I am Not A Dog On A Chain
Η άποψη του Άρη Καραμπεάζη για τον νέο δίσκο του πιο "πρώην αγαπητού-νυν μισητού" μουσικού της εποχής μας, μέσα από τις... απόψεις των άλλων. Το λες και μετα-κριτική...
Πάντοτε διαβάζω, και δη επιμελώς, το τι έχουν γράψει οι άλλοι, για έναν δίσκο για τον οποίο σκέφτομαι και γράψω κάτι και εγώ. Αρκετές φορές μάλιστα επιλέγω να συμπεριλάβω στα κείμενα μου, αυτούσιες φράσεις ή και αποσπάσματα από τα κείμενα των άλλων. Τις περισσότερες αντλώ πληροφορίες ή ακόμη και σκέψεις & κρίσεις, που τις περνάω με πλάγιο τρόπο στα όσα γράφω εγώ, αλλά –θεωρώ– διακριτά όχι ως δικές μου.
Μέθοδος λίγο-πολύ αποδεκτή σε κάθε είδος τέχνης. Στον κινηματογράφο μάλιστα τείνει να γίνει κανόνας, ίσως και μονόδρομος, όπως διαπιστώνουμε και εντός συνόρων τα τελευταία χρόνια. Αιτιολογείται μάλιστα με διάφορους τρόπους και μέχρι που προτάσσεται ως η μόνη διέξοδος δημιουργίας, καθώς κάθε παρθενογένεση θεωρείται ανύπαρκτη, για κάποιο περίεργο λόγο. Συνηθέστερα, επιστρατεύεται κάποια ρήση του Χατζιδάκι, την οποία κανείς δεν θυμάται στην ακριβή της μορφή, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Ομοίως αποδεχτή στους χώρους της τεχνικής, αλλά και της επιστήμης, όπου τέλος πάντων μένει κενός χώρος από πατέντες και σήματα κατατεθέντα.
Στο χώρο της κριτικής της οποιασδήποτε τέχνης όμως (ας το πούμε έτσι αυθαίρετα) η εν λόγω μέθοδος περισσότερο από ευτελής, κρίνεται ως χαρακτηριστικό αν όχι ανικανότητας, τότε σίγουρα οκνηρίας, οπωσδήποτε και κουτοπονηριάς. Όχι άδικα αρκετές φορές είναι αλήθεια. Την έχουμε πατήσει και εμείς εδώ άλλωστε, με κριτικές που ήρθαν απλώς και μόνον ως (κακές) μεταφράσεις, όσων ήδη είχαν γραφτεί αλλού. Γενικώς και αορίστως στην εποχή της άνθησης (της ποιας;) των ελληνικών μουσικών sites, ουκ ολίγοι επίδοξοι Greil Marcus τίμησαν την κατά τα άλλα ωραία και ευχάριστη ‘τεχνική’ της αναπαραγωγής.
Διότι αν βαριέσαι να ακούσεις τον δίσκο, και παράλληλα δεν έχεις ούτε την ελάχιστη αισθητική, αλλά και θεωρητική - γνωστική, υποδομή για να τον κρίνεις, η καλύτερη σαφώς επιλογή είναι το να γράψεις κάτι βαθύ και περισπούδαστο, και όχι το να περιοριστείς σε κάτι πιο ασφαλές τύπου «παίρνουν το νήμα από εκεί που το άφησαν οι Beach Boys και το περνάνε στη γενιά που βαρέθηκε πρόωρα τους Animal Collective» και να καθαρίσεις, χωρίς μάλιστα κατά το πιθανότερο να γίνεις αντιληπτός.
Σκεπτόμενος τα παραπάνω (νυχθημερόν) και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη ότι ήδη για πάνω από μία δεκαετία, (μου) έχω δηλώσει και πράγματι το προσπαθώ, να πάψω να ασχολούμαι με το να γράψω κάτι για τον νέο δίσκο/συναυλία/ατόπημα - κατόρθωμα του Morrissey, διείδα σε αυτή την εσωτερική κρίση, μια ουσιαστική ευκαιρία να αποτυπώσω τις σκέψεις και κρίσεις μου για το 13ο σόλο άλμπουμ του Morrissey, ως κρίσεις επάνω στις κρίσεις εκείνες (και εκείνων), που ήδη προηγήθηκαν επί του ζητήματος.
Διάβασα αρκετά περισσότερα από τα παρακάτω ασφαλώς, αλλά δεν μπήκα στον πειρασμό να πληρώσω συνδρομή για να τελειώσω το κείμενο των Times, που είναι αλήθεια μέσα σε 10 μόλις σειρές μου φάνηκε ότι υπόπτως συγγενεύει με αυτό της Guardian.
https://pitchfork.com/reviews/albums/morrissey-i-am-not-a-dog-on-a-chain/
Αλγεινή εντύπωση μου έκανε η κριτική του pitchfork (Mina Tavakoli), όχι ασφαλώς για τον χαρακτηρισμό «συχνά γελοίος» ως προς τον δίσκο ευθέως και ως προς τον ίδιο τον Morrissey εμμέσως, που προτρέχει και διαπερνά αυτή, αλλά ένεκα του ότι δεν υποστηρίζεται με την απαιτούμενη πειθώ, πράγμα όχι και τόσο δύσκολο εδώ που τα λέμε, ειδικά από το 2015 και μετά.
Κρίνεται μάλλον ως ένδειξη αδυναμίας το να βαθμολογείς τον δίσκο με 6.1, ενώ σε 10 γεμάτες παραγράφους δεν έχεις απασχοληθεί σχεδόν καθόλου με το περιεχόμενό του και τις ουκ ολίγες λαβές που αυτό σου δίνει. Θα ήταν πιο τίμιο και θαρραλέο ένα μεγαλεπήβολο 3 ή γιατί όχι ένα ελάχιστο δεκαδικό ψηφίο μετά το μηδέν, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Σε όλο το κείμενο άλλωστε γίνεται απλώς μία σταχυολόγηση στους στίχους εκείνους των τραγουδιών, στους οποίους ευπρόβλεπτα ο Morrissey αναφέρεται στον ίδιο ως εξόριστο στην κεντρική μιντιακή, πολιτική και ανθυπο-πολιτιστική εξουσία του σήμερα, αλλά το να καυτηριάζει κανείς την αυτο-θυματοποίηση του Moz είναι ένα ζήτημα το οποίο έχει κορεστεί εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια (από το ’15, που λέγαμε).
Ο δίσκος ορθά υποτιμάται και από την συντάκτρια και από το ίδιο το μέσο, καθώς εύλογα κάθε επόμενη δισκογραφική, συναυλιακή κλπ κίνηση του Morrrissey πρέπει να αντιμετωπίζεται απλώς ευκαιρία για μια αναδρομή στα εγκλήματα του κατά της ανθρωπότητας ή έστω τμήματος αυτής. Διαφορετικά το 6.1 δεν θα δικαιολογηθεί.
Θεωρώ όμως ότι θα ήταν πιο πειστικά όλα αυτά, αν είχαμε έστω και κάποιες νύξεις περί του πως και γιατί π.χ. ο Moz προκειμένου να αντισταθμίσει την φερόμενη –και αλλού όπως βλέπουμε παρακάτω– προσπάθεια του παραγωγού του, Joe Chicarelli, να τον απομακρύνει μια και καλή από τα γνώριμα ηχητικά του χωράφια, δεν διστάζει αυτή τη φορά να ενσωματώσει, έστω και σε αναδιατύπωση, σχεδόν ολόκληρες μουσικές και μη φράσεις ακόμη και από την περίοδο των Smiths, γνωρίζοντας πρώτος από όλους τι επιπτώσεις θα έχει αυτό, τουλάχιστον στους ακροατές που a priori τους έχει με το μέρος του, και ενώ παράλληλα προσπαθεί να θέσει εαυτόν όχι μόνο εκτός Smiths, αλλά και εκτός Morrissey Solo.
Αντ’ αυτού, ξεκίνημα με υπενθύμιση ρουτίνας για την ρατσιστική του ρητορική και τελείωμα με το ότι ο Morrissey είναι πλέον αφόρητα συστημικός. Ωραία και γνωστά όλα αυτά, αλλά θα μπορούσαμε να τα λέμε κάθε επόμενο πρωί, χωρίς καν να χρειαζόμαστε έναν νέο δίσκο του Moz και την περαιτέρω δυστυχία και κακό που αυτός έρχεται να προκαλέσει.
Έχω δε την αίσθηση, διαβάζοντας προσεχτικότερα κάποιες παραγράφους του κειμένου (π.χ. εκεί που ξεκινάει από το τυπικό «As if he could be anyone else, Morrissey is entirely Morrissey» και συνεχίζει με μία πρώτης τάξεως ανάλυση που το υποστηρίζει) ότι η συντάκτρια όντως ψηνόταν και για μεγαλύτερο βαθμό και για τέτοιου είδους ουσιαστικότερη ανάλυση, αντί της μπουρδολογίας με το βράσιμο στο ίδιο καζάνι με τον Bret Easton Ellis και άλλους του συναφιού, αλλά υποχώρησε μπροστά σε κάποιες συντεταγμένες, που έπρεπε, καθώς φαίνεται, σώνει και καλά να ακολουθηθούν.
Εν ολίγοις, σε ελάχιστα πράγματα έγινα σοφότερος με το review του Pitchfork, και αν δεν το αναπαρήγαγα απροκάλυπτα εδώ, μάλλον δεν θα υπήρχε κάτι να αντλήσω, ώστε να το εμφανίσω ως ανεπιτήδευτα δικό μου. Κριτική αποτίμηση της κριτικής κάπου στο 5/10.
https://www.xsnoize.com/album-review-morrissey-i-am-not-a-dog-on-a-chain/
Επιλέγω να ασχοληθώ με το εν λόγω review, αμέσως μετά από αυτό του Pitchfork, ακριβώς επειδή γίνεται προσπάθεια για το ακριβώς αντίθετο. Δηλαδή το να μείνουν στην άκρη όλα τα γνωστά και υπόλοιπα, και να γίνει μία σχεδόν track-to-track αποτίμηση του δίσκου, με ρητή και πανηγυρική δήλωση μάλιστα περί του ότι «εδώ θα κριθεί το ταλέντο και η δημιουργικότητα του Morrissey και όχι η ηθική του και οι πολιτικές του θέσεις».
Συνεπώς βάσει μιας φαινομενικά αντίστροφης λογικής, επιχειρείται κατά την αφόρητη σαχλαμάρα των καιρών γύρω από τον Moz, να διαχωρίσουμε τον δημιουργό από το έργο, και άλλα πολλά εμπριμέ. Δεν χρειάζεται να είσαι ο Lester Bangs, βέβαια, για να γνωρίζεις ότι το παραπάνω είναι εξίσου βλακώδες με το να βγαίνεις και να λες για κάθε νέο δίσκο του Morrissey, χωρίς ουσιαστικά να ασχολείσαι με αυτόν, «A, ο Moz βγήκε στην εκπομπή του Αρναούτογλου φορώντας κονκάρδα της Ελληνικής Λύσης, πάντοτε το έλεγα εγώ ότι ήταν μαλάκας, ορίστε τώρα». Υπό αυτές τις συνθήκες όμως, και καθώς όπως θα δούμε και παρακάτω ελάχιστοι ασχολούνται πράγματι με τα ίδια τα τραγούδια, ας μην καταδικάσουμε και αυτή την προσπάθεια, πριν την ακούσουμε.
Τα αποτελέσματα πάντως είναι ελάχιστα πιο ενδιαφέροντα, πολλώ δε μάλλον αυτοτελώς εποικοδομητικά. Και αυτό κυρίως επειδή ενώ η μεθοδολογία εν προκειμένω δείχνει να είναι επιτυχημένη, εν τούτοις βουλιάζει στην προσπάθεια για ανελέητο namedropping και στο να συνδεθεί κάθε επόμενο τραγούδι του δίσκου ακόμη και με συγκεκριμένα άλλα τραγούδια της pop κουλτούρας των τελευταίων τριάντα χρόνων.
Και αν η διασύνδεση του ‘Love Is On Its Way out’ με το ‘Enjoy The Silence’ εδράζεται κάπως στο πράγματι κοινό μηχανικό beat (που βέβαια στην περίπτωση του τραγουδιού του Morrissey κάθε άλλο παρά «οδηγεί» το τραγούδι), το να επιστρατεύονται οι Αυστραλοί, brit pop αναβιωτές, DMA’S (και μάλιστα δύο τραγούδια τους) ως όνομα αναφοράς για τον ήχο του ‘What Kind Of People Live In These Houses?’ (που αποτελεί κλασική περίπτωση αντιδανείου των Smiths προς τους Stone Roses και πίσω), μας θυμίζει πως ούτως ή άλλως το εν λόγω site δεν φημίζεται για την βαθιά του γνώση στην pop/rock κουλτούρα (ναι ξέρω, OK Boomer κλπ, αλλά κάποια πράγματα προϋποθέτουν μία –έστω και βασική– κουλτούρα για να στηριχτούν).
Ας αφήσουμε δε ασχολίαστο το ότι όπου ακούμε πιάνο (‘The Truth About Ruth’) δεν είναι απαραίτητα ξεπατικωτούρα από Σοπέν, με τον ίδιο τρόπο που η ηλεκτρονική pop δεν εξαντλείται στους Depeche Mode. Ανέκαθεν θεωρούσα ότι το να λέμε «ακούγεται σαν και αυτούς/παραπέμπει στους άλλους/αγνοεί εγκληματικά τους υπόλοιπους» είναι η πιο τεμπέλικη εκδοχή της μουσικοκριτικής, παρότι γενικώς υποστηρίζεται ότι οφείλει να είναι η αφετηρία αυτής.
Έστω και στο παραπάνω, μάλλον ρηχό, πλαίσιο πάντως, ο Michael Barron, ορθά αποτιμά το ‘I Am Not A Dog On A Chain’, ως έναν δίσκο που αργά ή γρήγορα θα βρει την θέση του στην προσωπική δισκογραφία του Morrissey, αλλά πάντως και παρά τις ‘ενέσεις νοσταλγίας’, ακολουθεί τις νόρμες του παραγωγού του και την διαχρονικά λανθάνουσα δίψα του ίδιου του Moz να κινηθεί σε δρόμους εκτός του ‘απροσδιόριστου πουθενά’ των Smiths, όπως και ο ίδιος το είχε ορίσει.
Είναι πάντως άξιο προσοχής το ότι ακόμη και σε μία track-to-track παρουσίαση με τις παραπάνω ατέλειες, δεν παραβλέπεται, έστω και δια άλλης οδού, το ότι παρότι πρόκειται για κλασική περίπτωση love-or-hate τραγουδιού, το ‘Bobby Don’t You Think They Know?’ είναι τραγούδι κλασικής στόφας, από αυτά που δεν γράφονται –και κυρίως δεν ηχογραφούνται– όχι δήθεν τώρα, αλλά εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Και εδώ θα πρέπει μάλλον να συνομολογηθεί ότι είναι η πρώτη και τελευταία μέχρι στιγμής περίπτωση που ο Chiccarelli πράγματι καταφέρνει να βγάλει τους Smiths μέσα από τον Morrissey και να τον τοποθετήσει, έστω και με ισχνή ισορροπία, στο πάνθεον που ο ίδιος του έδειξε μέσα από την επιλογή κατάλληλων και μη διασκευών, στην περίπτωση του ‘California Son’. Τα φαινομενικά αταίριαστα φωνητικά της Thelma Houston βοηθάνε σε αυτό, καθώς προσδίδουν στο τραγούδι μία όχι και τόσο επίπλαστη παλαιότητα.
(Υποσημείωση: το ‘Low In High School’ παραμένει η πιο επιτυχημένη και αποτελεσματική συνεργασία τ ων Morrissey/Chiccarelli μέχρι σήμερα, και αυτό επειδή δεν είναι ασφαλώς ούτε απόλυτα θετικό, ούτε σίγουρα θεμιτό, το να βγάλεις εντελώς τους Smiths μέσα από τον Morrissey, όση θέληση και ό,τι άποψη και να έχει ο τελευταίος επ’ αυτού).
Συνοψίζοντας, το review του xsnoize καταρρέει στην πορεία όχι τόσο από τις εξαρχής λάθος καλές προθέσεις, όσο από την διαφαινόμενη αδυναμία να εμβαθύνει σε επίπεδο μουσικών, αλλά και αισθητικών, αναφορών, στα πράγματα εκείνα που πράγματι καθορίζουν τον Morrissey-κο κόσμο, και όχι απλώς συναντώνται με αυτόν, τυχαία ή μη. Οριακό 6/10
https://www.nme.com/reviews/album/morrissey-i-am-not-a-dog-on-a-chain-review-2623817
https://www.theguardian.com/music/2020/mar/20/morrissey-i-am-not-a-dog-on-a-chain-review
«Καλώς τα παιδιά, καλώς τα 2 στα 5 αστεράκια».
Εδώ τουλάχιστον έχω την ευκαιρία να αντιγράψω την ωραία ιδέα του Παναγιώτη Μένεγου, όταν σε προ διετίας B2B κείμενο μας για τον νέο τότε δίσκο του Morrissey, ξεκίνησε με μία (όχι και τόσο διάσημη εκεί και όχι παραφράζοντας την πάντως) ρήση – απόσταγμα σοφίας του Νίκου Αλέφαντου.
Κατά χρονολογική σειρά εμφανίσεως, η Ν.Μ.Ε. και η Guardian είναι ο Εχθρός, στην υπόθεση Morrissey. Η πρώτη μάλιστα, ως έντυπη μουσική εφημερίδα τότε, όχι απλώς κόντεψε κάπου στις αρχές των 90s να του καταστρέψει την προσωπική του καριέρα, αλλά για ένα ικανό χρονικό διάστημα, πράγματι το κατάφερε.
Με την δε Guardian η κόντρα και οι εκατέρωθεν φραστικοί διαπληκτισμοί φτάνουν σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος σήμερα, καθότι στην περίπτωση του Ν.Μ.Ε. τότε υπήρχε και το εκατέρωθεν ‘γηπεδικό στοιχείο’, ίσως ακόμη και σε επίπεδα ιδεολογικής σκληρότητας, αλλά καλώς ή κακώς, η καριέρα του Morrissey βρίσκεται πίσω του, ενώ υπάρχουν πλέον άπειροι υποψήφιοι για το ποιος θα καταστρέψει το ό,τι έχει απομείνει για αυτήν (και όχι από αυτήν) στο μέλλον.
Το N.M.E. βέβαια, και παρά τα όσα μας λέει ο Αλέφαντος, κάνει την έκπληξη και όχι μόνο προσθέτει ένα αστεράκι στα προσδοκώμενα, αλλά ήδη από τον υπέρτιτλο του κειμένου και με την φράση «Morrissey Verges On The Avant Garde» εντοπίζει αυτό που οι περισσότεροι που ασχολούνται με τον δίσκο, όχι απλώς αρνήθηκαν να δουν, αλλά μάλλον δεν έφτασαν καν μέχρι εκεί.
Δεν έχει σημασία αν αυτό επισημαίνεται με αρνητική χροιά, αν το άτονο οχτάλεπτο του ‘The Secret Of Music’ κρίνεται καταστροφικό (που δεν είναι ασφαλώς, αν τουλάχιστον δεν θεωρήσουμε ως τέτοια τα αντίστοιχα του Bowie στις τελευταίες δισκογραφικές του εμφανίσεις), ούτε καν το ότι το καλύτερο τραγούδι του δίσκου (‘Once I Saw The River Clean’) επιστρέφεται –και μάλιστα τσαλακωμένο– πίσω στον δημιουργό του με την ίδια πικρή διάθεση, που ο ίδιος επιφυλάσσει για τα πάντα (is what you might get if you programmed a 1970s AI to write a Morrissey song – a tale of walking around a windswept Manchester with his grandmother to buy 20 fags and a T Rex single, getting change from a quid and playing by some graves.).
Σημασία έχει ότι εδώ κάποιος πρώτα άκουσε και στη συνέχεια έγραψε Και κυρίως φαίνεται να μην έγραψε, κάτι που είχε αποφασίσει να γράψει πριν ακούσει, που είναι το βασικό πρόβλημα με τον Morrissey σε αυτή την περιβόητη κρίσιμη πενταετία.
Ο Mark Beaumont καταλήγει σε μέσες-άκρες ορθά συμπεράσματα τόσο περί του παρόντος δίσκου, όσο και περί του τι πρέπει να περιμένουμε για κάθε δίσκο του Morrissey στο εξής, και ξεκαθαρίζει ότι το ‘I Am Not A Dog On A Chain’ είναι οπωσδήποτε ένας ενδιαφέρων δίσκος, υπονοώντας έστω και σιωπηρά ότι οι μη ενδιαφέροντες δίσκοι είναι πλέον ο κανόνας, ακόμη και στην περίπτωση που πρόκειται για δίσκους εμφανώς καλύτερους από αυτόν ή τουλάχιστον με θετικό (ή μήπως αδιάφορο;) ιδεολογικό πρόσημο.
Ακόμη και η αναπόφευκτη πλέον για κάθε περί του Morrissey κείμενο αναδρομή στα πεπραγμένα και τα δεδηλωμένα του τα τελευταία χρόνια, διακρίνεται από ορθές, αν και όχι απαραίτητα ίσες, αποστάσεις.
Η pop γραφή και στόχευση του Morrissey βέβαια, και απέχει ακόμη από τα βρεθεί έστω και στις παρυφές ενός ατόφιου avant garde και είναι μάλλον αβέβαιο ότι τελικά κάτι τέτοιο επιδιώκει. Και τούτο διότι κατά βάση με παραδοσιακό τρόπο παραμένει εγκλωβισμένη τόσο στα δικά του στεγανά, όσο και στους εκάστοτε παραγωγούς του, που έρχονται στη δύσκολη θέση υπηρέτησης - ανατροπής τους.
Ο Morrissey σε όλα αυτά τα χρόνια αλλάζει μεν, αλλά όχι με τρόπο που να τον έχει απομακρύνει ουσιαστικά από τις μουσικές του ρίζες. Τα mariachi στοιχεία π.χ., που μας είχαν ταλαιπωρήσει εσχάτως, ήδη έχουν υποχωρήσει συντριπτικά, θεωρώ ότι το ίδιο θα γίνει και με τα ‘ηλεκτρονικά’ με τα οποία φαίνεται να προβληματίζονται οι περισσότεροι σχετικά με τον ήχου του εν λόγω δίσκου.
Εν τούτοις, και σε αυτόν τον δίσκο (αλλά θεωρώ περισσότερο και με πιο αποτελεσματικό τρόπο στον αμέσως προηγούμενο), είναι σαφές ότι επιχειρείται από τον Morrissey και τους συνεργάτες του, αν όχι να διαφύγει, τότε τουλάχιστον να παρεκκλίνει από το άρμα τόσο της παρούσας, όσο και κάθε επίκαιρης pop εποχής, έστω και σε συνθήκες ιστορικής αναθεώρησης, τις οποίες άλλωστε εξαρχής ο ίδιος εισήγαγε στην εξελεγκτική πορεία της pop. Το παράδοξο των New York Dolls, δηλαδή το μετέωρο βήμα ανάμεσα στην λατρεία για την ποπ/ροκ ορθοδοξία και τον χλευασμό αυτής, ακολουθεί πάντοτε τον Morrissey, ως πρώτο και πιο πιστό οπαδό τους.
Στην περίπτωση της Guardian τα πράγματα είναι όσο γελοία θα περίμενε κανείς να είναι, αν έχει παρακολουθήσει έστω και ένα ελάχιστο μέρος της αντιπαράθεσης.
Το «πυροβολικό» ξεκινάει και σχεδόν εξαντλείται στις δυο-τρεις πρώτες φράσεις, όπου ξεκαθαρίζεται ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ‘γέρο’, που ενώ προσβλέπει και προσκαλεί σε λουτρό αλήθειας, αρνείται να δει την αλήθεια που αφορά, αλλά και κατατρέχει, τον ίδιο. Πολύ πρωτότυπη τοποθέτηση, στα όρια μιας διαμάχης, ομολογουμένως.
Παρακάτω η επιλογή αναφορών στο τρέχον μουσικό πεδίο, είναι επιτηδευμένα αφοριστική, ώστε να καταλήγει ανεπαίσθητη. Χρειάζεται ασφαλώς να ασχοληθείς κάπως παραπάνω με τα νέα τραγούδια του Morrissey και το πως ακούγονται αυτά, από το να θεωρεί ότι θα τον «χτυπήσει» αντιστοιχίζοντας τον με τον αναιμικό Perfume Genius. Χτύπημα κάτω από τη μέση, που δεν βρίσκει καν στεφάνι είναι αυτό.
Η Laura Snapes θα κλείσει το κείμενο της, ζητώντας από τον Morrissey (ή οικτίροντας τον επειδή απέτυχε να το κάνει αυτοβούλως, όπως το πάρει κανείς), να διδαχτεί από και να ακολουθήσει τα παραδείγματα των David Bowie και Leonard Cohen (αντιθετικά μεταξύ τους ασφαλώς), οι οποίοι κατάφεραν στην ύστερη περίοδο τους να ξεφύγουν από την δόξα της νιότης τους, και –επεκτείνοντας κάπως τη συλλογιστική της συντάκτριας– να γεράσουν ήσυχα και κατανοητά και να αποσυρθούν γλυκά και ανακουφιστικά στην μνήμη των οπαδών τους. Έχω την εντύπωση ότι κάποιοι θα σηκωθούν από τον τάφο τους, πιο προσβεβλημένοι από τον ίδιο τον Moz, που ως προς αυτό μάλλον θα συνεχίσει να σφυρίζει αδιάφορα. Θεωρεί μάλιστα αφελώς ότι με το να αρνείται να τον τοποθετήσει κάπου δίπλα τους και ως αντάξιο τους, του δίνει το τελικό χτύπημα, ενώ γνωρίζει μάλλον και η ίδια ότι μάλλον το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει.
Το λοιπόν 9/10 για το NME και 6/10 για την Guardian, η οποία σαφώς θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να έχει το καλύτερο και το πιο αποτελεσματικά δεικτικό review για τον νέο δίσκο Morrissey καθώς στις δύο και μόνο εμβαθύνσεις που κάνει επί συγκεκριμένου τραγουδιού, εμφανίζεται ευχάριστα εύστοχη), παρόλα αυτά επιμένει άστοχα στα καθιερωμένα (the high camp of Bobby Don’t You Think They Know torments a closeted bloke, while torch song The Truth About Ruth wields insipid rhyme to suggest gendered subterfuge.
https://louderthanwar.com/morrissey-i-am-not-a-dog-on-a-chain-album-review/
https://medium.com/play-it-loud/morrissey-i-am-not-a-dog-on-a-chain-review-37e8da382ea
Αποτελώντας εδώ και μερικά χρόνια το αντίστοιχο του Classic Rock για το... κλασσικό ροκ ή έστω του Vive Le Rock για το punk και το new wave, το Louder Than War ήρθε να επικυρώσει την πολυετή –είναι αλήθεια– προσπάθεια του indie/ alternative rock να περάσει στο μετερίζι του μουσειακού ροκ ήχου, με όσα θετικά και αρνητικά συνεπάγεται κάτι τέτοιο.
Συνεπώς είναι απολύτως εύλογο το review του Sam Lambeth να εστιάζει στο ότι κατά βάση δεν έχουμε να κάνουμε με έναν περήφανα indie rock δίσκο, τον οποίο πάντως επαινεί στα σημεία που ξεχνιέται και εμφανίζεται ως τέτοιος, έστω και υπό συνθήκες αυτοαναφορικού generator (‘What Kind Of People Live In These Houses’) και τελικώς να τα κρίνει όλα αυτά ελαφρώς εμπνευσμένα επί της αρχής, επιφανειακά ως προς το τελικό αποτέλεσμα.
Εδώ η επίθεση προς τον παραγωγό Chicarelli είναι σαφώς ευθεία, όχι αδικαιολόγητη ίσως υπό το πρίσμα ενός indie ηχητικού ήθους, που αναμενόμενα το τελικό ηχητικό προϊόν το κρίνει υπερβολικό και διογκωμένο (‘instrumentalism that bloats’), αλλά μάλλον εν μέρει άδικη, καθώς είναι βέβαιο ότι ο Morrissey κάθε άλλο παρά άβουλο ον ήταν, είναι και θα είναι στο πως θα ακούγεται και που θα εντάσσεται ηχοαισθητικά ο κάθε επόμενος δίσκος του.
Εκεί όμως που πετυχαίνει στόχο το εν λόγω κείμενο είναι στο ότι εξαρχής καταφέρνει και βρίσκει αυτό ακριβώς το στοιχείο που διακρίνει (και τελικά όντως υποβιβάζει) την τελική ποιοτική αποτίμηση και αυτού του δίσκου του Morrissey, εν σχέση με όλα τα πραγματικά αριστουργήματα, που έχει δώσει κατά καιρούς.
Η έκφραση ‘meandering misanthropy’ θεωρώ ότι λέει πολλά. Δεν είναι ότι έρχομαι να συνηγορήσω επειδή κι εγώ προ ετών βρήκα την τότε μισανθρωπία του Morrissey ως κάπως ‘γλασέ’, συνεπώς οπωσδήποτε μετέωρη, είναι που πράγματι ο Morrissey του τώρα δεν είναι τόσο μισάνθρωπος, όσο και ο ίδιος θα ήθελε να είναι (και εμείς ασφαλώς μαζί του, πάντοτε). Ακόμη και όταν κάθε φορά που βγαίνει από το σπίτι μια φωνή μέσα του, του φωνάζει προβοκατόρικα «κονκάρδα να βάλεις».
Στην αντίπερα όχθη, αλλά στην ίδια ροή του ποταμού, το review της 17χρονης Madeline Milton από το Medium (ένα site ελεύθερης κατά βάση πρόσβασης προς δημοσίευση, σε διάφορους τομείς και όχι μόνο στη μουσική), αντιμετωπίζει μεν τον δίσκο ως μία μάλλον ατυχή εξαίρεση στον ορθό indie rock κανόνα, όχι όμως σε σχέση με αυτόν των Smiths ή έστω του «καλού solo indie Moz», αλλά της αποτυχίας του να επαναληφθεί η επιτυχία ενός μεγάλου χιτ (sic), όπως το ‘Spent The Day In Bed’ (επισημαίνω απλώς ότι η αρθρογράφος ήταν ενός έτους όταν κυκλοφόρησε το ‘You Are The Quarry’).
Παρότι ο χαρακτηρισμός των Smiths ως ‘ψυχεδελικό ροκ γκρουπ των 80s’ θα ήταν ίσως αρκετός για να σταματήσει κάποιος την ανάγνωση, εν τούτοις αν τελικά την ολοκληρώσει, θα καταλήξει σε αρκετά ενδιαφέροντα συμπεράσματα όχι ασφαλώς για το πως αντιμετωπίζει την περίπτωση Morrissey η νέα γενιά (αστεία πράγματα, να θεωρούμε το ότι τυχόν την αφορά σε κάποιο γενικό πλαίσιο), αλλά τουλάχιστον για το πως αντανακλάται η φήμη του και η παρούσα δημιουργικότητα του στην σημερινή μειοψηφία αυτής. Με μερικές δε ακόμη αναγνώσεις κειμένων της Milton, είτε αυτές αφορούν τους Beatles, είτε την θέση της στο γιατί επέλεξε το indie rock ως κύριο αντικείμενο των γραπτών και της ζωής της εν γένει, τα συμπεράσματα θα είναι ίσως αρκετά πιο ασφαλή.
Από όσα θα διαβάσει κανείς εδώ, θεωρώ ότι έχει την πλέον κρίσιμη σημασία το ότι τελικά ο δίσκος χαρακτηρίζεται ως ‘non comfort’, το ‘Secret Of Music’ ανυπόφορο και ο ίδιος ο Morrissey ως ιδανικός εκφραστής της γενιάς του όψιμου social distancing και του κοινωνικού πανικού.
Και για να εξηγούμαστε, το θεωρώ απολύτως φυσικό αυτό για μία 17χρονη, που τώρα κατά βάση ξεκινάει και ακούει μουσική, παρότι έχει το θεμιτό θράσος να αυτο-συστηθεί ως music critic, που αγόρασε το πρώτο της CD το 2016 και είδε για πρώτη φορά πικ-απ τον Γενάρη του 2019.
Όλα αυτά δεν αποτελούν παρά μία ακόμη ελπιδοφόρα ενίσχυση της υποψίας, που λίγοι έχουμε πλέον, περί του ότι το καλύτερο πράγμα που έχει να κάνει ο Morrissey στα όσα χρόνια και δίσκους του απομένουν, είναι να συνεχίζει να προσπαθεί, έστω και με τους λάθος τρόπους, να τον θεωρούν Μαλάκα.
Ήθελα να ξεκινήσω αυτό το κείμενο με την ιδέα περί του ότι αφενός ο Morrissey αδικεί τον εαυτό του, και την ικανότητα του να παραδίδει ακόμη στέρεα και μείζονος σημασίας pop κουλτούρα, με το να συμβάλει διαρκώς και αυτός από την μεριά του στη δημιουργία μιας κατάστασης, που τελικά καθιστά σχεδόν αδύνατη την ουσιαστική ενασχόληση με το έργο του, αφετέρου όλοι αυτοί που κάθε χρόνο θρηνούν εκ νέου και ξανά μανά για τον θάνατο του Bowie ή του Cohen, χάνουν κάτι ουσιαστικό που δεν ασχολούνται με αυτού του είδους την σπουδαία pop μουσική, που σχεδόν μόνος ο Morrissey έχει μείνει ακόμη να αναζητά (έστω και αν δεν την βρίσκει πάντοτε).
Αυτό που διαφαίνεται όμως είναι ότι έστω και υπό το πρίσμα του παρόντος δίσκου, δηλαδή του δεύτερου σερί καλού δίσκου του Morrissey, και ενώ κάτι τέτοιο είχε συμβεί για τελευταία φορά στην προ-προηγούμενη δεκαετία, είναι μάλλον εσφαλμένη προσέγγιση προς τον Morrissey του 2020.
Το τελευταίο πράγμα το οποίο θα πρέπει να ζητήσουμε από τον Morrissey είναι να μην προσπαθεί να φαίνεται μαλάκας, μισάνθρωπος ακόμη ίσως και σκουπίδι. Σας τα έλεγα εγώ δηλαδή, ο Morrissey πάντοτε Μαλάκας ήτανε, εσείς δεν το(ν) είχατε καταλάβει.
Συνεπώς, το review του Louder Than War παρότι ευπρόβλεπτο κερδίζει credits, επειδή ακριβώς δεν αρνείται τον φορμαλισμό και την δογματικά ορθόδοξη σκέψη του, ενώ αυτό του Medium αντίστοιχα επειδή αναζητεί αυτό το περιβόητο indie δόγμα και είναι μάλλον σίγουρο ότι θα το βρει στο μέλλον, όταν θα υπάρχει το απαιτούμενο παρελθόν για κάτι τέτοιο. 7/10 για αμφότερα.
Και καθώς η ζωή είναι μια διαρκής διαίρεση με στρογγυλοποίηση υπέρ του Morrissey και των μαθητών του, όλα αυτά καταλήγουν σε ένα ευλόγως αναμενόμενο...