Mount Moriah
Καθώς η υγρασία της νύχτας νοτίζει την ατμόσφαιρα, το θερινό πανηγύρι, εκεί στο Durham της Β. Καρολίνας, φτάνει στο τέλος του. Τα φώτα σβήσανε, τα μπάντζος σίγησαν, οι βιολιτζήδες μαζέψαν τα δοξάρια τους και οι τελευταίες, χαμογελαστές κυράδες, κρατώντας αγκαζέ τους αναψοκοκκινισμένους από το ποτό συζύγους τους, παίρνουν κι αυτές, σιγά-σιγά, το δρόμο της επιστροφής. Κάπου εκεί όμως, η διασκέδαση για κάποιους άλλους μόλις αρχίζει. Οι νεολαία της νοτιοανατολικής πόλης συγκεντρώνεται και τα πρώτα κουτάκια μπύρας σκάνε, καθώς εύθυμες σκιές τρεμοπαίζουν γύρω από τη φωτιά που ακόμη συνεχίζει να καίει. Εκεί έχουν στήσει κατάσταση η Heather McEntire, ο Jenks Miller και λοιποί φίλοι. Γνωρίστηκαν το 2005, ενώ δούλευαν σε δισκοπωλείο του Chapel Hill. Συνεργάστηκαν στο ποπ σχήμα των Un Deux Trois πριν αποφασίσουν να στραφούν στις φολκ καταβολές τους, δημιουργώντας τους Mount Moriah. Κανα-δυο γρατζουνιές, ησυχία από το κοινό και αρχίζουν. Αγάπη-δέσμευση-χωρισμός. Κάπου διάβασα ότι η McEntire μεγάλωσε με τα εκεί γνώριμα ακούσματα της Dolly Parton. Φαντάζομαι πως έτσι θα είναι. But the only way to love you now is to walk away τραγουδά την ώρα που η steel pedal κιθάρα του Eric Haugen κλαψουρίζει μες στο σκοτάδι. Εκείνη στα φωνητικά/κιθάρα, εκείνος στην κιθάρα. Εκείνη στους στίχους, αυτός στη μουσική. Χειροκροτήματα από το ρομαντικό κοινό και συνεχίζουμε. Πιασάρικο το Social Wedding Rings (θα μπορούσε ανήκει στα καλά του Sivert Hoyem), ανάβει για λίγο τα επαρχιώτικα αίματα πριν το θλιβερό Plane καταφέρει να πολλαπλασιάσει τις αναμμένες καύτρες. Το 2007 κυκλοφορούν το πρώτο τους 12ιντσο, ονόματι The Letting Go, υπό τη σκέπη της εντόπιας Holidays For Quince Records. Σχεδόν ταυτόχρονα, τα υπόλοιπα δύο μέλη του τότε κουαρτέτου εγκαταλείπουν το πλοίο, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού το εν λόγω ντουέτο. Κάπου στα μισά της βραδιάς, η Heather παρατάει την κιθάρα της και πιάνει το ντέφι. Η φαρφίσα ρυθμισμένη στο εκκλησιαστικό, τα τύμπανα μίνιμαλ και τι έχουμε; Τον πιο χαρούμενο θρήνο (Lament), το ομορφότερο φετινό ποπ-φολκ χιτάκι. Οι δυο τους πλέον, δεν το βάζουν κάτω και αρχίζουν να περιοδεύουν με τη βοήθεια γνωστών τους, αυτόχθονων μουσικάντηδων, μέχρι που φτάνουν, τελικώς, στην ολοκλήρωση του πρώτου τους, ομώνυμου φουλ άλμπουμ. Στο πιο παραδοσιακό κομμάτι τους, το Old Gowns, το βιολί του Daniel Hart (St. Vincent) σκορπά ρίγη νοσταλγίας. Ενός, αν μη τι άλλο, συναισθήματος που αφθονεί σε τούτο τον τόπο. Το όλο εγχείρημα στηρίζεται στις απλές, κιθαριστικές ενορχηστρώσεις του Miller και στη Νότια (όχι σε προφορά αλλά σε χροιά), άμεση και γεμάτη φρεσκάδα φωνή της γλυκύτατης McEntire. Οικογενειακές πληγές του παρελθόντος ξύνονται στο The Reckoning, μια ωδή αναγνώρισης στη μητέρα, λίγο πριν το παλιο-μπάντζο του Phil Cook (Megafaun) τονίσει ότι στην αγάπη δεν χρειάζονται πολλά. Ειλικρινείς οι στίχοι, ακριβώς ό, τι χρειάζεται μια λαϊκή καρδιά, συνεχίζουν να αφηγούνται ιστορίες για οικογένεια, αφοσίωση, συντροφικότητα, θλίψη και λύτρωση. Φρέσκια alternative country δηλαδή. Όχι όμως με την παραδοσιακή έννοια. Πιο πολύ σαν dream-pop-folk. Τελειώνοντας με μια αναπάντεχη blue-eyed soul-ish ερμηνεία, η McEntire κλαίεται και οδύρεται ως άλλη Ane Brun στο Hail, Lightning. Την παραγωγή, πάντοτε στην ίδια δισκογραφική, αναλαμβάνει ο Brian Paulson (Slint, Beck). Τελευταίο, εγκάρδιο χειροκρότημα, θερμοί εναγκαλισμοί και αυτό ήταν για απόψε. Καληνύχτα.