Through The Looking Glass
Σιγά-σιγά κάποιοι δίσκοι παίρνουν τη θέση που άξιζαν στην ιστορία. Έστω και 30+ χρόνια μετά. Για έναν τέτοιο γράφει ο Άρης Καραμπεάζης
Οι περισσότεροι από τους δίσκους που θα σε διαλύσουν/θα σου αλλάξουν την όποια ζωή/τέλος πάντων θα σου πουν κάτι παραπάνω από όσα ο φούρναρης το πρωί που θα πάρεις τυρόπιτα και καφέ, καλώς ή κακώς έρχονται κατά πάνω σου με μάλλον (ψυχ)αναγκαστικό τρόπο. Είτε πρόκειται για το Closer των Joy Division, είτε για το Kind Of Blue του Miles Davis, είτε ακόμη και για το Tri Repetae των Autechre, υπάρχει μία νομοτέλεια στη συνάντηση τους με τους ακροατές για τους οποίους έχουν φτιαχτεί, η οποία κινείται κάπου ανάμεσα στις θεωρίες περί αιτιώδους συνάφειας και στις σαχλαμάρες περί της πεταλούδας στο Πεκίνο κ.λ.π. Επίσης το αν σας «εξανάγκασε» να ακούσετε το A Blaze In The Northern Sky των Darkthrone ο μεγάλος σας αδελφός ή ο μεταλλάς γκόμενος σας στο γυμνάσιο (που μπορεί και να είναι ο μεγάλος αδελφός του προηγούμενου) δεν αλλάζει και πολύ το ετερόφωτο της μουσικής σας προσωπικότητας. Και του καθενός από εμάς εδώ που τα λέμε.
Τα παραπάνω – προφανώς αχρείαστα- τριγυρνάνε για ώρες (ΟΚ, μισάωρο μάξιμουμ) στο μυαλό μου ακούγοντας, ξανακούγοντας, και περιέργως ξανά και ξανά ακούγοντας το Through The Loooking Class της Midori Takada, που ήδη χαιρετίζεται ως ο χαμένος κρίκος στις διδαχές του Steve Reich γύρω από το πως η ρυθμική επάρκεια θα μας κάνει πιο ουσιαστικούς ακροατές, ίσως και ανθρώπους. Αυτή η ακριβώς η αίσθηση σου μένει στο τέλος του δίσκου καθώς προσπαθείς να καταλάβεις τι ακριβώς έχει γίνει με το Catastrophe-Σ και γιατί έχει ακυρώσει ό,τι άκουσες ή ό,τι σκόπευσες να ακούσεις το τελευταίο τριήμερο, βδομάδα, μήνα, έτος... και δεν ξέρω ‘γω πόσο θα προβληματιστεί ο καθένας με αυτά που γίνονται εδώ μέσα. Και θα ενθουσιαστεί ταυτόχρονα, μην θεωρηθεί ότι πρόκειται για κάποιο δήθεν ακαδημαϊκό άκουσμα χωρίς χρηστική και ψυχοτροπική αξία. Κάθε άλλο παρά.
Ποιοι ήταν όλοι αυτοί που είχαν ακούσει αυτό το δίσκο στα χρόνια κατά τα οποία ήταν πραγματικά σπάνιος και εξαφανισμένος; Για όσους πράγματι απασχολούνται κάπως σοβαρότερα με αυτά τα πιθανόν ευτελή ζητήματα, είναι ένα ερώτημα που ζητάει μια κάποια απάντηση. Όχι τελολογική, αλλά έστω να ξέρουμε ρε παιδί μου. Ήταν ο Amon Tobin θα μπορούσε να πει κάποιος. Ο οποίος ήξερε, άκουσε, έμαθε και είχε τον ψυχισμό και την έμπνευση να πάρει κάτι και να κάνει με τη σειρά του ό,τι τέλος πάντων έκανε. Και κάπως έτσι για αρκετά άλλα ονόματα, που μπορεί να μας έρθουν, μπορεί και να μη μας έρθουν όμως στο μυαλό, και ο καθένας απλά να λέει τα δικά του.
Καθώς κάτοπτρα ήχων και ρυθμών παρεμβάλλουν άναρχα και ταυτόχρονα απόλυτα δομημένα τη σκέψη, αλλά και την συναισθηματική διόραση του ακροατή, σε κάθε επόμενη προσπάθεια του δίσκου να ακουστεί ταυτόχρονα εθιστικός, αλλά και αποκρουστικός, στην προσπάθεια του να μην ικανοποιήσει ούτε καν τα παράδοξα θέλω των ελιτιστών, η ιστορία της δημιουργού, της δημιουργίας του δίσκου και περαιτέρω το πως ‘εξαφανίστηκε’ ο ίδιος δίσκος μέσα στο θρύλο του, διατηρώντας ατόφιο, αλλά και διαιωνίζοντας αυτόν (δικαίως, σε αντίθεση με τις περισσότερες των παρόμοιων περιπτώσεων των δήθεν χαμένων αριστουργημάτων) αποκτά έως και μηδαμινή αξία. Υπάρχει άλλωστε επαρκής και επεξηγηματική στα liner notes και δεν είναι εδώ δουλειά μας και υποχρέωση μας να την αναπαράγουμε. Κάθε άλλο θα έλεγα. Η κυρίαρχη ιδέα του να βρει η ‘παραγκωνισμένη’ μουσική της Αφρικής και της Ασίας τη θέση της στον ματαιόδοξα τιτλοφορημένο κόσμο της κλασικής ή νεοκλασικής μουσικής, εντυπωσιάζει μεν, αλλά στο τέλος της ίδιας μέρας που έχει αποκτήσει κανείς τον δίσκο (και τον έχει ανοίξει να τον ακούσει βέβαια) φαντάζει έως και περιοριστική.
Και στις τέσσερις συνθέσεις του Through The Looking Glass ο πεπαιδευμένος ακροατής της τελευταίας τριαντακονταετίας (τουλάχιστον) αυτού του παράδοξου φάσματος της pop, rock & beyond μουσικής θα βρει περισσότερα πράγματα όχι απλά από όσα περίμενε, αλλά ίσως και από όσα χρειάζονταν πραγματικά, για να επεξηγήσει με τη σειρά του την επίδραση που η μουσική είχε και –καλώς εχόντων των πραγμάτων- συνεχίζει να έχει επάνω του. Ίσως και σε επικίνδυνο βαθμό. Ίσως και να αισθανθεί σε κάποια σημεία ότι η όποια tribal αίσθηση του άφησε το post punk από τους Liquid Liquid και πέρα, εδώ συμπυκνώνεται στα απολύτως απαραίτητα, διυλίζεται στα εξ ων προήλθε και επιστρέφει σε αυτόν με τρόπο που δεν του επιτρέπει πλέον να ξεγελιέται τόσο εύκολα.
Ίσως και όχι βέβαια. Διότι η μουσική είναι εδώ κυρίως για να μας ξεγελάει και αν χαθεί αυτό το στοιχείο, τότε ζήτω που καήκαμε και που χαθήκαμε όλοι μαζί. Το ζήτημα είναι πάντως ότι αυτός εδώ είναι ένας δίσκος που κανένας δεν μπορεί να τον προσπεράσει, κανένας από όσους τον ακούσουν δεν θα τον προσπεράσει και δεν ξέρω τελικά πως στο διάολο όσοι τον ακούμε θα μπορέσουμε κάποτε να τον ξεπεράσουμε και να δούμε/ ακούσουμε τα καθ’ ημάς μουσικά πράγματα με την ίδια καλοδεχούμενη αφέλεια. Τίποτε λιγότερο, πολλά περισσότερα.
Επί του παρόντος κυριαρχεί εκνευρισμός για την επιλογή του να αγοράσουμε την έκδοση των 33’ και ήδη αναζητείται το διπλό άλμπουμ που τα ίδια πράγματα παίζουν στις 45’. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει κάτι, αν αλλάξει όμως και το έχουμε χάσει; Δεν είναι να παίζουμε με αυτά μέρες που είναι.