Ας ξεκινήσουμε με τα αυτονόητα. Τα απλά δηλαδή. Οι μουσικοί έχουν έναν περίεργο τρόπο να αντιλαμβάνονται τη μουσική. Και όσο και αν ακούγεται αδύναμο αυτό που θα πω: οι περισσότεροι μουσικοί δεν ξέρουν ή δεν μπορούν να ακούσουν μουσική. Άσε δε, που κάποιοι -πολλοί- εξ αυτών δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ακούσουν μουσική. Έχουν κολλήσει σε πέντε πράγματα και από εκεί και πέρα εμπιστεύονται την τεχνική τους εξέλιξη και την θεία έμπνευση. Ο Αύγουστος Κορτώ όμως κάπου είπε τελευταία πως οι συγγραφείς που αρνούνται να διαβάσουν τα έργα άλλων συγγραφέων καταλήγουν να γράφουν βλακείες. Συνυπογράφω για κάθε είδος δημιουργίας.
Μουσικός λοιπόν του οποίου εμπιστεύομαι το γούστο, την τεχνική ικανότητα, αλλά κυρίως την ικανότητα του να ακούει μουσική μου στέλνει mail και μου γράφει εν ολίγοις: μεγάλε ο Morrissey άλλαξε οκτάβα για πρώτη φορά μετά από είκοσι πέντε χρόνια στο something squeezing my SKUUUULLLLL και κάπως έτσι κυκλοφόρησε το καλύτερο ποπ άλμπουμ όλων των εποχών. Λίγο πριν το ίδιο άτομο με επαινούσε για την επιλογή των Debt Dept στο τοπ-10 του 2008. Προτού δεχτώ τον έπαινο, ανησυχώ για όλα αυτά με τις οκτάβες. Αν είναι να αρχίσουμε να γουστάρουμε Μοζ επειδή παίζει με τις οκτάβες, γάμα τα. Σκέφτομαι και παράλληλα προσπαθώ να θυμηθώ ένα δυο βασικά πράγματα από τα χρόνια της κλασσικής μουσικής μου παιδείας.
Έλα τελικά που το πράγμα έχει έτσι ακριβώς. Έλα που οι οκτάβες έχουν αλλάξει για τα καλά τελικώς. Όχι από το Ringleader, ασφαλώς, ούτε καν από το YATQ. Εκεί τα πράγματα είχαν ξεκινήσει να αλλάζουν ήδη. Αυτό που έχει φύγει εντελώς από τον κόσμο είναι οι "οκτάβες" των Smiths και της early-post Smiths περιόδου. Και πλέον η έννοια "οκτάβες" καταλαβαινόμαστε ότι χρησιμοποιείται σημειολογικά έτσι; Το Years Of Refusal παρά την χτυπητή αναφορά στον τίτλο του, δεν είναι έργο του αρχηγού των Smiths. Είναι αυτό που περιμέναμε από τον θριαμβευτή του Ringleader Of The Tormentors. Από αυτόν που αναζητά στις ικανότητες των παραγωγών τη διέξοδο από τυχόν νέους μονοδρόμους δισκογραφικής άρνησης και κατά κάποιον τρόπο υποτάσσεται υποδόρια στους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας.
Το ένατο προσωπικό άλμπουμ του Morrissey είναι απόλυτα ικανό να δημιουργήσει -σχετική- αίσθηση τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του, ιδιαίτερα λόγω της αυτόκλητης ψυχανάλυσης που επιφυλάσσει ο δημιουργός στον εαυτό του στα περισσότερα τραγούδια αυτού. Πέρα από τα ήδη γνωστά και ήδη ξεθωριασμένα That's When People Grow Up και All You Need Is Me, παρόμοιας κοπής και τακτικής εγωιστικές βινιέτες του τύπου I'm OK by myself δημιουργούν την αίσθηση ότι όλη αυτή η πολύχρονη παραφιλολογία γύρω από τον Morrissey κατάφερε να ξεπεράσει ακόμη και την άποψη που ο ίδιος έχει για τον εαυτό του.
Στον καμβά της υστεροφημίας δεν θα του επιτραπεί να έχει καλύτερη τύχη από το Maladjusted. Τουλάχιστον σε εκείνο το δίσκο μπορείς ακόμη να επιστρέψεις για να ανακαλύψεις πράγματα που δεν πρόσεξες ποτέ. Εδώ τα πάντα σου δίνονται μασημένα και δεν θα έχεις τίποτε να βρεις σε έναν χρόνο από τώρα. Δυο- τρία τραγούδια για τα indie bar. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό... Αλλά από πότε ο Stephen Patrick Morrissey ξέπεσε στον ρόλο του απλού διασκεδαστή;
Στο σύνολο αυτού ο δίσκος ασχολείται με ευτελή πράγματα αναζητώντας μεθόδους αναίρεσης, όχι όμως και εξαφάνισης, των δεδομένων που κατέστησαν όλα αυτά τα χρόνια τον Moz είτε λατρεμένο, είτε σφόδρα απεχθή. Όσοι έχουμε περάσει και από τις δύο όχθες και είχαμε καταλήξει στην πρώτη ασφαλώς και δεν χρειαζόμαστε εγχειρίδιο χρήσης περί αυτού. Φωτογραφίζεται με μωρά στο εξώφυλλο, αγοράζει ένα νούμερο μικρότερα τα Fred Perry και επαναφέρει στο προσκήνιο την έννοια της πολυσυζητημένης "άρνησης". Αν μη τι άλλο από τον Morrissey δεν περιμέναμε τα προφανή, στα οποία θυσιάζει πλέον την όποια τέλος πάντων διαφορετικότητα του.
Και τούτη η ροκιά από που να πηγάζει άραγε; Σίγουρα όχι από τα χρόνια του Your Arsenal. Όποιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο σίγουρα ήρθε αδιάβαστος και αν μη τι άλλο ελάχιστα παθιασμένος. To Your Arsenal έκρυψε μέσα του όλη την παρακμή του glam rock διασύροντας την λουστραρισμένη πρόσοψη αυτού δια παντός. Μετά από εκείνον το δίσκο, κανείς και ποτέ δεν ξανάκουσε με σοβαρή προοπτική τον Marc Bolan. Στο Years Of Refusal τα πράγματα αντιστρέφονται και ο Bolan ανακηρύσσεται πάλι στο είδωλο που θυσίασε την ιδιαιτερότητα του στον τρόπο που ήθελαν να τη βλέπουν οι άλλοι.
Ο Jerry Finn (R.I.P. παρόλα αυτά...) έστησε χωρίς δυσκολία ένα σκηνικό οπτιμιστικής ροκ πραγματικότητας τόσο πλαστικής και τόσο εύθραυστης ταυτόχρονα, που δεν ταιριάζει με τίποτε στο ψέμα ενός μεσήλικα Morrissey που απευθύνεται σε σαραντάρηδες με κρίσεις μοναξιάς. Εδώ κι εκεί εξυπνάδες όπως το hi nrg vocal άνοιγμα του black cloud και η τουριστική φλαμένκο κιθάρα του When Last I Spoke To Carol, που ενώ έπρεπε να είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια της τρίτης περιόδου του Morrissey καθίσταται ύποπτα εφήμερο στα καταχρηστικά όρια ενός εύπεπτου και ευπρόσιτου ήχου, που δεν ακολουθεί το "ζόρικο" στιχουργικό χαρακτήρα του τραγουδιού, αλλά παιανίζει ανόητα με σαχλές τρομπέτες και ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.
Το ροκ του Finn είναι ψεύτικο, αμερικάνικο και τηλεοπτικό. Το rock του Visconti δεν είναι ποτέ ροκ, αλλά πάντα αληθινά φλεγματικό και πηγαία γροτέσκο. Η μέρα με τη νύχτα. Και καθώς το rock δεν είναι υπόθεση της μέρας, μάλλον καταλαβαίνετε προς τα που δίνουμε την ψήφο μας.
Το ροκ της κρίσης (ηλικίας) και οι τελευταίες ανάσες ζωής πριν το Las Vegas της διανόησης, αν υποτεθεί ότι τελικά ο Morrissey είναι ο Elvis των υποψιασμένων και των μελαγχολικών. Συλληπητήρια...
Το δε I'm Throwing My Arms Around Paris είναι μόναχα μια ατέλειωτη ντροπή για τον άνθρωπο που άλλαξε μια για πάντα την αξία της έννοιας single στη μουσική βιομηχανία...
Τον ευχαριστούμε διότι πράγματι μέσα σε μία μέρα είπε περισσότερα και σπουδαιότερα πράγματα απ' ότι οι περισσότεροι λένε σε ολόκληρη τη ζωή τους..., αλλά μήπως να σιωπούσε σιγά σιγά...