Cliche
Παρότι την κατανοώ ποτέ δεν την αποδέχτηκα την άποψη περί των δίσκων που θέλουν πολλές ακροάσεις για να αποκαλυφθούν στον ακροατή τους... και λοιπά ινδοαποκρυφιστικά. Ο δίσκος είτε εύκολος, είτε δύσκολος την αλήθεια του θα στην πει με τη μία. Και αν δεν στην πει και εσύ συνεχίζεις να τον ακούς, τότε μάλλον ψάχνεις να την εφεύρεις, οπότε ίσως και να μην υπήρξε ποτέ ως τέτοια.
Εκ του αντιστρόφου, ποτέ δεν με ενόχλησαν οι δίσκοι με τους οποίους ενθουσιάστηκα για λίγο καιρό και έπειτα τους παράτησα για πάντα. Ίσα- ίσα, είναι μάλλον αυτοί που έχω ευχαριστηθεί περισσότερο και με έναν τρόπο έχουν χαρακτεί καλύτερα από τα "αριστουργήματα στα οποία πάντα επιστρέφεις". Έχω να ακούσω το ντεμπούτο των Elastica σχεδόν 15 χρόνια, το ξέρω όμως από έξω και ανακατωτά και δεν θυμάμαι να έχω περάσει καλύτερα με πολλούς ακόμη δίσκους, κι ας πρόκειται για ένα εξώφθαλμα εφήμερο και της ξεπατικώσεως αριστούργημα. Είναι πάντως αριστούργημα.
Κάπως έτσι και με το Cliche των Πατρινών Monovine. Θέλεις πολύ να αναφερθείς σε αυτό χωρίς να χρησιμοποιήσεις τη λέξη grunge, αλλά θα πρόκειται για αισχίστου είδους εξυπνάδα. Σκέφτεσαι να κάνεις ένα κολάζ από τις κριτικές των αριστουργημάτων του είδους, αλλά τελικά δεν είσαι τόσο άθλιος τύπος. Δεν μπορείς να το ξεκολλήσεις από το CD Player του αυτοκινήτου και υποψιάζεσαι ότι μόλις κορεστεί ο ενθουσιασμός δεν θα ξαναασχοληθείς μαζί του. Ε, και τι έγινε; Μην μου πεις τώρα ότι ακούς κάθε μέρα το My Brother The Cow, θα είσαι σίγουρα μεγάλος ψεύτης. Επί της ουσίας μόλις τώρα ήρθαμε, διότι (ευτυχώς για όλους μας) οι Monovine συντάσσονται στην απ' εδώ μεριά του Grunge και δεν τους απασχολούν οι ψυχεδελικές φιοριτούρες και τα κρυπτομεταλλικά κοψίματα.
Το οποίο σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με ατόφιο rock 'n' roll παλιάς κοπής μεν, φρέσκιας πνοής, δε. Με τραγούδια όπως το Morphine, γεμάτο από ευπώλητα στιχάκια και γοργά ριφάκια, δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Αν είσαι λίγο πάνω από τα 30 και δεν σε συγκινεί ό,τι ακούς, είτε υπήρξες εμμονοληπτικά βρετανόφιλος στην εφηβεία σου και μάζευες ευλαβικά όλα τα νούμερα της Sarah από το 1 έως το 100 (συνεπώς λέγεσαι Γιώργος Μπέγκας), είτε πήγαινες τα απογεύματα του Σαββάτου στο Bell Air, αντί να την βγάζεις από τις 9 στην πρώτη βάρδια του Berlin (οπότε δεν ξέρω το όνομα σου). Να τραβιόσουν στα ελληνάδικα το αποκλείω, γιατί δεν θα διάβαζες τώρα αυτές εδώ τις γραμμές.
Συνεπώς οι Monovine είναι η μπάντα που έρχεται να ενώσει τους διχασμένους για την υπεραξία των Baby Guru, όσους ντρέπονται να παραδεχτούν ότι τους αρέσει η Monika και όσους αναρωτιούνται ποιες θα είναι οι συνέπειες αν ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει ο Larry Gus. Εδώ νομίζω συναντιόμαστε οι πάντες όσοι από ένα σημείο και μετά στην ερώτηση "τι μουσική ακούς;" ήμασταν η πρώτη γενιά που απάντησε "εναλλακτικό" και όχι "ανεξάρτητο" ροκ... Μια αυθεντική ροκ γενιά δηλαδή που όμως ξεπήδησε μέσα από το MTV, που παρότι όλοι τότε μας έλεγαν πόσο κακό και βδελυρό είναι, σήμερα όλοι μαζί αναπολούμε τις χρυσές μουσικές του ημέρες.
Ακριβώς στην καρδιά του δίσκου έχουν τοποθετήσει έξυπνα το Hush Now Hush, ένα λυτρωτικά Velveti-ικό (βελβετικό κεηλικό όμως, όχι βελβετικό λουρηντικό) διαμάντι, σε ρόλο ανάσας πριν από το και πάλι ξέφρενο δεύτερο μισό. Ως καλύτερο του δίσκου έχω την αίσθηση ότι μένει να είναι το πιο απλό τραγούδι: το Away δεν κουβαλάει τίποτε περισσότερο από τα βασικά. Ξεκινάει όπως κάθε καλό τραγούδι των Nirvana και συνεχίζει όπως κάθε καλό τραγούδι γενικώς. Ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν αφαιρείται από την αφοπλιστική αφέλεια του στίχου "this time of year, I want to dissapear...", αλλά την τιμάει με μία τελική πτώση στις ταχύτητες των Wipers, που έρχεται και δένει το πράγμα από παντού.
Όλες οι συνθέσεις είναι σωστές και γεμάτες, πουθενά δεν απουσιάζει το groove, οι στίχοι δεν έχουν γραφεί στο πόδι, αλλά τουλάχιστον σε εμένα μοιάζουν σαν να γράφτηκαν "στην πρόβα" πράγμα ιδανικό για τέτοιες μουσικές καταστάσεις, και στο τέλος απανωτών ακροάσεων σου μένει η αίσθηση ότι οι Monovine είναι οι Last Drive των δύο τελευταίων δίσκων, χωρίς τα λάθη, το μπέρδεμα και την περισσή σοβαροφάνεια.