Dangerous: The Double Album
Είναι 'επικίνδυνος' ο συνδυασμός grunge με country; Επιτυχημένος εμπορικά είναι, αν κρίνουμε από το τι συμβαίνει στην Αμερική του Τώρα (κι ας μην είναι... χιπ-χοπ). Καλλιτεχνικά όμως τι γίνεται; Του Χάρη Συμβουλίδη
Πώς στέκεσαι αλήθεια απέναντι σε έναν δίσκο που μιλάει αρκετά περί country, αλλά ακούγεται σαν Nickelback; Δεν λέω, είναι μπερδεμένοι και πολυπρισματικοί οι καιροί μας· συνήθως όμως κάπου, κάπως, κάτι ισχύει περισσότερο –και κάτι, αντίστοιχα, ισχύει λιγότερο.
Βέβαια, το θέμα δεν είναι τι ταμπέλα «πρέπει» να φέρει κανείς ώστε να μείνει ικανοποιημένος ο όποιος κριτικός. Στο κάτω-κάτω ο Morgan Wallen μπορεί να ισχυριστεί ότι ανήκει σε διάφορους κόσμους, που μ.Ι. (μετά Ίντερνετ) έχουν πάψει να λογίζονται ως αποκλειστικοί. Δεν είναι ένα παιδί από μια άγνωστη κωμόπολη στο Τενεσί, μεγαλωμένο σε σπίτι όπου είχαν σε περίοπτη θέση το «Καλό Βιβλίο»; Δεν μιλάει τα αγγλικά με χαρακτηριστικά «χωριάτικο» τρόπο, χωρίς να το καμουφλάρει; Δεν είναι, ταυτόχρονα, κάποιος που δοκίμασε την τύχη του στο αμερικάνικο The Voice; Δεν υπερβαίνει ούτως ή άλλως τα δικά του χρόνια η ηχητική κρίση της country; Πράγματι, όλα αληθεύουν. Αλλά το ζήτημα της θολής ταυτότητας δεν παρακάμπτεται: αν αφήσεις λ.χ. το Spotify σου να ξεφύγει, δεν θα καταλάβεις πότε τέλειωσε το Dangerous και πότε ξεκίνησε ο τάδε δίσκος του Dustin Lynch.
Είτε λοιπόν πεις τον Morgan Wallen country με τους όρους που ισχύουν αφότου τη νέρωσαν ο Garth Brooks με τον Chris Stapleton (παρεμπιπτόντως, περνά από εδώ ως καλεσμένος), είτε τον δεις ως αποπαίδι της συχνά ανυπόφορης μετα-grunge τάσης, το ζήτημα είναι ότι οι ενορχηστρώσεις, η συνθετική δομή, η παραγωγή επιμένουν να καταλήγουν στο πιο αναμενόμενο αποτέλεσμα που μπορείς να φανταστείς. Ο ίδιος, επίσης, τραγουδά τα πάντα με εκείνο το στανταρισμένο γρέζι που κάποτε λογιζόταν ως alternative, χρωματίζοντας ρουτινιάρικα τα ίδια φωνήεντα ή/και τονίζοντας πανομοιότυπα τις καταλήξεις. Κι αυτή δεν είναι με καμία Παναγία συνταγή για ένα άλμπουμ με 1,5 ώρα διάρκεια.
Αλλά, την ίδια στιγμή, ο Wallen δείχνει και γιατί δεν είναι για πέταμα. «Call it cliché, but hey, it’s still going down in the country» αντιτείνει με παρρησία στα επιχειρήματα για το πόσο country δικαιούται να λέει ότι είναι ("Still Goin' Down"). Και αναγκάζεσαι να παραδεχτείς πως υπάρχει ένας θελκτικά «βλάχικος» απόηχος σε αυτά τα αγγλικά με τα οποία μιλάει για τις σκονισμένες του μπότες, για το αγαπημένο του Silverado αμάξι και για έναν καθημερινό ορίζοντα που, ναι, πολλές φορές ίσως τελικά να μην διαθέτει τίποτα πέρα από μια καινούρια αισθηματική περιπέτεια και μερικά παραπανήσια ποτήρια ουίσκι (από τα φτηνά). Με 30 κομμάτια, βέβαια, κάπου το άλμπουμ εξαντλείται στα –με ή δίχως αιτία– μεθύσια και στα νεανικά ρομάντζα που κατέληξαν στον κουβά. Ωστόσο, αποτυπώνεται πειστικό σε τραγούδια σαν τα "Silverado For Sale", "Sand In My Boots", "Rednecks, Red Letter, Red Dirt", "Neon Nights", "More Than My Hometown". Έστω και οριακά για τις αισθητικές σου αντοχές, έστω κι αν το κεφάλι σου κρεμιέται βαρύ στο τέλος του –λες και ήπιες κι εσύ όσα ουίσκι, μπέρμπον, Southern Comfort ή/και μπύρες ήπιε και ο ίδιος ο Wallen στη διάρκειά του.
Αποφασίζεις έτσι ότι δεν γίνεται να φύγεις από το Dangerous χωρίς να δώσεις «κάτι». Κι ας μην υπάρχει τίποτα το αληθώς επικίνδυνο εδώ· κι ας παίζεται μια υπέρ το δέον συντηρητική μπάλα, με τον Wallen να επιχειρεί να εγγραφεί σε ένα στάνταρ ηχητικό πλαίσιο, αντί να ψάξει για τον δικό του χώρο. Το νούμερο 1 στην Αμερική, πάντως, προειδοποιεί ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, ακόμα κι αν δεν πρόκειται επουδενί για περίπτωση Μεσσία. Θα έπρεπε βέβαια να προειδοποιεί και όσους αρέσκονται να ψέγουν το ελληνικό κοινό ή/και το ελληνικό ράδιο για την αδιαφορία του να συντονιστεί μουσικά με ό,τι βρίσκεται ψηλά στα charts των Η.Π.Α. Γιατί, στα 27, δεν έχει ο Wallen το δικαίωμα να εκπροσωπεί το «τώρα», όσο και ο (όποιος) Playboy Carti; Δεν το κάνει σπάζοντας το γνωστό αφήγημα για την εποχή των δίσκων 28 και 33 λεπτών από πιτσιρικάδες που μουρμουράνε ρίμες; Θυμίζει λοιπόν εμφατικά ότι η Αμέρικα παραμένει μια αχανής χώρα και ότι το «τώρα» εν έτει 2021 έχει όσα ποδάρια μετρά και ο Διάβολος.