Δεν ξέρω γιατί, αλλά τα πράγματα δείχνουν να σοβαρεύουν όταν εδώ στο MiC έχουμε να μιλήσουμε για ελληνική παραγωγή. Εκτός φυσικά αν υπογράφει ο Γιώργος Κοτσώνης ... Εδώ όμως θα προσπαθήσουμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Αντώνη Ξαγά, για να δούμε αν θα καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε αυτό το κείμενο χωρίς να αναφέρουμε μια συγκεκριμένη λέξη που θα διαβάσατε σε όλες τις κριτικές του ομώνυμου δίσκου των Misuse, τις συνεντεύξεις, τα κάθε λογής κείμενα που εμφανίστηκαν σε κάθε λογής μέσα, τους τελευταίους μήνες. Προβολή θεμιτή, ως ένα βαθμό βέβαια, για ένα γκρουπ που το αξίζει πραγματικά, και για ένα πηγαίο αποτέλεσμα που φανερώνει αγάπη γι' αυτό που κάνουν, πλούσια μουσικά ακούσματα, και ανιδιοτελές τράβηγμα.
Πρώτος δίσκος λοιπόν για μια παρέα παιδιών, εκεί γύρω στα είκοσι οκτώ, που κάνει πραγματικότητα ένα όνειρο ουκ ολίγων χρόνων ενασχόλησης με τη μουσική. Ενασχόληση που στα μέρη μας εμπεριέχει όλες τις δυσκολίες που μπορεί να μαντέψει κανείς, αλλά και τις καλές στιγμές που πολλές φορές αρκούν από μόνες τους να ισοσκελίσουν τις εντυπώσεις. Πρώτος δίσκος, και μάλιστα στην Puzzlemusik του Χρήστου Αλεξόπουλου, που μας κακομαθαίνει τελευταία με τόσες αξιόλογες κυκλοφορίες.
Μια τέτοια είναι λοιπόν και το ντεμπούτο των Misuse. Ένας δίσκος που ξεχειλίζει από τον ήχο από τις δύο αλάνθαστες κιθάρες, το μπάσο που κρατάει τις ισορροπίες, τα ευρηματικά τύμπανα, τα απαραίτητα πλήκτρα, και τα έγχορδα. Στην ηχογράφηση του δίσκου το γκρουπ συνοδεύτηκε από κουιντέτο εγχόρδων υπό την εποπτεία του Κώστα Στεργίου, και την απαραίτητη βιόλα του γνωστού και μη εξαιρετέου Στάμου Σέμση (ποιος δεν θυμάται το "Cairo", τον πρώτο του δίσκο;).
Ακούστε για παράδειγμα το εισαγωγικό κομμάτι Desecid, με διάρκεια που υπερβαίνει τα δέκα λεπτά, και ξεκινάει φέρνοντας στο νου τις κιθάρες των Romans, ή γιατί όχι, των Savage Republic, για να συνεχίσει προσεγγίζοντας μια κλιμάκωση που διακόπτεται από ενδιάμεσους σταθμούς απροσδιόριστων ηχοτοπίων. Η κλιμάκωση θα έρθει στη μορφή μιας σκοτεινής μελωδικής γραμμής παιγμένης από τα έγχορδα, ενώ οι κιθάρες βαδίζουν σε χαρντ ροκ μονοπάτια. Ας πάμε παρακάτω στο Amanzi με το ξεκίνημα από τα πλήκτρα του Κώστα Στεργίου μπροστά, και τις κιθάρες και τα ντραμς να συνοδεύουν λες και βρίσκονται σε διπλανό δωμάτιο, με τα ξεσπάσματα όλων των οργάνων να αποτελούν διάλειμμα μόνο από την κυριαρχία μιας αδιαπραγμάτευτης μελωδίας.
Εδώ ίσως κάποιες αδυναμίες στην παραγωγή παραμονεύουν δειλά, δειλά. Την έχουν κάνει οι ίδιοι, ίσως ένα δεύτερο μάτι (ή μάλλον αυτί!) έφερνε αυτό το κλικ παραπάνω που λείπει από τις ελληνικές παραγωγές, μια από τις πληγές που δεν λένε να κλείσουν.
Είναι στο Way to the seashore που τα πλήκτρα δένουν τόσο αρμονικά με τις κιθάρες, φέρνοντας στο μυαλό τους Silver Mount Zion, για να δώσουν ίσως την κορυφαία στιγμή του δίσκου, και ταυτόχρονα το μεγαλύτερο σε διάρκεια τρακ. Δεν καταλαβαίνεις πότε πέρασαν τα 13 περίπου λεπτά του και θέλεις να το ξανακούσεις ειδικά για το μιντλ σέξιον που τολμάει να φτάσει μέχρι την απόλυτη σιωπή (στην ακτή ίσως;).
Υ.Γ. Αντώνη, είμαστε 1-1, κατάφερα να τελειώσω τo κείμενο χωρίς να αναφέρω τη λέξη post rock!