Οι manager στην Sony και στην Neverland το είχαν υποψιαστεί πολύ καιρό πριν : Ο βασιλιάς ήταν γυμνός. Γυμνός από σουξέ, από απήχηση, από ευρηματικότητα και πάνω από όλα από έμπνευση. Οι τελευταίοι του δίσκοι πνιγόντουσαν από το άγχος του νούμερο 1 και από ένα ταλέντο που έμοιαζε να μην μπορεί να βάλει σε σειρά 5 ήχους και η κάθε Britney Spears αυτού του κόσμου πουλούσε εκατομμύρια δίσκων σε όλον τον κόσμο. Ίσως το πιο δύσκολο δεν είναι να ανεβάσεις στην κορυφή έναν ατάλαντο αλλά το να μπορέσεις να τισαθεύσεις ένα bigger than life ταλέντο και να το οδηγήσεις έτσι ώστε να δώσει το καλύτερο που μπορεί.
Στον καινούριο του δίσκο λοιπόν ο Michael Jackson αποφασίζει να κάνει τραγούδια. Ρίχνει μια ματιά στο παρελθόν του 'Thriller' και του 'Off the wall', κρατάει την φανκιά του 'Bad' και παραδίδει 16 νέα τραγούδια σε ένα κοινό (και την παγκόσμια μουσική βιομηχανία) που διψούσε για μια νέα δουλειά του, καθώς το αμήχανο 'History' κυκλοφόρησε 6 χρόνια πριν.
Το ερώτημα παραμένει : τα κατάφερε; Εγώ πιστεύω πως ναι. Έφερε στο studio καταξιωμένους παραγωγούς και συνθέτες του σύγχρονου R'n'B (Rod Jerkins), κράτησε δίπλα του τους σταθερούς συνεργάτες του (Bruce Swieden) και παραδίδει τον καλύτερο δίσκο του μετά το 'Bad' του 1987. Τα τραγούδια του Τζάκσον είτε σου αρέσουν είτε όχι, δεν πρόκειται να σταθώ σε αυτά. Ο καθένας που αγοράζει δίσκους του ξέρει τι θα ακούσει. Κομμάτια ρυθμικά με εκείνα τα διαστημικά break κατάλληλα για τις ρομποτικές του χορογραφίες και ευαίσθητες μπαλάντες γραμμένες για να αφήσουν χώρο σε μια φωνή που παραμένει απίστευτη (δεν είναι τυχαίο που κανένας ούτε καν μπήκε στην διαδικασία να προσπαθήσει να μιμηθεί τη χροιά του).
Δύο είναι τα στοιχεία στα οποία θέλω να σταθώ. Το πρώτο είναι η παραγωγή. Τραχιά μπάσα, σφιχτά ρυθμικά μέρη, ήχοι που μπαινοβγαίνουν εδώ και εκεί (τελικά αυτός που ανακάλυψε το panning οδήγησε τα πράγματα πολλά βήματα μπροστά). Πάνω από όλα η παραγωγή έδωσε στον δίσκο αυτό το soul αίσθημα. Ζεστά έγχορδα, ηλεκτρικά πιάνα ενώ πολύ καλή μεταχείρισης έτυχαν και τα δεύτερα φωνητικά τα οποία διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα.
Το δεύτερο στοιχείο που μου έκανε εντύπωση ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Τζάκσον χρησιμοποιεί τη φωνή του. Φαίνεται πως απελευθερώθηκε από το concept «πρέπει να αποδείξω κάτι για μια ακόμη φορά» και τραγουδάει χαλαρά, όχι ξεχειλωμένα, χαλαρά. Χαμηλές νότες, ψηλές νότες , μεσαίες περιοχές και ο Τζάκσον δίνει ρεσιτάλ. Παρά τα 43 χρόνια του διατηρεί αυτή την νεανική φωνή που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του. Δεν ξέρω τι πορεία μπορεί να ακολουθήσει αυτός ο δίσκος στους καταλόγους επιτυχιών, άλλωστε τα πάντα πλέον ανεβαίνουν και κατεβαίνουν με αστραπιαία ταχύτητα. Το σημαντικό είναι ότι ο Τζάκσον μοιάζει να κάνει μια έστω ελαφρά άτολμη στροφή στην καριέρα του καθιερώνοντας ένα πιο ανθρώπινο μουσικό και κοινωνικό πρόσωπο και αυτό μόνο σε καλό μπορεί να του βγει. Δεν πρόκειται να κερδίσει νέους φίλους από εδώ και πέρα αυτό είναι σίγουρο. Σίγουρα όμως αυτοί που αγάπησαν τα τραγούδια του θα κατατάξουν αυτόν τον δίσκο στους αγαπημένους τους.
ΥΓ.: Περιττό να πούμε ότι το Invincible είναι κλάσεις ανώτερο από το 80% της σαβούρας που κυκλοφορεί στα τσαρτ.