Monaco, Saint Etienne, Kent, Bradford, Aberdeen ... όπου ακούς ονοματεπόλιμα ετοιμάσου για light ποπ επιδρομές. Είναι όμως οι Monaco ένα συνηθισμένο ποπ γκρουπ; Καταρχήν είναι ντουέτο· και πραγματικά κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον συμβαίνει με τα ντουέτα τα τελευταία χρόνια. Ο άλλος είναι ο νεαρός David Potts · έπρεπε βλέπετε το άλλο μισό να είναι από τη γενιά των 00ς για να δέσει εχμ -πως το λένε οι απανταχού δελτιοτυπάδες - «το χθες με το σήμερα»... Ο ένας όμως ποιος είναι;
Όταν πρωτακούσαμε το πρώτο τους LP «Μusic for pleasure» δεν χρειάστηκε να μάθουμε ότι ο Peter Hook είναι η ραχοκοκαλιά του φιλόδοξου ντούου - ο ήχος πρόδιδε αν όχι κάποιον από τους Νew Order, σίγουρα έναν από τους πιστότερους φαν. Έτσι κι εδώ: ακόμα κι αν κάποιος από σας δεν τα πάει καλά με τις φάτσες (ποιόν μου θυμίζει, ποιόν μου θυμίζει) η ημικυκλική εισαγωγή, οι χαρακτηριστικότατες πια μπασσογραμμές, η πλουμιστή κημπορντοποιϊα, το άψογο παρακμιακό βρετανικό 80άρικο ντίσκο είναι εδώ. Ή για να το θέσουμε αλλιώς, πιθανώς εδώ έχουμε σοβαρές πλέον αποδείξεις του ποιος κρυβόταν πίσω από τον αρχιτεκτονημένο ήχο των New Order.
Σκεφτήκαμε όμως ποτέ γιατί ο απόηχος των Νew Οrder ακόμα και σήμερα είναι και νοσταλγικός και άμεσα αποδεκτός; Ίσως επειδή δε λέμε να ξεχάσουμε ότι οι Νew Order ήταν σπλάχνο απ' τα σπλάχνα των Joy Division. Πως να το κάνουμε, αλλιώς ακούγεται το «χαρούμενο» τραγούδι από μια «βασανισμένη» ψυχή, αλλιώς καρφώνεται μέσα σου ένας αισιόδοξος ή τρυφερός ήχος από κάποιος που ξέρεις ότι έχει περάσει τις επτά κολάσεις. Γι' αυτό και ήταν πάντα διαφορετικό τον να ακούς για παράδειγμα μια μπαλλάντα από τους Psychic TV κι αλλώς ας πούμε από τον Elvis Costello. Ή σκεφτείτε το αλλιώς: αν το Perfect Day το έλεγε ο Elton John και όχι ο Lou; Οι Νew Order είναι το σχήμα που βγήκε από τον εφιάλτη του Ian Curtis και στάθηκε ψηλά, καλά και αλλιώς. Αυτό επηρέασε αυτούς αλλά επηρέασε και εμάς· χαρακτήρισε και τον ήχο τους αλλά και αυτό που νομίζουμε εμείς ότι ακούμε. Πρόκειται λοιπόν εδώ για μια γυαλιστερή άποψη περί New Order 2000. Σύγχρονη όμως: περιλαμβάνουν όπως πάντα υποδειγματικά electronic dance pop tunes όπως το "It's a boy" ή το "I've got a feeling" - άλλωστε το έκαναν και με το προηγούμενο (θυμίζω: "What do you want from me?", "Sedona", κ.α.), δε ξεχνούν και τον παλαιότερο ήχο (όπως το "Black Rain" με το μπασσήμα κατατεθέν τους) αλλά επιτρέπουν και λικνιστικό μπητ στο "Bert's theme", ονειρικές ατμόσφαιρες στο "Α life apart", και μέλλοου electronica απ'τη γη της Θεσπεσίας ("Marine"). Όχι ότι δε λείπει και η ελαφρότητα (παρατηρήσατε ότι είναι η πιο πιστή φίλη ολονών;). Για παράδειγμα, χορευτικές σκοπολογίες όπως το "See saw" θα μπορούσαν να λείπουν (δε χρειαζόμαστε υποκατάστατες μπάντες τύπου Jimmy Somerville).
Αλλά τι σημασία έχει; Η ατέλεια και η ψεγαδιασμένη πολυτέλεια ενυπάρχει ούτως ή άλλως σε αυτές τις μουσικές. Παύουν να είναι σφιγμένοι; Όχι· εδώ συνυπάρχει κοσμοπολιτισμός, ηδονισμός μα και η γνώριμη τους βρετανική μελαγχολία, ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτού του ιδιώματος. Το καμιόνι της μελαγχολίας είναι πάντα παρκαρισμένο απ' έξω, όπως έλεγε και ξανάλεγε ο Ντέηβιντ Μακ Νιλ στο «Όλα τα μπαρ της Ζανζιβάρ». Γυρίστε και το οπισθόφυλλο για να δείτε - άδειος ο σταθμός. Μετά ξαναγυρίστε και χαζέψτε τους στο εξώφυλλο, υποκρινόμενους τους αδιάφορους στο αψεγάδιαστο μεταμοντέρνο σκηνικό. Δείτε τον Peter - το γνωρίζω καλά αυτό το βλέμμα...