Ich bin Griechin
Μια Γερμανίδα δηλώνει Ελληνίδα, διασκευάζει με το ακορντεόν της Μίκη και τραγουδά για μια Ευρώπη που μοιάζει να έχει χάσει τον προσανατολισμό της. Ο δε Αντώνης Ξαγάς σκαλίζει οικογενειακές αναμνήσεις...
Η γερμανίδα γιαγιά μου… Μια σκληροτράχηλη ενεργητική γυναίκα, κοντή, ξερακιανή, λεπτή, έφτασε σχεδόν υγιής τα 99 φορώντας πάντα τα λουλουδάτα φορέματα και το κόκκινο μακιγιάζ της, με μια μακρά και δύσκολη ζωή πίσω της σημαδεμένη από τον πόλεμο και την προσφυγιά, όταν με τα τρία της μικρά παιδιά, την μάνα και τις θείες μου, πήρε τον δρόμο της φυγής από το Κένιγκσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας, Γενάρη του 1945 σε παγωνιά 20 βαθμών κάτω από το μηδέν, μέσα από μια παγωμένη λιμνοθάλασσα και με την πύρινη ανάσα της σοβιετικής εκδίκησης στο κατόπι. Ποτέ δεν απέκτησα μεγάλη οικειότητα μαζί της, ίσως και ποτέ να μην την γνώρισα στην πραγματικότητα έτσι που ποτέ δεν είχε αγάπες και παραχαϊδέματα για τα εγγόνια της, παρά μόνο συμβουλές και αυστηρές ορμήνιες, «du musst gehorchen», πρέπει να είσαι υπάκουος, πειθαρχημένος κλπ κλπ (τα έχουμε ακούσει σε συλλογικό επίπεδο και ανάλογο τόνο από τις γερμανικές εφημερίδες στον καιρό της Κρίσης). Το κενό της γιαγιαδίστικης στοργής από την άλλη αναπλήρωνε με το παραπάνω η ελληνίδα γιαγιά, μια απλή γυναίκα της εκκλησίας από ένα ορεινό λακωνικό χωριό, που από τότε που χάθηκε ο παππούς το μαύρο χρώμα στα φουστάνια το ξάνοιξε μονάχα μέχρι το καφέ, που πριν καταλάβει τον κόσμο είχε ήδη τέσσερα παιδιά και μια μάνα σκοτωμένη από γερμανική σφαίρα, που όμως δεν κουβαλούσε μνησικακίες και δεν είπε ποτέ τίποτε για την γερμανίδα νύφη που της κουβάλησε ο κανακάρης της κάμποσα χρόνια. Πέρα από σκέψεις για την τυχαιότητα της ζωής που παίρνει και σηκώνει τις ανθρώπινες ζωές σαν τα φθινοπωρινά φύλλα, βλέποντας τις δυο τους όταν συναντιόνταν, με καμία να μην ξέρει γρυ της άλλης γλώσσας, να γελάνε, να κρατιούνται από τα χέρια, «καλά;» να λέει η γερμανίδα, «gut gut» να απαντά η ελληνίδα, και ήταν σαν κάπου εδώ να τέλειωνε ο πόλεμος, σαν να σφράγιζαν μια άγραφη συνθήκη. Η συνεννόηση των λαών στο πιο «χαμηλό», στο πιο ουσιαστικό επίπεδο; Αρκεί; Όχι. Γίνεται αλλιώς; Μάλλον όχι…
Τούτη λοιπόν η γερμανίδα γιαγιά, η οποία μπορεί να μην είχε ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ανησυχίες, ήταν ωστόσο σε θέση να κατονομάσει κάμποσους Έλληνες καλλιτέχνες (και σίγουρα περισσότερους απ’ ότι …αγγλικά ροκ συγκροτήματα) και να θυμηθεί τραγούδια τους, ήξερε φυσικά την Νανά, την Βίκυ, την Μελίνα, τον Τζίμη και τον Ντέμη (νομίζω μόνο ο Τζίμης χρειάζεται μια διευκρίνιση, ασφαλώς και δεν πρόκειται για τον …Πανούση αλλά για τον κάπως ξεχασμένο σήμερα Μακούλη). Μέσα από φωνές αυτών των πολύγλωσσων τραγουδιστών του τότε υπερεθνικού πανευρωπαϊκού σανσόν γνώρισε και η Γερμανία μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη, και τα τραγούδια των δύο μεγάλων μας συνθετών, του Μάνου και του Μίκη. Κυρίως όμως του Μίκη. Τραγούδια του οποίου είναι οικεία στο γερμανικό αυτί ακόμη και σήμερα, τραγουδήθηκαν από πολλούς, από την κοκκινομάλλα ντίβα Milva μέχρι τον Rainer Kirchmann των ροκάδων Pankow, και παρά τα χάσματα των πολλών ενδιάμεσων γενεών πέρασαν και στις νεότερες γενιές.
Στην οποίες ανήκει και αυτή η Michaela η Meise, το βιογραφικό της μας πληροφορεί ότι είναι μουσικός και εικαστικός, έχει ακόμη δύο δίσκους στο ενεργητικό της, έναν με διασκευές σε εκκλησιαστικούς ύμνους και έναν τιτλοφορημένο «Songs of Nico» με προφανές περιεχόμενο (επανακυκλοφόρησε μάλιστα πρόσφατα). «Ιch bin Griechin» δηλώνει τολμηρά στον τίτλο, είμαι Ελληνίδα δηλαδή, je suis grecque, και δεν το αναφέρω τυχαία γαλλιστί. Ίσως κάποιος να υπέθετε ότι η έμπνευση να παραπέμπει στα μοδάτα τα τελευταία χρόνια τσιτάτα ηλεκτρονικής συμπαράστασης τύπου «je suis Charlie» κλπ, στα γερμανικά συμφραζόμενα μπορεί να θυμίσει εκείνο το περίφημο «Ich bin ein Berliner» του Κένεντυ με το οποίο κατέκτησε τις καρδιές των Βερολινέζων (κι ας διέπραττε συντακτικό λάθος λέγοντας ουσιαστικά «είμαι ένα …κρουασάν»). Και όμως όχι, ο τίτλος είναι ένας φόρος τιμής στην Μελίνα και στον δίσκο που είχε βγάλει το 1971, «Je suis Grecque», μια δήλωση που είχε τότε αντιστασιακό βάρος σαν απάντηση στην χούντα που της είχε αφαιρέσει την ιθαγένεια (σε έναν δίσκο με τραγούδια μεταξύ άλλων του Μίκη, του Ξαρχάκου και του Joe Dassin). Και έχει νομίζω τη σημασία του να μάθουμε την ύπαρξή του και στα δικά μας μέρη, και όχι μόνο για την αυταξία της κίνησης από μια γερμανίδα η οποία δεν είναι ελληνίδα με την στενή έννοια του όρου, με την χώρα μας την συνδέουν μόνο παιδικές αναμνήσεις, διακοπές και φίλοι. Υπάρχει και το νοηματικό/καλλιτεχνικό περιεχόμενο.
Η εξορία, η προσφυγιά, η μετανάστευση, η ξενιτιά είναι τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο δίσκος αυτός, επιλέγοντας να μιλήσει για αυτά γυρίζοντας στην νοσταλγικά «χρυσή» εποχή των 60s, τότε ήταν οι πρόσφυγες του Παγκοσμίου Πολέμου με τις βουβές πληγές τους, οι πρόσφυγες των στρατιωτικών καθεστώτων, οι μετανάστες της εργασίας, οι περίφημοι Gastarbeiter με το «νούμερο οχτώ με ξέρουν όλοι με αυτό», οι βασικοί στυλοβάτες του Wirtschaftswunder. Και είναι τα τραγούδια του Μίκη που συνιστούν την ραχοκοκαλιά του δίσκου, ο οποίος είναι γεμάτος Ελλάδα, ξεκινώντας από το εξώφυλλο το οποίο είναι μια φωτογραφία από τα γεγονότα του Χημείου το 1985. Ο Μίκης ο δικός μας αλλά και ο δικός τους, που υπήρξε εν τοις πράγμασι Ευρωπαίος περισσότερο από πολλούς σύγχρονους κατά φαντασίωση «μένουμε Ευρώπη». «Το παλικάρι έχει καημό», «Θα σου στείλω, μάνα», «Δεν παίρνει εδώ κανείς», όλα σε εύστοχες γερμανικές μεταφράσεις, φυσικά το «Γελαστό παιδί» με την απλότητα και την δύναμη της μελωδίας του που σύνορα δεν γνωρίζει. Και μετά ακούς το «Άσμα ασμάτων», για τις κοπέλες του Άουσβιτς και του Νταχάου, «κανείς δεν ήξερε ότι ήταν τόσο ωραία», και ανατριχιάζεις, και όσα αντισημιτικά ολισθήματα και αν έχει διαπράξει και διαπράξει ακόμη ο δημιουργός του, το τραγούδι είναι που θα μείνει στην αιωνιότητα μνημείο, η Meise εδώ το ενορχηστρώνει με μια δραματική εκτέλεση με ακορντεόν, το αγαπημένο όργανο του δρόμου (αλλά και των Ασκενάζυ Εβραίων, των κυριότερων θυμάτων της Σοά). Και με μια φωνή μοναχική, με τρυφερή σαν παιδική αβεβαιότητα, το όλο κλίμα σου φέρνει στον νου την συμπατριώτισσα Nico του «Desertshore». Και με την άγνοια κινδύνου που της δίνει η πολυτέλεια του έξωθεν βλέμματος, απαλλαγμένη από το βάρος βιωμάτων και πολιτισμικών συμπαραδηλώσεων (και συγκρίσεων, έτσι κι αλλιώς άτοπων και άδικων, με την φωνή μιας Φαραντούρη). Την ίδια λιτά μινιμαλιστική προσέγγιση ακολουθεί σε όλο τον δίσκο, αφήνοντας έτσι τη δύναμη του μελωδικού πυρήνα και των στίχων να αναδειχθεί, το ακορντεόν είναι η βάση, η φωνή, κάποια σποραδικά κρουστά, ένα μπάσο, μια ανδρική φωνή, με τη συμβολή σε όλα αυτά εξαιρετικών συνεργατών, μελών των Isolation Berlin, του indie σχήματος του τώρα στη Γερμανία, και του Dirk von Lowtzow των σπουδαίων Tocotronic.
Δίπλα στα τραγούδια του Μίκη η Meise συμπληρώνει/ολοκληρώνει την κεντρική ιδέα συνυφαίνοντας σε αυτήν και κομμάτια άλλων δημιουργών, όπως του επίσης σχεδόν δικού μας George Moustaki με το πασίγνωστο «Le Métèque» (που τραγουδήθηκε και από τον …Θου Κύριε Νταλάρα), το «Lume lume» της Maria Tănase, της εθνικής τραγουδίστριας της Ρουμανίας και το «Göttingen», ίσως το πιο γνωστό κομμάτι της μεγάλης γαλλο-εβραίας Barbara, τραγούδι έμβλημα της γαλλο-γερμανικής επαναπροσέγγισης, που το είχε γράψει το 1964 σαν έμπρακτη συναισθηματική υπέρβαση του δικού της παρελθόντος διωγμών από τους ναζί και συγχώρεσης των απογόνων τους. Και ο δίσκος κλείνει με το μοναδικό «γνήσιο» γερμανικό τραγούδι, από τα πιο αγαπημένα μου κιόλας μέσα από τον κιτς συρφετό του Schlager, «Der Traum vom Fliegen» της Alexandra, μια κοπέλα πρόσφυγας κι αυτή του πολέμου, η οποία δεν γνώρισε ποτέ μεγάλη επιτυχία όσο ζούσε (χάθηκε πολύ μικρή στα καταραμένα 27 σε αυτοκινητιστικό), που τα τραγούδια της ήταν μάλλον μελαγχολικά για το κλίμα της επιβεβλημένης ανεμελιάς της εποχής, σαν κι αυτό που αφηγείται την ιστορία ενός φύλλου που ονειρευόταν να πετάξει, να γνωρίσει τον κόσμο, μέχρι που ήρθε το φθινόπωρο και το όνειρο του έγινε πραγματικότητα, ο αέρας το πήρε και το σήκωσε από το δέντρο, μόνο που αφού πέταξε για λίγο κατέληξε μετά στον δρόμο, "στον νοτισμένο από την βροχή τάφο του", όπου φώναζε στα τριγύρω βουβά σπίτια, "αχ να μπορούσε να με ξαναπάρει ο αέρας, να πετάξω και να γυρίσω πίσω στο δέντρο μου"…
Και σκέφτομαι ότι τελικά ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχισμένος πρόσφυγας…
Και επίσης, πόσο ίσως θα ταίριαζε στον δίσκο και εκείνο το ωραίο και συγκινητικό τραγούδι που είχε κάνει τεράστιο σουξέ ο Udo Jürgens, εκείνο που μιλούσε για τους έλληνες Gastarbeiter και την νοσταλγία τους για την πατρίδα («Griechischer Wein»).
Ίσως με …γνήσια γερμανικό ιδεαλισμό και ρομαντισμό να μιλούσε κανείς για έναν δίσκο-γέφυρα, για μια ωδή στην συνεννόηση των ανθρώπων και των λαών. Για έναν δίσκο τραγικά επίκαιρο, τώρα που στο σώμα της Ευρώπης ανοίγονται πάλι ουλές-συρματοπλέγματα, ορθώνονται πύργοι με βλοσυρούς φρουρούς με το δάκτυλο στην σκανδάλη, πρόσφυγες μεταφέρονται σαν ζώα και στοιβάζονται σε στρατόπεδα, ξυρισμένες ορδές παρελαύνουν στους δρόμους και «νοικοκυραίοι» με τακτοποιημένες ζωές κρύβουν αβυσσαλέα μίση πίσω από χαριτωμένα κεντημένα κουρτινάκια.
Τι μπορεί άραγε να κάνει η μουσική σε έναν τέτοιο κόσμο; Είναι το ερώτημα που μένει να αιωρείται στον χώρο ακόμη και αφού έχει χαθεί ο απόηχος της τελευταίας νότας…