Amsterdam
Ένας δίσκος "5 σε 1". Ένα πραγματικά μεγάλο έργο. Και σε διάρκεια... Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Όλη η μουσική δεν είναι οι τυποποιήσεις της μουσικής βιομηχανίας. Oι περισσότεροι ξέρουν για την περίπου μία ώρα που διαρκεί ένας δίσκος και σχεδόν έχουν πειστεί ότι αν δεν διαρκεί περίπου τόσο κάτι πάει στραβά. Ακόμα και τα singles σε πολλούς δεν φαίνονται αρκετά, τα θεωρούν κάτι σαν προοίμιο για τον «ολοκληρωμένο» δίσκο. Το single θεωρείται κάτι περίπου ατελές. Φαντάσου δηλαδή να θέλει κάποιος να κυκλοφορήσει κάτι που είναι μεγαλύτερης και πολύ μεγαλύτερης διάρκειας από έναν τυπικό δίσκο. Την πάτησε. Συνήθως τρώει κράξιμο. Του τύπου «τι υπερβολές είναι αυτές», «τι μεγαλοστομίες», «τι ψώνιο»… Πρόκειται για βιαστική κριτική κι ας μην είναι πάντα άδικη.
Άτυποι κανόνες που δεν βοηθούν σε τίποτα όσον αφορά την κατανόηση αυτής της μεγάλης τέχνης. Τίθενται περιορισμοί που πάρα πολλούς καλλιτέχνες δεν τους εξυπηρετούν. Δεν ακολουθεί κανένας άξιος καλλιτέχνης τους περιορισμούς αυτούς (απλώς κάποιοι από τους καλλιτέχνες τυχαίνει πολύ συχνά να συνοδοιπορούν με αυτούς τους περιορισμούς-για καλή τους τύχη) και ευτυχώς τώρα πια κάποιες εταιρίες ανοίγουν τις πόρτες τους και σε αυτούς που τους απορρίπτουν.
Στην Clean Feed, μια σπουδαία σύγχρονη τζαζ εταιρία από την Πορτογαλία, βρήκε θέση ο σπουδαίος Σλοβένος πιανίστας Miha Gantar. Ο Miha και στο περσινό του «Introducing» και στο φετινό «Amsterdam» απλώνεται. Όταν είσαι πραγματικά δημιουργικός και εργατικός, παράγεις πράγματα και μέσα σε αυτά και από αυτά, προκύπτουν ιδέες, καταστάσεις, ευκαιρίες. Τις οποίες δεν μπορείς να κόψεις και να ράψεις στα μέτρα της δισκογραφίας κι έτσι πρέπει, να μην κόψεις (το ίδιο το έργο σου το επιβάλει). Και μπορεί να χρειαστεί να βγάλεις πενταπλούς και βάλε δίσκους.
Το ”Amsterdam” είναι πραγματικά ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό επίτευγμα. Το όραμα του καλλιτέχνη εδώ έχει πολλαπλές διαστάσεις που έχουν όλες αποτελέσματα που δεν μπορούσαν να λείπουν από την έκδοση γιατί συμπληρώνουν έναν αισθητικό κόσμο. Τον ολοκληρώνουν ουσιαστικά. Το σύνολο αποτελείται από ένα τρίο, ένα κουιντέτο, δύο ντουέτα και ένα σόλο. Που έχουν διαφορές μεταξύ τους όχι μόνο λόγω των ατόμων που συμμετέχουν, αλλά και ως ιδέες. Και αυτές οι διαφορές δεν είναι εις βάρος της ενότητας του όλου.
Το “Reaching For the Infinite” είναι το πρώτο 48λεπτο κομμάτι αυτού του μεγάλου εγχειρήματος. Το έργο έρχεται εδώ εις πέρας από το τρίο που αποτελείται από τον Miha Gantar στο πιάνο, τον Nick Dunston στο κοντραμπάσο και τον Tristan Renfrow στα drums. Δεν ξέρω αν μου αρέσει πια ο όρος free jazz και λέω δεν ξέρω, γιατί από τη μία είναι πολύ εύηχος, αισθητικά λειτουργικός αλλά από την άλλη δεν είμαι σίγουρος αν έχει σήμερα κανένα νόημα. Γιατί η μουσική που έχουμε μάθει να τη λέμε free jazz για μένα είναι μια φυσική συνέχεια αυτού που προηγήθηκε και όχι ένα άλλο ξεχωριστό είδος. Είναι δηλαδή η τζαζ έτσι όπως εξελίχθηκε. Είναι η τζαζ. Έχοντας αυτό στο νου μας, το ‘Reaching For The Infinite’ θα μπορούσαμε να το πούμε free jazz, όμως ουσιαστικά είναι ένα σύγχρονο ολοκληρωμένο μεγάλης πνοής τζαζ έργο που σε φάσεις θυμίζει (μάλλον αναπόφευκτα) και τον Coltrane (δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει σαξόφωνο για να συμβαίνει αυτό-τον θυμίζει συνθετικά, δημιουργικά), έχοντας όμως μια ξεκάθαρη δική του ξεχωριστή υπόσταση και δύναμη. Όσο ξετυλίγεται η σύνθεση όλο και περισσότερο ανοίγει χωρίς ποτέ να παύει να είναι τζαζ. Τα πράγματα σε φάσεις γίνονται πιο αφαιρετικά, με μια κάποια διακριτικότητα βέβαια, χωρίς δηλαδή να χάνεται ο αρχικός στόχος και η εσωτερική ζεύξη όλων των συστατικών. Πλούτος.
Στο δεύτερο κομμάτι που είναι 41 λεπτών και λέγεται “Passage” ακούμε το εκπληκτικό κουιντέτο με τους Miha Gantar στο πιάνο φυσικά, Runa Kimura και Teresa Martinez Diago στα βιολιά, Lorenzo Titolo Duchini στη βιόλα και Diana Sanz Pascual στο τσέλο. Όπως καταλαβαίνουμε από τα συμφραζόμενα, εδώ το πράγμα πάει λίγο προς κλασική μουσική. Το κλασικό σχήμα δωματίου δηλαδή το κουαρτέτο εγχόρδων είναι πάντα εντυπωσιακό. Ο ήχος που προκύπτει από αυτή τη διάταξη είναι τρομερός και φοβερός, αγγίζει ευαίσθητες χορδές σε οποιονδήποτε δεν έχει κάνει το κεφάλι του μασίφ από μπετόν αρμέ. Ήχος που σκάβει βαθιά στον ψυχισμό και τη συνείδηση. Απαιτείται βέβαια και επιδεξιότητα και από αισθητική και από τεχνική άποψη και εδώ τα παιδιά τα χουν όλα και βουτάνε στα άπατα περνώντας από ιμπρεσσιονιστικά τοπία σε αφαιρετικούς άυλους χώρους σαν να κάνουν περίπατο για να ξεσκάσουν.
Το τρίτο CD περιέχει το ντουέτο του Miha Gantar στο πιάνο με τον Michael Moore που παίζει άλτο σαξόφωνο και κλαρινέτο με τον γενικό τίτλο “Common Orbits”. Εδώ δεν ακούμε ένα τεράστιο κομμάτι αλλά δεκατέσσερα μικρά. Μια άλλη κατάσταση ταιριαστή αισθητικά ως κέντρο του συνολικού έργου. Οι δύο μουσικοί δοκιμάζουν να συνομιλήσουν σε μικρότερο χρόνο με πολλές ιδέες σύμπραξης όπου το σαξόφωνο και το πιάνο ακούγονται στην κυριολεξία να μιλούν. Αληθινοί διάλογοι μεταξύ τους. Μικρές συζητήσεις άλλοτε έντονες και γρήγορες, άλλοτε αργές και ψιθυριστές. Αν στήσεις αυτί και έχεις και μια κάποια λόξα μπορεί και να καταλάβεις ακριβώς για τι μιλάνε. Σχεδόν γίνονται εικόνες τα … περιστατικά. Αληθινή εκφραστικότητα λοιπόν. Μουσική ζωντανή.
‘Άλλο ένα ντουέτο στο επόμενο CD πολύ διαφορετικό όμως μιας και εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο πιάνα. Miha Gantar και Ratnag Ahim. Πάλι ένα τεράστιο κομμάτι 31 λεπτών που λέγεται ‘Inner Discourse’. Προσπαθούν οι μουσικοί να βρουν μια ισορροπία μεταξύ τους που θα οδηγεί στην απόλυτη πιανιστική τέχνη. Εισχωρούν με θάρρος σε βαθιά μονοπάτια, όχι απάτητα αλλά δύσβατα που όμως οδηγούν σε χώρους απέθαντους, μαγικούς. Χώρους που και ο μουσικός και ο ακροατής θέλουν, επιζητούν να φτάσουν και να κατοικήσουν, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι. Μακάριοι αυτοί που το συνειδητοποιούν! Δεν υπερβάλω … πάει μακριά η βαλίτσα με αυτόν τον δίσκο…
Τέλος το 40λεπτο σόλο του Miha Gantar που λέγεται “Stasis Temporis” κλείνει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την εκπληκτική δουλειά. O Miha Gantar κάθετε στο πιάνο μόνος, κάπως σαν να βάζει την υπογραφή του στο τέλος. Προσπαθεί ίσως με τα ελάχιστα, απ’ όλες τις απόψεις, να πει πολλά. Να εκφραστεί κυριολεκτικά, να διοχετεύσει όλη του την αισθητική-δημιουργική εμπειρία σε ένα τελικό αποτέλεσμα μεστό και πυκνό. Ένα έργο που να τον χαρακτηρίζει απόλυτα. Ένα μουσικό 40λεπτο που δεν μπορείς να κατατάξεις εύκολα, ακριβώς γιατί η ποιότητά του υπερβαίνει την ανάγκη για ταυτοποίηση. Υπάρχουν φυσικά κάποιες αναφορές πολύ απόμακρες από τη τζαζ και λιγότερο απόμακρες από την κλασική μουσική. Μου έρχεται δηλαδή στο νου και ο Morton Feldman με την αδυσώπητα μελαγχολική αφαίρεσή του. Όμως ο Miha θέλει να δώσει μορφή σε ένα δικό του όνειρο. Σαν να βλέπεις ένα φευγαλέο όνειρο ακούγεται πράγματι αυτό το κομμάτι.
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με αυτό που λέμε μεγάλο έργο. Αμφιβάλλω αν θα ακουστεί από πολλούς γιατί δεν ζούμε στην κοινωνία που αναζητά τα μεγάλα έργα. Βιαζόμαστε και τα θέλουμε σύντομα, γρήγορα και τελικά «μικρά». Όμως… ποτέ δεν ξέρεις… αυτού του είδους η τέχνη μια μέρα μπορεί να δικαιωθεί και να ακούγεται και αλλού εκτός από τα δωμάτια λίγων σχεδόν ερημιτών.