Kingdom of Oblivion
Στα 90s τους γνωρίσαμε, που τους χάνουμε που τους βρίσκουμε, κάπου στα 70s καταλήγουμε πάντα, κι ας μπήκαμε πια στα 20s... Της Ελένης Φουντή
Εννοείται πως μέσα στο 2021 θα συνέβαινε και αυτό. Όλα τα ’χαμε, το στραβοπάτημα των Motorpsycho μας έλειπε. Αρχικά σκέφτηκα να αγνοήσω βολικά το ατυχές γεγονός, αλλά βέβαια το Catch-22 πρόβλημα της πτωχής πλην τίμιας φαν είναι ότι για την καταρχήν αποδοχή του γεγονότος απαιτούνται οι γνωστές από τα μαθηματικά ικανές και αναγκαίες ακροάσεις. Τις οποίες εγώ ξεπέρασα κιόλας, σε μια αξιέπαινη προσπάθεια να συμπαθήσω το “Kingdom of Oblivion”. Κρίνοντας από τον περιρρέοντα ενθουσιασμό και τα - για άλλη μια φορά - διθυραμβικά reviews, οι περισσότεροι το κατάφεραν. Εγώ πάλι απέτυχα οικτρά.
Να ξεκαθαρίσω αρχικά ότι δεν έχω σκοπό να αποδομήσω τους Motorpsycho συνολικά. Ούτε υπερεκτιμημένους τους θεωρώ, ούτε με ενοχλεί η κατά συρροή αποθέωσή τους από τον μουσικό τύπο. Αντίθετα, έχω γράψει εδώ ότι είναι μοναδικό φαινόμενο μπάντας που μετά από τριάντα χρόνια διαδρομής βρίσκονται δημιουργικά στο ζενίθ τους, γιατί πράγματι εκεί που είχα αρχίσει να τους βαριέμαι λίγο, έκαναν την κίνηση ματ με τη symphonic / progressive rock στροφή του “Heavy Metal Fruit” (2010) και ξαναξύπνησα. Κανένα παράπονο από τους Νορβηγούς έκτοτε λοιπόν. Τα τελευταία δέκα χρόνια ο ήχος τους έχει εξαφανίσει ενσωματώσει το πρώιμο stoner / alternative rock στοιχείο σε μια σαφή progressive rock, ενίοτε jazz-rock βάση και ο ένας μεγάλος δίσκος ακολουθούσε τον άλλο. Επιστέγασμα αυτής της πορείας ήταν η εξαιρετική, άτυπη τριλογία Gullvag, το τελευταίο μέρος της οποίας πάντως δεν βρήκα ισάξιο των “The Tower” (2017) και “The Crucible” (2018). Δεν μιλάω για σημάδια κόπωσης, απλώς το περσινό “The All Is One” μου φάνηκε ελαφρώς κατώτερο.
Άλλο που δεν ήθελα λοιπόν όταν προσγειώθηκε στα ηχεία μου το “Kingdom of Oblivion” με τα - κατά τα αναγγελθέντα - straight hard rock διαπιστευτήρια. Σου λέει, μετά από τόση βουτιά στον όγκο του prog rock, θέλουμε κι εμείς να βγάλουμε μια στρωτή ροκιά, άντε με λίγες folky πινελιές. Κατανοητό κι ευπρόσδεκτο, άλλωστε χίλιες φορές η όποια αναβίωση του 70s rock φαντασιακού να είναι δουλειά των Νορβηγών που ξέρουν τι κάνουν, παρά τη δαμόκλειο σπάθη των κάθε Greta Van Zeppelin. Να παραδεχτώ επίσης ότι την ταυτότητα του ήχου την πέτυχαν ως προς την πρόθεση, αν και έχω ορισμένες ενστάσεις διότι όπως λέει και ένα αρχαίο αραβικό ρητό μπορείς να βγάλεις τον άνθρωπο από το stoner, αλλά όχι το stoner από τον άνθρωπο· είναι να μην εισχωρήσει αυτός ο διάολος. Τέλος πάντων, το βασικό πρόβλημα δεν είναι αυτό, αλλά ότι ο δίσκος πάσχει σε διάφορα επίπεδα εκ του αποτελέσματος, γιατί οι καλές προθέσεις δεν φτάνουν.
Τι δεν φτάνουν θα μου πείτε, εδώ λένε ότι στρώνουν και τον δρόμο προς την κόλαση. Ναι, αλλά κάθε άλλο παρά εμπίπτει σε αυτό η περίπτωσή μας. Μακάρι οι συνθέσεις του “Kingdom of Oblivion” να οδηγούσαν σε κάποια κόλαση, να έδιναν μια αίσθηση απειλής, να δάγκωναν έστω λίγο, αλλά τέτοιο λάιτ τσιμπηματάκι ούτε το εμβόλιο του covid-19 πια. Γενικά ένα ενοχλητικό είναι-ωραία-εδώ-στο-comfort-zone πλανάται στον αέρα. Οι Motorpsycho επέλεξαν να γυρίσουν οριακά στο ορόσημο “Heavy Metal Fruit” με noise rock αναφορές στο “Black Hole / Blank Canvas” (2006) χωρίς όμως να επικαιροποιείται αυτή η συνάντηση. Και εκτός αυτού, υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα όταν μετά από αδιάλειπτη πολυετή ηγετική παρουσία στο ροκ ευρύτερα, ακούγεσαι ξαφνικά σαν τη σκιά των Black Sabbath, των Grateful Dead και των Blue Cheer. Γιατί άλλο να ενσωματώνεις στην ταυτότητά σου νοσταλγικές αναφορές στα 70s και άλλο να ακούγονται οι Led Zeppelin δέκα χρόνια μπροστά από σένα.
Και δεν ξέρω τι φταίει περισσότερο. Οι catchy μελωδίες που στα σημεία γίνονται γλυκερές; Το ότι μέσα σε ένα φρενήρες riffathon ξέχασαν το songwriting; Ή μήπως ότι απλά δεν είναι ωραία τα riffs; Γιατί δεν είναι ωραία τα riffs. Μήπως φταίει ότι ακόμα και τα πιο αβανταδόρικα κομμάτια, όπως πχ το opener “The Waning (Pt.1 &2)” ταιριάζουν περισσότερο σε μια υποτιθέμενη hard rock στροφή των Kyuss; (μόνο εγώ βλέπω την ομοιότητα με το “Thumb”;) Το ομώνυμο κομμάτι έχει εντυπωσιακά αδιάφορη κιθάρα και πάνω που το folky “Lady May” πάει να σώσει λίγο την κατάσταση (αν και δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να φτάσει τον λυρισμό και τη γλυκύτητα των Crosby, Stills, Nash & Young), έρχεται το “The United Debased” να υπογραμμίσει εκ νέου τη μετριότητα. Εδώ οι Motorpsycho κάνουν και ένα α λα Paranoid γύρισμα προς το τέλος του κομματιού. Ενδιαφέρον κολπάκι, αλλά εμένα τουλάχιστον μου φέρνει στο μυαλό τα ραδιούργα λατρευτά νιαουρίσματα του Ozzy, που σε συνδυασμό με το άχαρο riff του “The United Debased” αναδεικνύει και ένα mismatch στα φωνητικά που δεν είχα προσέξει. Γιατί μαρτυράτε χωρίς ξύλο βρε παιδιά; Και βέβαια τι καλύτερο για τη συνέχεια από μία νερουλή και ξεψυχισμένη διασκευή στο “The Watcher” που έγραψε ο μακαρίτης ο Lemmy όταν ήταν μπασίστας στους Hawkwind.
Δεν είναι όλα τα κομμάτια του δίσκου τόσο άνευρα πάντως. Το “Dreamkiller” για παράδειγμα με τις έξυπνες, σχεδόν κρυφές, Jethro Tull πινελιές έχει ενδιαφέρον χτίσιμο και εξέλιξη, αλλά παλεύει να συντηρήσει έναν αναιμικό σφυγμό. Το ίδιο smart πείραμα, με early 70s φλοϋδικές εισροές αυτή τη φορά, φαίνεται να πετυχαίνει περισσότερο στο “At Empire's End” αλλά αίφνης τα βελάκια αρχίζουν να δείχνουν και προς τους Yes και τελικά νιώθω ότι ακούω μια ηχογράφηση που δεν χώρεσε στο “Relayer” (στην καλύτερη περίπτωση, διότι παρά την απουσία του Wakeman είναι και δισκάρα). Επίσης, καταλαβαίνω πως το standout stoner monster “The Transmutation of Cosmoctopus Lurker” προσπαθεί να απειλήσει κάπως για την τιμή των όπλων, αλλά με τέτοιο riff δεν νομίζω ότι μπορεί να πείσει ακροατή που έχει ψάξει και παραέξω (και κυρίως παραπίσω χρονικά) από τους Monster Magnet.
Και παρά ταύτα, ο δίσκος καταφέρνει να περιλαμβάνει ακόμα πιο αδιάφορα μέρη. Ενδιάμεσα στα κομμάτια - στυλοβάτες παρεμβάλλονται συχνά ιντερλούδια που ακούγονται ασύνδετα, χωρίς λογική και μου δημιουργούν υποψίες ότι έχουν επιμεριστεί εκεί στρατηγικά, σε μια προσπάθεια να αναπτυχθούν προσωρινές διαφυγές από ένα κατά τα άλλα απελπιστικά μονολιθικό, μπετόν αρμέ κιθαριστικό riff. Και φαίνονται και ημιτελή. Last and absolutely least, ασφαλώς θα αφήσω ασχολίαστο το “Cormorant”, αφού ακόμα και οι έξτρα ακροάσεις που έδωσα ειδικά γι’ αυτό το κομμάτι, μήπως μου αφήσει κάτι (έστω ένα facepalm βρε αδερφέ), πήγαν άκλαυτες.
Δεν θα αφήσω όμως ασχολίαστη την πληροφορία (που εξηγεί τα ανεξήγητα, γιατί κακό δίσκο Motorpsycho δεν περίμενα πριν τη Δευτέρα Παρουσία), ότι το “Kingdom of Oblivion” αποτελείται τελικά εν συνόλω από κομμάτια που είχαν ήδη ηχογραφηθεί μέχρι πέρυσι και δεν χώρεσαν ούτε στο “The All is One”. Δεδομένης όμως της συναυλιακής και γενικότερης κοινωνικής ανυδρίας, οι Νορβηγοί σκέφτηκαν να τα δουλέψουν περισσότερο και να τα μοιραστούν μαζί μας. Κοινώς, καθόμαστε που καθόμαστε, δεν πιάνουμε κι εκείνα τα τραγουδάκια που πέρυσι τα κάναμε στην άκρη επειδή είχαμε και καλύτερα; Ναι, αλλά αυτό ακούγεται. Και διαρκεί και 70 λεπτά!
Επίσης έτσι εξηγείται και η έλλειψη συνοχής. Να γιατί σε αποστερεί ο δίσκος από την απόλαυση μιας ολοκληρωμένης concept δημιουργίας. Γιατί δεν είναι. Αντίθετα διαχέει μια απογοητευτική αίσθηση αποσπασματικότητας, ίσως συλλογής τύπου rare and unreleased, και μάλιστα δύο διαφορετικών δημιουργικών περιόδων της μπάντας. Τα πρώτα κομμάτια παραπέμπουν στα stoner - noise rock χρόνια (πάντα στο πλαίσιο της 70s rock ταυτότητας που είπαμε) και προοδευτικά ο δίσκος αρχίζει να κλείνει το μάτι σε μια άτολμη εκδοχή των King Crimson με special guest έναν Ian Anderson που προσπαθεί να χορέψει έχοντας πάθει κράμπα.
Και παρά τα πρώτα χλιαρά, δειλά ζεπελινικο-σαμπαθικά τσαλαβουτήματα σε ένα generic alternative rock υφολογικό σχήμα, έστω και προς τη μέση του δίσκου, ιδίως από το “Dreamkiller” και μετά, εγώ ακόμα περίμενα να φτάσει η μουσική στον προορισμό της. Δεν έφτασε. Υποθέτω πως επιχειρήθηκε μια στροφή λίγο πιο μακριά από το jazz-rock και λίγο πιο κοντά στο hard rock, αλλά δεν βγήκε. Και επειδή - σε αντίθεση με την εμφανή ενασχόληση και αγάπη των Motorpsycho για την 60s-70s ροκ σκηνή - το κοινό τους είναι ετερόκλητο ως προς αυτό το στοιχείο, αφού περιλαμβάνει από λάτρεις του Felix Pappalardi μέχρι αυτούς που θα σημειώσουν το όνομα για το επόμενο online delivery από το deli της περιοχής τους καθώς αρνούνται να αναγνωρίσουν οτιδήποτε ροκ πριν τους Nirvana, υποθέτω πως ο δίσκος σηκώνει πολλά διαφορετικά επίπεδα αποδοχής. Δεν ξέρω λοιπόν πώς ηχεί αυτό το εγχείρημα στα αυτιά των δεύτερων. Υποψιάζομαι πάντως ότι οι πρώτοι είναι πιο δύσκολο να πειστούν. Το σχόλιό μου δεν είναι υποτιμητικό για όσους μετράνε από το 1990 και μετά, αλλά έχει καθαρά πραγματολογική βάση. Όποιος πίνει νερό στο όνομα του “Houses of the Holy” δύσκολα θα εντοπίσει δημιουργικές εκπλήξεις στο “Βασίλειο της Λήθης” [αμήχανη παύση].
. . . .
Χμ.. Δεν είπα κάτι για το όνομα. Και δεν θα πω. Δικαίωμά μας τα στραβοπατήματά μας. Περιμένω τον επόμενο δίσκο τους.