Το να περιμένετε από το Mic να σας ενημερώσει για τα τεκταινόμενα στο χώρο του hip hop είναι σαν να αγοράζετε το Φως για να μάθετε τα τελευταία μεταγραφικά νέα του ΠΑΟΚ. Από την άλλη όμως οι μισές "μεταγραφές αεροδρομίου" που γίνονται πρωτοσέλιδο στα Σπορ Του Βορρά, ως γνωστόν, δεν πραγματοποιούνται ποτέ. Αντίθετα η μία στις δέκα που θα βρει χώρο στις (πίσω) σελίδες του Φωτός , το πιθανότερο είναι ότι θα έχει αίσιο τέλος. Κάπως έτσι λοιπόν και οι -κατά μεταφορά και κυριολεξία- εξαιρετικές αναφορές του Mic στο κατά τα άλλα άγνωστο μας μουσικό είδος. Και δη στα περιθώρια αυτού.
Επιστροφή και πάλι στη Minneapolis. Εκεί που είχαμε αφήσει ως παντοκράτειρα την Rhymesayers Entertainments, τους ηγέτες Atmosphere και την ιδιαιτερότητα του Brother Ali. Με μικρότερη χρονικά ιστορία και άρα με ισχυρή ακόμη underground σύνδεση και attitude κινείται η ομάδα της Doomtree. Που είναι δισκογραφική εταιρεία, είναι hip hop κολλεκτίβα από emcees (κατά την ορολογία της εταιρείας) και ντιτζέηδες- παραγωγούς, είναι φαμίλια φυσικά, αλλά είναι και φίλοι- συνεργάτες με τα παιδιά της Rhymesayers. Και καθώς λένε συνδυάζουν το πανκ ήθος με την hip hop δημιουργικότητα. Ενίοτε δε την punk δημιουργικότητα με το hip hop ήθος, θα πρόσθετα εγώ.
Όπως στην προκειμένη περίπτωση. Όπου ένας απρόσμενα σοφός παραγωγός- πρώην κιθαρίστας σε εντόπιο indie punk σχήμα (τους μάλλον άσημους Plastic Constellations) ενώνει δυνάμεις με νεαρό emcee, του οποίου το λατινόμαφιόζικο σουλούπι, κάθε άλλο σε προετοιμάζει για τις ιδιότυπα πασιφιστικές και ποιητικότροπες ρίμες, που περίμεναν αυτό ακριβώς το college funk περιβάλλον για να ανθίσουν κατάλληλα και όχι πρόωρα, δήθεν ζόρικα ή δασκαλίστικα. Κοινώς για να αποδείξουν ότι το hip hop εξελίσσεται και δεν απλά εκφυλίζεται ως είδος.
Το αποτέλεσμα ακούγεται ευχάριστα και ταυτόχρονα υποψιασμένα. Σαν μία απονεύρωση, αλλά όχι αποχαύνωση, της αφόρητης για τους περισσότερους εγκεφαλικότητας σχημάτων όπως οι Dalek. Με μία υποψία σοφής mainstream orientated παραγωγής, με μπόλικες κιθάρες, αλλά και με σκόρπια dancey grooves να απενεχοποιούν το σκληρό hip hop περιβάλλον, ο ήχος του ντουέτου είναι ένα ευχάριστο underground άνοιγμα σε ανάγκες που μάλλον δεν γνώριζε ότι είχε το mainstream hip hop κοινό. Παραμένοντας ως το τέλος underground. Και χωρίς καμία υποψία αρενμπίωσης και λοιπών λοιμώξεων για τις οποίες τα έχουμε ξαναπεί...
H παραγωγή είναι εξαιρετική σε κάθε δευτερόλεπτο και φανερώνει μουσική γνώση σε μήκος και πλάτος. Από fingertapping κιθαριές μέχρι free jazz πνευστά. Τι άλλο να ζητήσεις; Ο Mictlan χωρίς να ξεφεύγει από τον κανόνα του προσωπικού storytelling αποφεύγει τη μάστιγα της έπαρσης και στήνει αθώες μεν, ορθές κατά βάση δε, παραβολές περί του ποιος, που, πότε, γιατί και που (πάμε), που αποτελεί την αγαπημένη θεματολογία του hip hop, όταν αυτό στερείται σε γκόμενες, αυτοκίνητα και χρυσαφικά. Ομοίως μακριά και η λογική των σπηλαίων και των σκληροτράχηλων δρόμων, παρότι ο Mictlan χωρίς τους υπόλοιπους συντρόφους του στην Doomtree πέφτει κάθε τόσο στην παγίδα του matcho. Ελαφρώς έστω.
Ανακεφαλαιωτικά πρόκειται για το άλμπουμ που έλειπε από τον κατάλογο της Doomtree, καθώς απομακρύνεται από τη λογική της ομαδικής και ομαδοποιημένης δουλειάς και επικεντρώνεται στα ιδιαίτερα ταλέντα και ικανότητες δύο μονάδων αυτής, ανεξάντλητων σε ιδέες, ενέργεια και απόψεις. Ειδικά από την πλευρά του Lazerbeak, το Hand Over Fist ακούγεται σαν ένα απρόσμενα αψεγάδιαστο επίτευγμα. Μήπως θα του άξιζε ένας ακόμη πιο ικανός και στιβαρός MC και όχι ένας ενθουσιώδης, πλην αναποφάσιστος και ενίοτε βιαστικός emcee; Ένας Brother Ali για παράδειγμα... που έχω την αίσθηση ότι εσχάτως δεν παίρνει τον απολύτως ορθό δρόμο;
Στο αυριανό πρωτοσέλιδο, θα επιστρέψουμε στα οικεία indie αριστουργήματα που θα αλλάξουν μια για πάντα τη ζωή σας. Αν μας εμπιστεύεστε ακόμη δηλαδή...