Where they go
Ευελπιστώ ότι όλη η αντιπαράθεση εννοιών, ρευμάτων και νοοτροπιών που θα ακολουθήσει, ουδόλως θα εκληφθεί ως δήθεν παρελκυστική προς το ίδιο το περιεχόμενο του ντεμπούτου άλμπουμ των Minor Mine. Θα μπορούσα να καθαρίσω στο πεδίο των αναφορών λέγοντας ότι ακροβατώντας προς τα υψίπεδα που χάραξαν οι Sixteen Horsepower, αγγίζουν ήδη χωρίς θρησκοληπτική βοήθεια οτιδήποτε ηχογράφησε ο Edwards μετά από αυτούς, αλλά κάτι τέτοια ωραία κλισέ για να σας πείσουν να αγοράσετε ένα δίσκο, και πάλι, ευελπιστώ ότι παρέλκουν σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ένα άλλο κλισέ λοιπόν που συχνά-πυκνά ακούμε τελευταία είναι το ότι δεν υπάρχει πλέον underground. Τα πάντα, λέει, είτε είναι mainstream, είτε στοχεύουν προς αυτό, είτε ασυνείδητα σπαράζονται από αυτό. Αυτή η ισοπεδωτική ανοησία ξεκινάει από τη λαθεμένη βάση που θέλει το underground να είναι σώνει και καλά ακραίο, προκλητικό και ανατρεπτικό. Οπότε, σου λέει, αφού και τα γαμωσταυρίδια του The Boy γίνονται σημαία της free press παρακουλτούρας, ποιος ο λόγος να μιλάμε για ανεξάρτητη και υπόγεια δημιουργία. Αφού και οι όψιμοι σωτήρες της ανεξάρτητης δισκοβιομηχανίας πλασάρουν, καθώς μαθαίνουμε, τα κατά την κρίση τους "προϊόντα" τους με μεθόδους που θα έκαναν τις χειρότερες των πολυεθνικών να κοκκινίσουν από ντροπή, το να στείλεις τον δίσκο σου μόνο του και ανυποστήριχτο προς το άγνωστο περισσότερο από άσκηση θάρρους, καθίσταται πλέον άποψη και αντίδραση.
Οι Θεσσαλονικείς Minor Mine χωρίς να είναι ακραίοι, προκλητικοί ή με το έτσι θέλω ανατρεπτικοί, σε πείθουν από τις πρώτες νότες του All The Grief In My Heart ότι το παιχνίδι το παίζουν όπως ακριβώς θέλουν. Ηχογραφούν με δικά τους μέσα και έξοδα, χωρίς τις πλάτες εταιρείας και μισθωμένων παραγωγών της αλλοδαπής, ένα άλμπουμ το οποίο στην ηχητική του διάσταση και μόνο, εκθέτει όσους τρέχουν από εδώ και από εκεί μπας και η αύρα κάποιου θρυλικού studio ή οι αναθυμιάσεις μιας πολυκαιρισμένης λυχνίας υποκαταστήσουν το κενό της έμπνευσης τους.
Σαν να ακούς τους Bad Seeds πριν το στάδιο της αυτοκάθαρσης που τους έχει φέρει στα όρια της λύπησης, σαν να ακούς τους These Immortal Souls με οριοθετημένο επιτέλους τον ρόλο του κάθε μέλους της μπάντας. Παρότι όποτε παρεμβαίνουν, πράγματι αναδιατάσσουν το σκηνικό, τον τόνο σοφά επιλέγονται να μην τον δώσουν οι κιθάρες, αλλά το μισαλλόδοξα εκκλησιαστικό πιάνο του Nick (ως Brave εδώ-ο άνθρωπος μας με τα χίλια ονόματα!) που είτε αναθεωρητικά τρομαχτικό, είτε εξειδικευμένα ευάκουστο, παρασύρει την ενορχηστρωτική διάθεση σε αναζητήσεις που υπερβαίνουν την τυπική του rock 'n' roll τάξη. Η δε ερμηνεία του Κ.(υριάκου) σωστά τοποθετημένη, χωρίς έπαρση αποστασιοποιημένη από συναισθηματικές υπερβολές. Ερμηνεία περισσότερο ενός μουσικού που κλήθηκε να παίξει έναν επιπλέον ρόλο, παρά ενός απεγνωσμένου να βυθιστεί σε ένδοξα σκοτάδια performer.
Χωρίς να είναι διατεθειμένοι να χαριστούν στα βίτσια του εξεζητημένου ακροατή, οι Minor Mine κάθε άλλο παρά χαϊδολογάνε τα σημεία αναφοράς του τυχαίου πελάτη σαγηνευτικών τροβαδούρων και νυχτερινών μουσικών διαδρομών, ως είθισται από τότε που οι Calexico κάνουν καριέρα στις πλάτες του Howe Gelb.
Όπως ο ήχος τους, έτσι και το περιεχόμενο των συνθέσεων τους, τραβάει κατά το δικό τους αποκλειστικά δοκούν και εκεί που το οικειοποιείσαι, απαιτεί άμεσα εντονότερη προσπάθεια για να το ακολουθήσεις. Και αν το ρετρό στοιχείο σε νεο-damned μπάντες του τύπου Murder By Death ποντάρει πολλά στη σημειολογία της ορθής καταγωγής, αυτό των ΜΜ υποκαθιστά την τοπική αναρμοδιότητα με έντονη συναισθηματικά φορτισμένη υλική συνοχή. Κανένα από τα δέκα τραγούδια του δίσκου δεν δίνει την εντύπωση ότι μπήκε στο στούντιο τυχαία ένα πρωί και βγήκε εκ του προχείρου ένα απόγευμα. Ακούστε το Where You Belong, πως σχεδόν αρχίζει από την αρχή όταν φτάνει περίπου στη μέση και επιφυλάσσει ένα δεύτερο τραγούδι μες στο τραγούδι. Άλλωστε την τελευταία διετία ουκ ολίγες υπήρξαν οι δοκιμασίες του υλικού τους ενώπιον κοινού και μαρτύρων, σε συνθήκες άλλοτε καλές, άλλοτε καλύτερες, άλλοτε άθλιες, αλλά πάντα με ειλικρινείς αφορμές.
Οι Minor Mine στήνουν και προτείνουν μία εντός των ορίων της λογικής γοτθική χοροεσπερίδα που είτε απασχολείται στιχουργικά με πρωτογενείς αναζητήσεις, είτε παρασύρεται από αυτά που αφήνουν πίσω τους οι έρωτες και η απουσία τους, αρνείται να καταφύγει τόσο σε βαρβαρότητες εντυπωσιασμού, όσο και σε φιλήσυχο κλίμα σαγήνης. Χωρίς να είναι ελιτιστές, είναι σαφώς εκλεκτικοί και ορθά απορριπτικοί απέναντι σε ότι περιττεύει. Χωρίς να οριοθετούνται ταξικά είναι σαφώς αριστοκράτες στις μεθόδους και τις εκφράσεις τους.
Γνωρίζουν ποια είναι η λεπτή αόρατη γραμμή που διαχωρίζει τον πανικό των Gallon Drunk από το λαϊκό κλαψούρισμα των Madrugada και δεν την υπερβαίνουν ούτε στο ελάχιστο. Αναζητούν απεγνωσμένα τους Flaming Stars για ένα εντυπωσιακό double bill και προσφέρουν το τέλειο αντίδοτο σε τύπισες όπως η Ελεάνα Γαρίνη που ακόμη περιμένουν να ενθουσιαστούν με το τελευταίο των Murder By Death και σε τύπους σαν τον Αντώνη Ξαγά, που ψάχνουν πως να γκρινιάξουν για αυτό των Wovenhand.
Το σίγουρο είναι ότι επιβάλλεται να βρεθούν περισσότερα σημεία διανομής από ότι οι live συγκεντρώσεις της μπάντας, προκειμένου αυτό το άλμπουμ να καταλήξει στα αυτιά και στα χέρια όσο το δυνατόν περισσότερων. Καθότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερο δίσκο, που σε αντίθεση με ό,τι είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις φτιάχτηκε για να μπορεί και να υπάρχει λόγος να ακουστεί.