ο καλύτερος δίσκος της δεκαετίας, που δεν τον εξύμνησε κανείς, το H.M.S. Fable του 1999, ήταν ο καλύτερος δίσκος της δεκαετίας που δεν άκουσε κανείς, παρότι κυκλοφόρησε στην εν γένει ικανή Sire, και ξαφνικά κάπου στο 2015 ανακαλύπτω ότι στο 1997, ο Michael Head είχε προλάβει να κυκλοφορήσει και τον καλύτερο δίσκο της δεκαετίας, που δεν είχα ακούσει καν εγώ (!!!).
Ένα ιδιότυπο solo άλμπουμ, στο οποίο βέβαια συμμετέχει και ο αδερφός του, και το οποίο περαιτέρω ενορχηστρώνουν - ιλουστράρουν και εν γένει τελειοποιούν όπως του πρέπει, κάποιοι τύποι που ξεμύτισαν ξαφνικά παγωμένοι από τα υπόγεια studio της χρυσής περιόδου των Love, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, συμμετέχει σε σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο και μία φλαουτίστρια (Lesile Roberts), χωρίς να ενοχλείται κανείς για αυτό ('όπου βρεις φλάουτο, σπάστο' λέει ένας πανάρχαιος ροκ κανόνας, που στο πρόσωπο του Ian Anderson απλά γνώρισε και αυτός την εξαίρεση του).
Αρκετά περισσότερο folk, αλλά και μετρημένα περισσότερο rock από κάθε άλλη δισκογραφική προσέγγιση του Michael Head προς την έννοια του τέλειου τραγουδιού, την οποία και σε αυτή την περίπτωση όσο αισθάνεται να την προσεγγίζει, άλλο τόσο φροντίζει να της σκάβει τον λάκκο. Σκάβοντας στην ουσία τον δικό του λάκκο βέβαια, καθώς ήδη από την εποχή των Pale Fountains είχε αποφασίσει ότι το τέλειο pop τραγούδι, δεν έχει καμία σχέση με την αναιδή έννοια του τέλειου pop single.
Τα τραγούδια του Michael Head, και αυτό γίνεται ολοένα και πιο έντονο σε κάθε επόμενη περίοδο της δισκογραφικής παρουσίας του, επιμένουν στον δικό του κόσμο, και δεν υπόσχονται στον ακροατή να αναγνωρίσει σε αυτά δήθεν ψήγματα της δικής του ζωής ή (ακόμη) χειρότερα ψευδαισθήσεις συναισθημάτων και καταστάσεων, που στην πραγματικότητα ούτε έζησε, ούτε επεδίωξε να ζήσει ποτέ (όπως αυτά του Jarvis Cocker για παράδειγμα). Σε όλη τη διάρκεια του Magical World Of The Strands αυτό γίνεται πλέον απόλυτα διακριτό. Οι μελωδίες αλλάζουν ρότα εκεί που πας να τις αγαπήσεις, οι κιθάρες αγνοούν το brit pop zeitgeist, που θα μπορούσε με ελάχιστη προσπάθεια να απογειώσει τους δείκτες αποδοτικότητας της όλης προσπάθειας, και στη δεύτερη πλευρά του βινυλίου, που στην έξοχη αυτή επανέκδοση έχουμε επιτέλους στα χέρια μας, τα πράγματα δείχνουν ότι όντως κάποιος έχει πρόβλημα εθισμού, το οποίο κάθε άλλο προσπαθεί να ξεπεράσει.
Το 1997 ήμουν 19 χρονών και πεπεισμένος ότι κατέχω την απόλυτη μουσική αλήθεια για οτιδήποτε τύχαινε να ακούσω. Αν είχα ακούσει ΚΑΙ αυτόν εκ των διάφορων μέχρι τότε δίσκων του, πιθανότατα ο Michael Head θα είχε λάβει μυθικές διαστάσεις στην καθαρά προσωπική μου μουσική ιστορία. Θα υποστήριζα με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο ότι όποιος/ όποια εξαντλεί τις ευαισθησίες του στα ατυχή νυχτοτσαλαβουτήματα του Jeff Buckley, θα είναι για πάντα άξιος της μίζερης μουσικής του μοίρας, καθώς αγνοεί αυτούς που πραγματικά επιβιώνουν μέσω της δημιουργίας τους και δεν δημιουργούν μέσω της αδυναμίας τους για επιβίωση (ρε τι λέμε, για να πείσουμε). Δεν βλέπω κάποιον ιδιαίτερο λόγο, επειδή πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε, να επιδείξω μετριοπάθεια σε αυτό ειδικά το ζήτημα. Αρκετές υποχωρήσεις κάνουμε ήδη στην καθημερινότητα μας, εμείς οι forty παρά something με το απροσδιόριστο δήθεν rock 'n' roll παρελθόν.