Rubberband
Νέος δίσκος του Miles Davis εν έτει 2019; Πίσω από το ερωτηματικό κρύβεται προφανώς απορία και έκπληξη, αδημονία αλλά και μια έντονη ανησυχία... Του Αντώνη Ξαγά
Ναι… Αν εκείνος ο Μαξ Μπροντ είχε υπακούσει στην παράκληση του φίλου του να κάψει όλα του τα χειρόγραφα όταν πεθάνει δεν θα είχαμε διαβάσει ποτέ την «Δίκη», δεν θα είχαμε γνωρίσει τον Γιόζεφ Κ, δεν θα διαβάζαμε σε κάθε… δεύτερη βιβλιοκριτική το επίθετο «καφκικός» (αυτή η μάστιγα!). Τέτοια παραδείγματα μεταθανάτιας κυκλοφορίας (και δικαίωσης) αριστουργημάτων, ερήμην μάλιστα του ίδιου του δημιουργού, θα βρούμε κάμποσα στην ιστορία της τέχνης. Όμως … Για κάθε ένα τέτοιο «χαμένο διαμάντι» θα βρούμε επίσης δεκάδες έως εκατοντάδες τόνους… κάρβουνο, έργα τα οποία ποτέ δεν προορίζονταν για το φως της δημοσιότητας, αποκηρυγμένα, ατελείωτα, ημιτελή, πρόχειρα, αποτυχημένα πειράματα και δοκιμές, όλα ξεθαμμένα από σκονισμένα συρτάρια και μπαούλα, έρμαια σε κάθε εκμετάλλευση. Ειδικά σε εποχές όπου η βιομηχανία ανασκαφής και επανεκμετάλλευσης (ενίοτε και επανεφεύρεσης!) δουλεύει στο φουλ, πολλοί μεγάλοι της ιστορίας έχουν περισσότερες κυκλοφορίες μετά θάνατον παρά εν ζωή. Και όλες αποκτούν ετερόφωτη αξία μόνο και μόνο από το όνομα στην ούγια, γι’ αυτό και κάθε χαρτοπετσέτα που μουτζούρωσε ο Πικάσο σ’ ένα παρισινό μπιστρό έχει αποκτήσει αξία (εμπορική), άντε και ερευνητική, για να γραφτούν κάμποσα διδακτορικά (αυτή η μάστιγα!) και να συντηρηθούν διάφορες ακαδημαϊκές καρέκλες.
Φέτος είναι η χρονιά του Miles Davis να μπει στην βιομηχανική πρέσα, αγνοώ τον λόγο, δεν υπάρχει κάποια οποιαδήποτε στρογγυλή επέτειος να δώσει εύκολη λεία στα ΜΜΕ (σαν σήμερα, αυτή η μάστιγα!). Πάντως από την μία έχουμε μια ταινία για την ζωή του (μουσικά ντοκιμαντέρ: αυτή η μάστιγα!) από τον Stanley Nelson με τον προβλέψιμο τίτλο «Miles Davis: Birth of the Cool», βασισμένη εν πολλοίς στην αυτοβιογραφία του «Μάιλς» που είχε γράψει με τον ποιητή Κουίνσυ Τρουπ, και εν ολίγοις στη μουσική του, η οποία σχεδόν κάθε 10 δευτερόλεπτα διακόπτεται από μια ομιλούσα κεφαλή.
Και από την άλλη, φέτος, το 2019, 28 χρόνια μετά τον θάνατο του βγαίνει κι ένας «νέος» δίσκος του από την ειδικευμένη στις ανασκαφές εταιρεία Rhino.
Σε ένα παλιότερο άρθρο του για το Wire ο Brian Eno αναρωτιόταν «όταν ακούς τον Miles Davis, ποιο ποσοστό απ’ αυτά που ακούς είναι μουσική και ποιο τα συμφραζόμενα; Με τη λέξη “συμφραζόμενα” εννοώ καθετί που δεν περιέχεται στ’ αυλάκια του δίσκου-και σ’ αυτή την περίπτωση είναι πολλά». Ανοίγει διάφορα και αιχμηρά ζητήματα εδώ ο σπουδαίος αυτός μουσικός διανοούμενος για τον τρόπο που ακούμε (ή «ακούμε»), αλλά στην προκειμένη περίπτωση το ερώτημα θα μπορούσε να διατυπωθεί σε ένα πιο στοιχειώδες επίπεδο: ποιο ποσοστό απ’ αυτά που ακούμε στο «Rubberband» είναι πραγματικά μουσική του Miles Davis;
Πριν αποπειραθούμε να ακούσουμε και να απαντήσουμε, λίγη ιστορία: είναι 1985, ο τζαζίστας που καθόρισε την ιστορία του είδους αφήνει μετά από δεκαετίες την Columbia, της αφήνει έναν τελευταίο δίσκο όπου διασκευάζει μεταξύ άλλων Michael Jackson και… Cyndi Lauper και μεταπηδάει στον απέναντι κολοσσό, τους αδερφούς Warner. Έχει πίσω του δύσκολα χρόνια, μια μεγάλη παύση, εγχειρήσεις, ναρκωτικά, οικογενειακά προβλήματα, δημιουργικά ίσως αισθάνεται ότι η εποχή τον ξεπερνά, ότι πλέον δεν την ορίζει αλλά την ακολουθεί. Η μεταγραφή είναι ίσως μια νέα αρχή, μαρτυρίες λένε ότι παρακολουθεί συνέχεια MTV, θέλει να πιάσει τον ήχο του σήμερα. Τα αποτελέσματα από τις πρώτες απόπειρες στο στούντιο με τους παραγωγούς Randy Hall και Attala Zane Giles έφτασαν στα αυτιά του υπεύθυνου της εταιρείας, ο οποίος τα απέρριψε, «δεν ακούω τίποτε εδώ μέσα, δεν συμβαίνει τίποτε» φέρεται να είπε, μετά στήθηκε νέα ομάδα και λίγο αργότερα κυκλοφόρησε το «Tutu», όχι κάτι σπουδαίο βέβαια, αλλά τουλάχιστον αξιοπρεπές. Έκτοτε οι ηχογραφήσεις εκείνες έμειναν στα συρτάρια, απέκτησαν και μια μυθική προσθετική αξία για τον λόγο αυτό, τα χρόνια πέρασαν, μέχρι που εντόπισε τις ταινίες ο ανιψιός του Vince Wilburn Jr (σόγια: αυτή η μάστιγα!), ο οποίος είχε συμμετάσχει μάλιστα τότε και ως ντράμερ. Και κάπως έτσι προέκυψε η εν λόγω κυκλοφορία (το ομώνυμο κομμάτι είχε ήδη βγει σε διάφορες εκδοχές για την RSD του 2018). Και πριν αρχίσουμε τις στερεότυπες κατάρες για την μουσική βιομηχανία, για λογοκρισία και για άσχετους μανατζαραίους, ας ακούσουμε…
Ο δίσκος πράγματι πιάνει το πνεύμα της εποχής. Και καταφέρνει να συνοψίσει ότι κυριαρχούσε στα τσαρτς τότε, κάνοντας σε να θυμηθείς όλους τους λόγους για τους οποίους θα ήθελες να ξεχάσεις την δεκαετία του ‘80 (80s, αυτή η μάστιγα!). Πλαστικά, επίπεδα κι αποστειρωμένα σύνθια από ετοιματζίδικες ρουτίνες που άκουγες εκείνον τον καιρό μέχρι και σε (θου Κύριε!) δαλιανίδεια ελληνικά σίριαλ και σε πολυτελή ασανσέρ, generic ψευδο-ροκ ηλεκτρικές κιθάρες, ηλεκτρονικές γκρούβες που ο Prince θα έγραφε στο πόδι για να επιδείξει ίσως τις δυνατότητες του συνθιού (αλλά δεν θα τις κυκλοφορούσε ποτέ), ανέμπνευστες λάτιν ακουστικές κιθάρες που κάνουν το «La Isla Bonita» της Μαντόνας να ακούγεται αριστούργημα (που είναι, μεταξύ μας). Και όταν αναρωτιέσαι πόσο χειρότερα μπορεί να γίνουν τα πράγματα, έρχεται το επόμενο κομμάτι να σε διαψεύσει, ειδικά όταν μπαίνουν και φωνητικά σε μελωμένα wannabe αισθησιακά R&B της πυρκαγιάς (εδώ έχουν επιστρατευτεί γνωστές -Lalah Hathaway- και πανάγνωστες -Medina Johnson- τραγουδίστριες, στο αρχικό παλιό πλάνο οι θέσεις αυτές προορίζονταν για την Chaka Khan και τον Al Jarreau).
Και ο Miles (για να επιστρέψουμε και στο ανωτέρω ερώτημα του Eno); Που βρίσκεται μέσα σε όλα αυτά; Κατ’ αρχήν… ακούς την βραχνή φωνή του στην αρχή να αναγγέλλει τον τίτλο. Και μετά; Αναζητείται.
O Miles Davis υπήρξε ανέκαθεν ένας… καρχαρίας, ένας δημιουργός που θα έσκαγε αν δεν κινούνταν και δεν άλλαζε, που αναζητούσε διαρκώς το νέο, με ανοιχτά αυτιά, που δεν δίστασε να ενσωματώσει ινδικές και ισπανικές επιρροές, δεν σνόμπαρε ούτε τον ηλεκτρισμό ούτε το ροκ ούτε την ντίσκο (στο ντοκιμαντέρ αποκαλύπτεται βέβαια και ως… δολαριοφονιάς, όταν αναφέρεται ως κίνητρο για την στροφή προς το ροκ το γεγονός ότι με τις συναυλίες είχε δυνατότητες για περισσότερα και πιο άκοπα έσοδα χωρίς να χρειάζεται να κάνει καθημερινά πολύωρα νυχτοκάματα). Γι’ αυτό και άρεσε ακόμη και σε όσους δεν άκουγαν τζαζ, γι’ αυτό και άφησε τέτοια ανεξίτηλη σφραγίδα στην μουσική ιστορία. Και σε όλες αυτές τις αναζητήσεις είχε δίπλα του διαλεγμένα γκρουπ μουσικών, στους οποίους έδινε και ζωτικό χώρο για την δική τους συνεισφορά.
Στο «Rubberband» το χειρότερο δεν είναι ότι η ανάγκη του για το νέο και το επίκαιρο έχει μετατραπεί σε ένα διόλου δημιουργικό άγχος να κρατηθεί και να περάσει σε μια νεότερη γενιά. Εντεινόμενο ίσως κι από ένα αίσθημα, όπως σημειώνει στο ίδιο άρθρο ο Eno, «όπου γινόταν μάρτυρας του παραδόξου να μεγαλώνει η δημοτικότητά του ενώ έφθιναν οι ικανότητές του στην τρομπέτα». Το χειρότερο είναι ότι δεν ακούς καν μια προσπάθεια του ίδιου Davis, μια έστω βροντώδη αποτυχία, μια δοκιμή, μια απόπειρα για ένα ακόμη fusion που πήγε στραβά. Ούτε ο πρώτος θα ήταν ούτε ο τελευταίος, αυτά τα καταραμένα 80s λίγοι μεγάλοι τα πέρασαν αβρόχοις ποσίν. Αλλά εδώ απουσιάζει σχεδόν παντελώς η δημιουργική αλληλεπίδραση, ο διάλογος των οργάνων, η συνομιλία πάνω σε ένα θέμα. Τα σποραδικά φυσήματα του Miles στην τρομπέτα, όσο κι εκφραστικά αν ακούγονται, θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν απλά μιξαριστεί εκ των υστέρων με overdub στο αδιάφορο υπόστρωμα. Και όμως, έτσι έχει γίνει και στην πραγματικότητα. Στα όρια ίσως και της λαθροχειρίας. Τόσο ώστε να δικαιούμαστε να ισχυριστούμε ότι αυτός… δεν είναι δίσκος του Miles Davis.
Κατά συνέπεια, μπορούμε να αποτιμήσουμε και χωρίς τύψεις και με επίγνωση…
(εν τω μεταξύ, διαβάζουμε ότι ο ανιψιός δήλωσε ότι υπάρχει και άλλο υλικό αρκετό για ένα Rubberband Part 2. Δεν θυμάμαι, είπαμε τίποτε για τα σόγια, αυτή την μάστιγα;)