Out of heaven
Ένα στιβαρό άλμπουμ με συναίσθημα και μουσικότητα. Της Ελεάνας Γαρίνη
"Στο δρόμο να με βγάλεις που ανεβαίνει, για τη δικιά σου κοντινή Αμερική"... μια φορά και έναν καιρό λέγαν οι Τρύπες και οι συντοπίτες Minor Mine έχουν αναλάβει σίγουρα τα ταξιδιωτικά με το φετινό τους άλμπουμ. Η Θεσσαλονίκη κάτι έχει σίγουρα στο νερό και οι μπάντες από εκεί γράφουν τη μικρή ή τη μεγάλη τους ιστορία με πηχυαίους τίτλους.
Μου αρέσει η λέξη που χρησιμοποιούν στην αγγλική για το δεύτερο άλμπουμ: "sophomore". Η ρίζα της, σωστά καταλάβατε, μυρίζει χλαμύδα και Πεντελικό μάρμαρο. Μπορώ λοιπόν να απομονώσω το "σοφό" αφήνοντας το "more" να κάνει το περίσσευμα και να ισχυριστώ ότι μετά την ορμή και την ανυπομονησία ενός ντεμπούτου άλμπουμ έρχεται το καταλάγιασμα σε αυτό που θέλει πραγματικά να πει ένα συγκρότημα και να ξεδιπλώσει με άνεση τις δυνατότητες του.
Στο πρώτο άλμπουμ λοιπόν, δύο χρόνια πριν, οι Minor Mine έθεσαν το ερώτημα "Where they go". Ο δρόμος στρωμένος με αγκάθια: σε κάθε στροφή η παγίδα της αναμέτρησης με γίγαντες όπως οι Gun Club και οι Bad Seeds από τη μια και ο κίνδυνος η σκοτεινιά τους να παραπέμπει στο χαμένο track ενός soundtrack σειράς του Κοκκινόπουλου από την άλλη. Το άλμπουμ προσπέρασε επιδεικτικά τα ψευδοδιλήμματα και το αποτέλεσμα έπεισε. Αν έπρεπε να μαντέψω το μυστικό θα έλεγα πως είναι το μέτρο: οι Μinor Mine βουτάνε σε φολκ-ποστ πανκ- αμερικάνα νερά χωρίς κορώνες, σολαρίσματα και θεατρινισμούς, βουτάνε αθόρυβα και πάνε βαθειά.
Στο δεύτερο άλμπουμ φαίνεται λοιπόν να απαντάνε ευθέως στο ερώτημα του πρώτου τίτλου και η απάντηση είναι "Out of Heaven". Επίκαιρο ίσως για έναν έκπτωτο λαό από την πρότερη επίπλαστη κατάσταση ευμάρειας και εδεμικής ξεγνοιασιάς. Ή απλώς οι Minor Mine αποκρυσταλλώνουν την επιλογή τους για τη σκοτεινή πλευρά του δρόμου και μουσικά αυτό σίγουρα αποτυπώνεται.
Οι συνθέσεις είναι ακόμα λυρικότερες και πλούσιες σε συναισθηματικό φορτίο, σε ταξιδεύουν σε αμερικάνικες λεωφόρους και ερήμους, συναντάνε στο δρόμο παλιούς γνώριμους όπως τον Eugene Edwards αλλά και καινούριους όπως τους Cult of Youth.
Και εδώ στα πολύ δυνατά σημεία είναι η ενορχήστρωση, όπου κάθε όργανο έχει μια ασυνήθιστη για ελληνική παραγωγή οικονομία. Οι ιδέες σε κάθε κομμάτι είναι πολλές και εξελίσσονται αβίαστα, το όργανο δημιουργεί την ατμόσφαιρα και τις εντάσεις, οι κιθάρες τις συντεταγμένες, η τρομπέτα ενίοτε τους χρωματισμούς. Παραγωγός άλλωστε δίπλα στους ίδιους κάθεται ο -στουντιάρχης επίσης- Χρήστος Μέγας που είναι όνομα και πράγμα. Ο ήχος ακούγεται σαφώς πιο απλόχωρος από το πρώτο άλμπουμ. Η φωνή του Κ. έχει τη χροιά και τα σπασίματα που εξυπηρετούν την αφήγηση, και ερμηνεύει με την απαραίτητη θεατρικότητα χωρίς την περιττή υπερβολή. Τα στραμπουλάει βέβαια λίγο τα αγγλικά αλλά δυσκολεύομαι και να φανταστώ πως θα δούλευε ο ελληνικός στίχος με τα Johnny Cash-ικά ριφάκια.
Οι ιστορίες προέρχονται κατευθείαν από το αναγνωστικό της ροκ παραφιλολογίας: φόνος, περιπλάνηση, σωτηρία, πυροβολισμοί, ποταμός, καταιγίδα, ψευδαίσθηση, τυχοδιώκτες... ορισμένα από τα υλικά τους. Όμως μια δεύτερη ανάγνωση στο εδώ και τώρα βλέπει, τη βία, τη σύγχυση, την καθαίρεση των αυτόκλητων σωτήρων, την επιθυμία για δικαιοσύνη ή φυγή, ακόμα και ένα πέρασμα από Harold Pinder και ένα από τα πιο κλειστοφοβικά θεατρικά του. Οπότε μη σας ξεγελάει η φόρμα.
Το άλμπουμ κινείται σε ένα σταθερό ύφος, ξεχωρίζουν όμως κομμάτια όπως το "Gunfire" όπου το From her to Eternity συναντιέται με ένα σχεδόν Χατζιδακικό πιανιστικό πένθιμο ιντερλούδιο ή το "Strangers" όπου ένα δολοφονικό βαλς οδηγείται από την τρομπέτα σε τζαζ καταγώγια, ή το "Can you stop the Earth?" όπου οι Woven Hand συναντούν τους Gallon Drunk.
Και αυτή τη φορά η κυκλοφορία είναι DIY, η χρηματοδότηση προέρχεται από τους ίδιους καθώς και από τους φίλους της μπάντας μέσω της πλατφόρμας indiegogo. Η παντοδυναμία των επισήμων labels έχει εδώ και χρόνια αμφισβητηθεί. Το διαδίκτυο έχει εκτινάξει όμως τις δυνατότητες κυκλοφορίας τόσο σε ψηφιακή όσο και σε φυσική μορφή δίνοντας ελευθερία τόσο στους μη έχοντες την πρόσβαση σε εταιρίες αλλά πολύ περισσότερο σε αυτούς που αμφισβητούν τις κηδεμονίες. Και τίποτα πειστικότερο για τις δυνατότητες αυτής της επιλογής από άλμπουμ προσεγμένα αισθητικά όπως αυτό.
Μέσα σε όλα, να προσθέσω και τα εχέγγυα του Johny Brown των Band of Holy Joy ο οποίος παρουσίασε μαζί τους στη Θεσσαλονίκη το Beuys will be Beuys, μια ζωντανή οπτικοακουστική παράσταση.
Οι Μinor Mine σκαλίζουν τις ρίζες, ξεσκονίζουν παλιούς ήχους και εμμονές, κάνουν την άλλη πλευρά του Ατλαντικού να φαίνεται ένα βήμα μακριά, αλλά κυρίως στήνουν ένα στιβαρό άλμπουμ με συναίσθημα και μουσικότητα.