Deep Web
Ένας δίσκος κλειστοφοβικός μεν, ποπ δε, δίνει την αφορμή στον Άρη Καραμπεάζη να περιγράψει -για πρώτη φορά στην βιβλιογραφία- την συμπτωματολογία του ... "Συνδρόμο Barry Adamson"
Είμαι πολύ επιφυλακτικός σε σχέση με την θέση που θα έχει η μουσική του Καναδού Military Genius, τουλάχιστον στο δικό μου μέλλοντα χρόνο ακροάσεων και κρίσεων.
Δηλαδή για συγκεκριμένους λόγους υποψιάζομαι ότι παρά τον όποιο παρόντα ενθουσιασμό, η αποκήρυξη περιμένει κάπου στη γωνία. Και αν όχι αυτή, τότε η συνήθως καλουπωμένη αδιαφορία που επιφυλάσσει η μοίρα (μου) σε κάθε σχεδόν προσπάθεια, συνήθως επιτηδευμένη, να στηθεί και να ακουστεί η pop μουσική κάπως αφαιρετική, κάπως πιο ‘υποψιασμένη’, λίγο δήθεν avant garde, ανυπόφορα κινηματογραφική και κυρίως... σύμμεικτη.
Τα γνωστά στοιχεία στο προκάτ μπλέντερ δηλαδή, που επαναλαμβάνονται εν είδη ποιήματος εδώ κι εκεί: jazz, ψυχεδέλεια, minimal electronica, krautrock (βεβαίως βεβαίως), αφαίρεση - κόντρα αφαίρεση και ‘αποδομημένες ενορχηστρώσεις’ (λες και τα είχαν δομήσει αλλιώς τα τραγούδια στην αρχή και μετά τα κατέστρεψαν επίτηδες δηλαδή). Τα απολύτως κατάλληλα συστατικά για να καλύψει κανείς την αδυναμία του να γράψει ένα pop τραγούδι που απλά να στέκει και ας μην αλλάξει την ζωή (ή έστω την ημέρα) κανενός.
Όχι το τελευταίο, αλλά το πιο τρανό παράδειγμα που ανακαλώ είναι αυτό του Barry Adamson. Μετά την πρώτη solo τριάδα, που τότε σε πραγματικό χρόνο θεωρήθηκε μέχρι και αναθεωρητική των pop κανόνων, η εμμονή περισσότερο στις φόρμες παρά στην ουσία, έχει οδηγήσει σε μία δισκογραφία που εδώ και 25 χρόνια είναι τόσο προβλέψιμα ατμοσφαιρική και μυστηριώδης, που καθιστά μάλλον περιττή σήμερα ακόμη και μία ακρόαση, έστω και αυτού του ‘Moss Side Story’.
Το α-γωνιώδες post punk των Crack Cloud, στους οποίους ο Bryce Cloghesy εκτελεί χρέη κιθαρίστα, είναι θεωρώ μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να ξεκινήσει να ακούει κανείς Pere Ubu, αν (κακώς) δεν το έχει κάνει ήδη από μόνος του. Το αν προσφέρει κάτι παραπάνω, είναι συνδυασμός πολλών παραγόντων με πρώτο την ηλικία του υποψήφιου ακροατή. Αν είσαι πάνω από 20 κάτι, είμαι κατηγορηματικός στο ότι δεν προσφέρει και πολλά.
Ίσως μάλιστα παρά τα πρώτα βιαστικά συμπεράσματα, να έχει κάποια περισσότερη αξία η προσπάθεια του άλλου σχήματος του, των NOV3L να κατανοήσουν τι είναι αυτό που έκανε αιώνια τους XTC να είναι όλο και καλύτερο συγκρότημα όσο απομακρύνονταν συνειδητά από την περιβόητη rock’ n’ roll αλητεία. Συνιστώ περισσότερο το δικό τους άλμπουμ, με τον τίτλο ‘Novel’, από αυτά που κυκλοφόρησαν και τα δύο σχήματα μέσα στο 2019.
Λοιπόν, ο ίδιος τώρα και μέσα σε όλα αυτά είχε κάπου το 2012 ένα σοβαρό ατύχημα. Βασικά έπεσε από ένα παράθυρο λέει, δηλαδή η συνήθης μοίρα του κάθε ψαγμένου ροκ μουσικού, αλλά στην περίπτωση του το παράθυρο έβλεπε για καλή του τύχη σε κάποιο νοσοκομείο και γλύτωσε από τα χείριστα. Κατόπιν τούτου ξεκίνησε να σκέφτεται την μουσική και έξω από τα γκρουπ (με τα οποία βέβαια συνεχίζει, όπως διαπιστώνουμε και παραπάνω) και τις παρέες, που ναι μεν γράφουν ιστορία, αλλά η μοναχική ιστορία του καθενός έχει μεγαλύτερη σημασία ως γνωστόν.
Το 2016 κυκλοφορεί το EP ‘Brave World’, με το τραγούδι ‘Air Force’ να συνοψίζει εκπληκτικά σε τέσσερα μόλις λεπτά, ό,τι ακριβώς θα έκανε σε 30 λεπτά, στο άλμπουμ για το οποίο συζητάμε τώρα, και του οποίου οι ηχογραφήσεις έκαναν τέσσερα χρόνια να ολοκληρωθούν. Για τα υπόλοιπα 9 (και πιο ουσιαστικά και συναρπαστικά) λεπτά του δίσκου, αναφέρομαι ειδικά παρακάτω.
Στο ‘Deep Web’ ήδη από το πρώτο τραγούδι, ο Cloghesy ως Military Genious κάνει πράγματα που για κάποιο απροσδιόριστο λόγο πάντοτε εντυπωσιάζουν και καταδεικνύονται ως αξιομνημόνευτα.
Όπως για παράδειγμα το ότι ξεκινάει με κάτι στατικά χράτσα-χρούτσα, στη συνέχεια παίζει λίγο σαξόφωνο ενώ πρακτικά δεν ξέρει, και μετά από κάτι καμπάνες που τοποθετεί στρατηγικά, εκεί που όλοι περιμένουν να ακούσουν καμπάνες, ακολουθούν haunty μονότονα φωνητικά, αλλά κατά βάση το τραγούδι στηρίζεται (γερά είναι αλήθεια) σε μία καταπιεσμένη μελωδία, που στο τέλος την όποιας κυνικής περιγραφής, την θυμάσαι και μπορείς να την σφυρίξεις/ μουρμουρίσεις (ό,τι κάνει κέφι στον καθένα) μια χαρά.
Αν κάποιος είναι διατεθειμένος να ‘παρακολουθήσει’ την παραπάνω συνθήκη, με διακριτές μεν, αλλά στην ουσία ανεπαίσθητες διαφοροποιήσεις στα επιμέρους σημεία της σε όλη την διάρκεια του, το άλμπουμ του Military Genius είναι μία χαρά επίκαιρη pop πρόταση (καθώς δεν είναι κάτι πέραν τούτου, ούτε jazz electronica, ούτε avant garde pop είναι ασφαλώς), σε μια εποχή που βλακωδώς θεωρείται από τους περισσότερους ότι η σημερινή pop εξαντλείται σε αλλοπρόσαλλες teen pop υπερπαραγωγές, που αν δεν τις συνομολογείς ως ‘ευφυείς’ και δεν τις αποδέχεσαι ως δείγμα ιδανικού zeitgeist, είναι επειδή έχεις γεράσει και δεν κάθεσαι με την νεολαία, και όχι επειδή απλώς πρόκειται για ανόητη μουσική.
Ένας μικρός εκνευρισμός επέρχεται κάπου στη μέση του δίσκου, καθώς στο ‘When I Close My Eyes’ ο φόρος τιμής στους Suicide είναι κάτι παραπάνω από κεφαλικός και αντίστοιχα η αναφορά ως πηγή έμπνευσης, όχι τόσο εγκεφαλική όσο θα έπρεπε.
Παρά ταύτα, το αμέσως προηγούμενο ‘Not Tonite’ είναι ό,τι πιο πετυχημένο σε weird pop ερωτική μπαλάντα μπορεί να ανεχτεί κανείς μέχρι αυτή να γίνει σούπα στο playlist κάποιου ραδιοσταθμού (λέμε τώρα, σε έναν ιδανικό κόσμο), ενώ τα εννέα και κάτι λεπτά του ‘The Runner’ είναι η πιο ισχυρή ένδειξη στο δίσκο αφενός ότι μπορεί τελικά και να μην επαναληφθεί το σύνδρομο Barry Adamson, που λέγαμε παραπάνω.
Σημάδια ικανά για να θεωρήσουμε αυθαίρετα ότι ο Military Genius είναι ο πιο κατάλληλος παραγωγός για την «μένουμε σπίτι ηχογραφώντας» στροφή που πρέπει επιτέλους να πάρει η καριέρα της Madonna, όπως και αν μας βρει όλους μας η επόμενη ημέρα.
Κλειστοφοβική pop. Είτε εκ φύσεως προκύπτει, είτε εξ ανάγκης καταλήγει ως τέτοια, ξέρουμε εδώ και πολλά χρόνια τώρα (έστω από το πρώτο άλμπουμ των Portishead) ότι τουλάχιστον μία γεμάτη τριετία μπορείς να την περάσεις μαζί της. Και οι μουσικές σχέσεις άλλωστε, όπως κάθε σχέση, δεν είναι και για χόρταση.