Reprise
«Αν κάποιος μου ξαναπεί ότι τα πράγματα δεν έχουν ψυχή, θα τον βάλω ν’ ακούει αυτό το βινύλιο μέχρι να ματώσουν τ’ αυτιά του». Του Χρήστου Αναγνώστου
Η σχέση μου με τον Moby ξεκίνησε όταν ένας φίλος, μου έδειξε έναν αδύνατο τύπο με ξυρισμένο κεφάλι να κοπανιέται στο βιντεοκλίπ του ‘Go’. Συνεχίστηκε στο live του στο Rock of Gods στην Δραπετσώνα και εδραιώθηκε όταν ο ξάδερφος (αυτός που έχουμε όλοι) μου έκανε δώρο το ‘Animal Rights’ στα γενέθλια μου. Ήταν το πρώτο mail order που πήρα στην Αγγλία όταν η Mute ξεπούλαγε τα μπλουζάκια του ως "τελειωμένου" καλλιτέχνη. Επίσης είμαι σίγουρος ότι κάπου έχω αναφέρει ξανά την ιστορία με τον πατέρα μου να φοράει το "I like to score" μπλουζάκι (δώρο μου) στην δουλειά και οι υφιστάμενοι του να ψιθυρίζουν ότι ο μάνατζερ είναι πολύ cool άτομο.
Τον Moby τον εγκατέλειψα κάπου στο ‘Play’ και το ‘Hotel’ το άκουσα και δεν το άκουσα. Συνέχισα να τον παρακολουθώ από "μακριά" που λέμε και ενώ μουσικά οι σχέσεις μας είχαν παγώσει αναθερμάνθηκαν με τις βιογραφίες του. Σε τέτοιο σημείο που σκέφτηκα να του στείλω ένα email να του πω να μην νοιώθει ο πιο μόνος άνθρωπος στον πλανήτη. Κάτι που φυσικά ποτέ δεν έκανα. Και έτσι κυλούσαν οι ζωές μας παράλληλα μέχρι που ήρθε το ‘Reprise’.
Την διαφήμιση του δίσκου την είδα στο timeline μου στο Facebook και σκέφτηκα αμέσως ότι πρόκειται για αρπαχτή. Μετά είδα κόσμο να τον ανεβάζει στα διάφορα βινυλιογκρούπ που παρακολουθώ και σκέφτηκα "α τα θύματα, ξαναζεσταμένο φαΐ αγοράζουν" και μετά τον άκουσα. Κάπου εκεί άρχισα να ψάχνω ν’ αγοράσω τον δίσκο και είδα ότι δεν υπήρχε ή ότι ήταν αρκετά τσιμπημένος πλέον σε τιμή. Έφτασα σε σημείο να υποσχεθώ στον εαυτό μου ότι δεν θα γράψω το review αν δεν έχω ακούσει το βινύλιο. Δεν είχε νόημα να γράψω τίποτα αν δεν ήμουν 100% σίγουρος για το αναλογικό αποτέλεσμα του ήχου. Ε και πλέον είμαι. Το πως απέκτησα τον δίσκο ενδιαφέρει μόνο εμένα άντε και κανέναν οικείο μου, το πως μου φάνηκε όμως υποθέτω και σας για να διαβάζετε το review.
Στα τυπικά ο δίσκος είναι ένα best of με τα απαραίτητα b-sides εκτελεσμένα όμως από συμφωνική ορχήστρα και με την ένδειξη Deutsche Grammophon επάνω του, που για κάποιους είναι σφραγίδα ποιότητας και για άλλους δικαιολογία για υπερτιμολόγηση. Ο καλλιτέχνης δεν συμμετείχε στην ηχογράφηση της ορχήστρας, τους έστειλε τις συνθέσεις και τις παίξανε. Έπειτα αυτός τα μίξαρε όλα στο studio όπως συνηθίζει.
To ‘track by track analysis’ σε αυτή την φάση θα δώσει την θέση του στο ‘side by side’. Έχουμε 2 δίσκους άρα τέσσερις πλευρές ν’ ακούσουμε και ν’ αποτυπώσουμε τις εντυπώσεις μας.
A side - 4 tracks
Η πρώτη πλευρά, η πιο δύσκολη, αυτή που θα σε κάνει να συνεχίσεις ή να μετανιώσεις για το καινούργιο σου απόκτημα. Πόσες οι φορές που έμεινες σε αυτή ή που εξαιτίας της πήγες με βαριεστημένη ανυπομονησία στην δεύτερη; Εδώ σε κάνει να ψάχνεις για μια επιπλέον κόπια του δίσκου να την έχεις να περιμένει στο δεύτερο πικάπ (τι; εσείς μόνο ένα έχετε;). Είναι τέτοια η ευχάριστη έκπληξη του ‘Everloving’ που θες απλά να είσαι έτοιμος να ακούσεις την συνέχεια χωρίς διακοπές. Στο ενδιάμεσο βάζεις και ένα αναψυκτικό γιατί ΟΚ, Moby ακούμε ανάλαφρα πράγματα, μέχρι τζιν με σόδα τραβάει. Το σούπερ χιτ (‘Natural Blues’) φέρνει την απογείωση με νέα κρουστά, ξαφνικά βρισκόμαστε όλοι στην εκκλησία των Blues Brothers τραγουδώντας και χορεύοντας γκόσπελ. Σε κάνει να θέλεις να αφαιρέσεις τα φωνητικά και να ακούσεις γυμνή την απόδοση της ορχήστρας. Μιλάμε για ένα κομμάτι που το original στην κυριολεξία δεν ήθελα να το ξανακούσω στην ζωή μου και παρόλα αυτά σ’ αυτή την εκτέλεση με καλύπτει απόλυτα. Ακολουθεί η μόνη παραφωνία του δίσκου κατ’ εμέ, το ‘Go’. Αν ήταν CD θα το έκανα εύκολα σκιπ, όχι γιατί δεν είναι καλή η εκτέλεση και η ενορχήστρωση, απλά επειδή για μένα είναι πολύ ethnic το αποτέλεσμα, με την ευρεία έννοια της λέξης. Τα έγχορδα στο κλείσιμο το βοηθάνε πολύ αλλά και πάλι δεν μου κάθεται. Κάπου εδώ αρχίζει και η ανάβαση (‘Porcelain’). Λίγο σαν να πέφτεις στην κουνελότρυπα (λέξη και αυτή), λίγο σα να βγάζεις τα φτερά του Little Idiot, το παραλήρημα του μουσικού έργου έχει πλέον ξεκινήσει.
Β Side - 3 tracks
Αλλάζω πλευρά και ο δίσκος στα χέρια μου νοιώθει ήδη πιο βαρύς. Η βελόνα έχει γίνει αλέτρι και χαράζει σωθικά. Δεν ρωτάει τίποτα, δεν την ενδιαφέρει η διαδικασία της πτώσης έχει ξεκινήσει και απλά σε συμπαρασύρει. Σαν φίλος σε ερωτική απογοήτευση σου μιλάει για το πως δεν θα το ξανακάνει, δεν θα ονειρευτεί, δεν αγαπηθεί, δεν θα αφεθεί, δεν θα ζήσει. Όλα είναι μάταια και τα χέρια σου αρπάζουν το μπουκάλι με το ουίσκι. Δεν θες πάγο, δεν θες τίποτα άλλο, νιώθεις το κάψιμο της πρώτης γουλιάς να κατεβαίνει στο λαιμό σου και περιμένεις απλά να μην νοιώθεις, έλα όμως που δεν γίνεται. Μετά το μελωδικό χάιδεμα στο διασκευασμένο ‘Heroes’ του Bowie όλα σβήνουν και με το κινηματογραφικό “God Moving Over the Face of the Waters” είναι σαν να νοιώθεις την ορχήστρα να σε ταξιδεύει πάνω σ’ ένα μουσικό roller coaster αφήνοντας σε να χαθείς για λίγο πριν την όποια (μουσική/ψυχική/συναισθηματική) ανάταση. Τα φυσικά όργανα κάνουν αυτό το κομμάτι τόσο ζωντανό και παράλληλα τόσο σοβαρό και απόμακρο που ακόμη αναρωτιέμαι αν θα μπορέσω να ξεφύγω από τη μουσική του παγίδα. Στέκομαι στο ενδιάμεσο και κοιτάω τον δίσκο να γυρίζει στο πικάπ αναμένοντας την επόμενη δόση ή έστω την λύτρωση του τέλους αυτής της πλευράς για ακόμη μια φορά. Νοιώθω ήδη φορτισμένος και έχουμε άλλες δύο ν’ ακούσουμε. Δεν ξέρω αν πρέπει να συνεχίσω ή απλά να ξαναπαίξω την ίδια. Αυτήν είναι η μαγεία στην συγκεκριμένη περίπτωση, η συμμετοχική διαδικασία ακρόασης που παλιότερα την αφήσαμε γιατί μας κούραζε και τώρα μας γοητεύει.
C Side - 3 tracks
Και κει που περιμένεις κάτι να σε ανεβάσει να σου δώσει μια διέξοδο ή έστω μια ανταμοιβή που σηκώθηκες από τον καναπέ να βάλεις τον δεύτερο δίσκο, το “Why does my heart feel so Bad?” πέφτει πάνω σου σαν γρανιτένια ταφόπλακα. Ένα κομμάτι που έχεις ακούσει κάπως κάποτε για εκατοντάδες φορές, που πραγματικά το μισούσες στα early 00s, τώρα δε σ’ αφήνει να ξεκολλήσεις. Ο Mobys όπως έχω ακούσει να τον λένε, δε θέλει να ξεφύγουμε και μας υπενθυμίζει ότι όταν το συνέθεσε αυτό ένοιωθε χάλια και κάτι από εκείνη την περίοδο τον συνοδεύει για όλη του την ζωή, έτσι και μεις δίνουμε χώρο στην μαυρίλα μας όση και αν είναι αυτή και την αφήνουμε να μας κατασπαράξει. Κάπου εκεί εμφανίζονται ένας Sir και ένας κύριος. Ο πρώτος (Kris Kristofferson) ένας απλά ζωντανός θρύλος συνοδεύει τον κύριο Lanegan σε μια ακόμη κατάθεση ψυχής του Monsieur Moby. Δεν συμπαθώ τον Lanegan (κυρίως λόγω ενός μετρίου live στο Λονδίνο) αλλά δεν σημαίνει ότι δεν τον ακούω κιόλας. Οι δυο φωνές εδώ ακουμπάνε την θρησκευτική πλευρά και σαν "καταραμένοι" ιερείς σου διδάσκουν την κατά Moby Αγία Γραφή. Ανάψτε λοιπόν ένα κεράκι για να βγει και αυτή η νυχτιά, που οι ψυχές μας αλυχτάνε στο σβηστό φεγγάρι σαν γέρικα σκυλιά.
Κάπου εδώ βάζουμε το τρίτο ουίσκι και πίνουμε την πρώτη γουλιά αναμένοντας άλλο ένα συναισθηματικό χαστούκι σκότους. Η ψύχη πονάει πλέον από το πολύ μπες βγες και θέλουμε απλά να την ξεριζώσουμε για να μην υποφέρουμε άλλο. To τρίτο track όμως είναι ένα pop χάδι μεταφρασμένο σε slow tempo. Είναι η ελπίδα που περιμέναμε, το κάτι που νοιώθαμε μικροί όταν ακούγαμε κλισέ τραγούδια όπως το ‘We will rock you’ των Queen και σιγοτραγουδούσαμε χωρίς να ξέρουμε γιατί. ‘We are all made of Stars’ λοιπόν και με την μουσική σανίδα του δημιουργού γλιστράμε πάνω στα κύματα και το ουίσκι έχει μεταμορφωθεί σε κοκτέιλ αναμένοντας την τελευταία πλευρά. Την οποία βάζουμε να παίζει εν ριπή οφθαλμού. Βλέπεις όπως και με τα καλά βιβλία δεν θες να το τελειώσεις, αλλά δεν μπορείς να κρατηθείς κιόλας να μην το διαβάσεις.
D side - 4 tracks
Όπως ακουμπάει η βελόνα αρχίζει και ο χορός (‘Lift me up’). Δεν θες να κάτσεις ξανά σ’ αυτόν τον καναπέ της θλίψης, τα χέρια σου είναι ανοιχτά σε σχήμα V προς τον ουρανό και βιώνεις την ανάταση. Αν κάποιος μου ξαναπεί ότι τα πράγματα δεν έχουν ψυχή θα τον βάλω ν’ ακούει αυτό το βινύλιο μέχρι να ματώσουν τ’ αυτιά του. Δάκρυα χαράς τρέχουν πλέον από τα μάτια σου και αναζητάς τα λιβάδια από την μελωδία της ευτυχίας για να αρχίσεις να τρέχεις. Είσαι πλέον ελεύθερος, το δικό σου αντικαταθλιπτικό (η μουσική) έπιασε και ευτυχώς είναι φυσικό και η διάρκεια του πραγματική και όχι πλασματική. Αιωρείσαι πλέον, βλέπεις τα κτίρια από ψηλά και ουρλιάζεις τους στίχους του κομματιού μαζί με τους 200 τραγουδιστές που συμμετέχουν σ’ αυτό. Τίποτα δεν θα σε ρίξει πια, η ζωή είναι δική σου. Λίγο πριν τη μέση έρχεται ένα δίλεπτο ερωτικό διάλλειμα, κάποιος να σε πάρει αγκαλιά να σε χαϊδέψει και να σε ηρεμήσει και να σου υπενθυμίσει ότι σχεδόν έφτασες σπίτι. Εκεί που σ’ αγαπάνε σε θυμούνται και σε θέλουν (ή τουλάχιστον έτσι πιστεύεις), στην παιδική ηλικία που δεν έζησες αλλά αναπολείς σαν μεγάλο μικρό παιδί, που θα ήθελες να τα βιώσεις όλα μέσα από το πρίσμα του αγαπημένου σου σήριαλ. Πριν από την ρεαλιστική σκληρότητα του διαδικτύου, τότε που τα γυάλινα όνειρα ήταν ανέγγιχτα αλλά πλασματικά εφικτά. Wake up we are lmost home, όποιο και αν είναι αυτό. Απλά το ‘χουμε ανάγκη γιατί όλοι θέλουν μια φωλιά να ονειρευτούν. Όσο κλισέ κι αν ακούγομαι, τελικά μερικά από αυτά μας τρέφουν. Φτάνοντας πλέον στο τέλος είμαστε καλά, πιο ανάλαφροι αλλά και ξαλαφρωμένοι παράλληλα. Ότι έχει μείνει από την ψυχή μας έχει βιδωθεί στην θέση του πιο δυνατό και με τις πληγές του καυτηριασμένες πλέον. Ξημερώνει ένα καλιφορνέζικο πρωινό σαν και αυτά του Χόλυγουντ (που δεν υπάρχουν) αλλά τα έχουμε ανάγκη για να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε. Διαλέγουμε μέσο (σανίδα του σερφ, σκέητ, μηχανή, κάμπριο) και προχωράμε στην επόμενη πίστα της ζωής σαν ρετρό videogame των late 80s τότε που τα γραφικά ήταν ξεκάθαρα αδύναμα και ψεύτικα αλλά άφηναν άπειρο χώρο στη φαντασία μας να γεμίσει τα κενά.
Βλέπετε, καλός ο ρεαλισμός αλλά σ’ αυτό τον δίσκο δεν μας χρειάζεται. Αυτή είναι η δύναμη του. Μας αφήνει να τον φανταστούμε και να τον ζήσουμε όπως θέλουμε. Κάτω από άλλες συνθήκες θα μιλάγαμε για έναν δίσκο ο οποίος απευθύνεται σε παλιμπαιδίζοντες σαραντάρηδες, αλλά δεν είναι έτσι, εδώ ο Μoby ξαναγεννά την κλασική μουσική, όσο ύβρις και αν ακούγεται αυτό. Μπορεί η βαθμολογία να φαντάζει υπερβολική για δίσκο τέτοιου τύπου, αλλά τον βαθμό τον έκοψα μόνο και μόνο για το ‘Go’ το οποίο δεν μου ταιριάζει μέσα στο υπόλοιπο σύνολο, αλλά όπως αφήνει να εννοηθεί και ο δημιουργός στο εσώφυλλο, είναι το πρώτο του παιδί και δεν θα μπορούσε να λείπει από την οικογένεια. Θα ήθελα να πω ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που ασχολούμαι με τον Moby, ότι τελείωσε και ότι αυτά είναι mainstream ακούσματα που τα ‘χω αφήσει πίσω μου. Αλλά τελικά ο δημιουργός δεν μ’ αφήνει και πιστεύω οι δρόμοι μας θα ξανασυναντηθούν. Ποιος ξέρει, ίσως στο επόμενο βιβλίο του. Α, και by the way προφέρεται "ρεπρίζ" και ας μην το καταλαβαίνει ο πωλητής στο πολυκατάστημα που τον ζητάς.
Modern Classics - Moby = 0-1