Παρά το προφανές δύσκαμπτο του προϊόντος της συνθετικής τους δεινότητας, που καθιστά αναπόφευκτο το ότι μόνο αριθμομνήμονες και λάτρεις της εικονομετρίας είναι αυτοί που σιγοψιθυρίζουν στο δρόμο τραγούδια των Modest Mouse, για πολλά χρόνια αποτέλεσαν τη μοναδική λύση στην ανυπαρξία καλού εναλλακτικού κιθαριστικού ήχου από την απέναντι πλευρά. Μετά την επέλαση των Καναδών, το έργο τους είναι πλέον πιο δύσκολο και ο ανταγωνισμός σκληρός. Το hype των ημερών είναι υπέρ τους όμως, και τρία χρόνια μετά το οριακό Good News For People Who Love Bad News είναι αρκετά για να φουλάρουν τη μηχανή με άγχος και να καταστήσουν το παιχνίδι της έμπνευσης υποχείριο του καθολικού ελέγχου της complex-rock φόρμας που υπηρετούν εδώ και πάνω από μια δεκαετία.
Ήταν που ήταν προβληματισμένος ο Isaac Brock με όλα αυτά... θυμήθηκε ότι έχει να παίξει και τις κιθάρες του νέου δίσκου και τα πήρε κανονικά στο κρανίο. "Καταραμένο τρίο! Το διαλύω το παλιο-συγκρότημα... βαρέθηκα", μονολόγησε και ενώ άνοιξε την Χρυσή Ευκαιρία της Ανατολικής Issaquah να βρει να αγοράσει κανένα cabriole των 60s και να κόβει ανέμελος τις βόλτες του ως γνήσιος indie rock βετεράνος, διαβάζει τη γνωστή αγγελία που έχει δημοσιεύσει ο Johnny Marr σε όλες τις Χρυσές Ευκαιρίες του δυτικού κόσμου, της Αφρικής, της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας ("έγραψα και έπαιξα τις κιθάρες στο How Soon Is Now-ορκίζομαι ότι έχω παρατήσει την φυσαρμόνικα-αν είσαι Βρετανός και γράφεις καλούς στίχους μη μπεις στον κόπο να μου απαντήσεις") και είπε να το κάνει το ψυχικό. Κάπως έτσι, τέλος πάντων, οι Modest Mouse έχουν επιτέλους την ευκαιρία να δοξαστούν στο πιο κατάλληλο ever timing του παθιασμένα εναλλακτικού γολγοθά τους.
Με ένα σατυρικό blues ξεκινάει το άλμπουμ και αν ήμουν εντελώς ξεδιάντροπος θα έλεγα ότι ο Tom Waits αναλαμβάνει φωνητικά στους Pavement, επισημαίνω όμως, ότι το αφόρητο ήθος του γκρουπ και η τάση του να "παιδεύει" τη μελαγχολική μας διάθεση είναι που και πάλι θα οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα. Αμέσως μετά, το Dashboard σε ρόλο υποψήφιου σουξέ, με τον Johnny Marr να θεωρεί ότι αφού ήρθε στην Αμερική πρέπει σώνει και καλά να παίζει σαν να είναι στην E-Street Band και τον Isaac να μετανιώνει προς στιγμή για τη μεγαλοψυχία του (άσε που κάνει και back vocals, ο θρασύς!). Με την ώρα, κατανοείς ότι πρόκειται για το λιγότερο σκοτεινό άλμπουμ των Modest Mouse μέχρι σήμερα και σκέφτεσαι ότι ο Calvin Johnson θα έκανε το στούντιο γυαλιά-καρφιά αν έμπαινε μέσα και τους άκουγε να "ξερογλείφονται" με τις χάρες του συμφωνικού ροκ (Florida). Εδώ να πω ότι ο Dave Friddman είναι ένας αισχρός εγκληματίας της indie rock αισθητικής και να συνεχίσω.
Πώς να το πάρει κανείς τώρα που το αριστούργημα του άλμπουμ έχει τον τίτλο Spitting Venom και διαρκεί οχτώ ολόκληρα λεπτά και είκοσι εννέα ακόμη ολόκληρα δευτερόλεπτα. Είναι σα να ακούς τρία ιδανικά indie pop singles σε ένα. Μέχρι το 01:30 μια μινιατούρα των Beat Happening υπογραμμίζει ότι τα πράγματα είναι απλά και ούτως καλό είναι να τα αφήνουμε, από εκεί και μέχρι το 03:20 αποφασίζεις ότι οι Καναδοί επαρχιώτες που πάνε κατά ντουζίνες... αιωνίως Καναδοί θα είναι και ότι η τέχνη του underground shouting θα είναι αιωνίως αμερικάνικη υπόθεση. Μέχρι το τέλος τώρα του τραγουδιού, μπορείς να θυμηθείς ότι υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία οι Flaming Lips ήταν πραγματικά συναρπαστικό συγκρότημα. Στο ενδιάμεσο, φτιάξε και έναν καφέ για να περνάει η ώρα...
Με τους Modest Mouse λοιπόν, να ηχογραφούν μετά από δεκατρία χρόνια ύπαρξης τον (δεύτερο) καλύτερο δίσκο της καριέρας τους, με τον Johnny Marr να ηχογραφεί καλό άλμπουμ έπειτα από είκοσι χρόνια και με τους Arcade Fire πανέτοιμους να κατακτήσουν τον κόσμο, έχω την αίσθηση ότι είναι η πρώτη φορά ever που χωρίς καμία βοήθεια από το hard rock και το έγκριτο metal, η ατόφια εναλλακτική rock αισθητική -ηχητική και νοοτροπία- είναι πανέτοιμη να υπερβεί τα ασυνείδητα στεγανά αυτής και να αγκαλιάσει επιτέλους ολόθερμα το mainstream και οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται. Άντε να δούμε...
Με τιμή,