Απ΄τη σπηλιά του δράκου
Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος και οι τρεις συνοδοιπόροι του μας προσκαλούν σε ένα ρεμπέτικο σεργιάνι. Του Παναγιώτη Σταθόπουλου
Ταγμένος στον μινιμαλισμό, με τις ευλογίες του οποίου, άλλωστε, ξανοίχθηκε σόλο στα εγχώρια δισκογραφικά ύδατα προ διετίας, παρουσιάζεται στο δεύτερο προσωπικό του έργο ο Μπάμπης Παπαδόπουλος. Ο κιθαρίστας των Τρυπών και επί χρόνια συνεργάτης του Θανάση Παπακωνσταντίνου έχει αποδείξει πολλάκις ότι διαπνέεται από μια σπάνια ενορχηστρωτική λογική. Το αντιλαμβανόσουν σε κάθε διάλογο των οργάνων, στην κατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών και στην συνύπαρξη των επιμέρους συχνοτήτων καθώς απολάμβανες το μωσαϊκό ήχων του "Βραχνού Προφήτη" του Θανάση, αλλά και μετέπειτα στην "Αγρύπνια", που αποτέλεσε μια ακόμη εξαιρετικά γόνιμη σύμπραξή του με τον Λαρισαίο τραγουδοποιό. Το 2008, οι συνθετικές του εμπνεύσεις πήραν σάρκα και οστά στις "Σκηνές από ένα ταξίδι", όπου jazz, ambient, και rock ιχνοστοιχεία τοποθετήθηκαν σε κοινό φόντο. Το υλικό τον δικαίωσε και κατέδειξε την σπουδαιότητα του τίτλου που το συνόδευε.
Στο νέο του βήμα επικουρείται από τρεις σημαντικούς μουσικούς, που εκ του αποτελέσματος συνάγεται ότι καταδιώκονται από αντίστοιχες με τις δικές του εμμονές. Επιστρατεύει, λοιπόν, στο μπουζούκι τον Δημήτρη Βλαχομήτρο, στο κοντραμπάσσο τον Διονύση Μακρή και τον Γιώργο Χριστιανάκη στο πιάνο. Το όλο οικοδόμημα έχει άρρηκτους δεσμούς με την ελληνική παράδοση, μιας και ο Παπαδόπουλος επιλέγει να διασκευάσει επτά τραγούδια από το μακρινό παρελθόν και αποτελεί κατ' ουσία ένα φόρο τιμής στο ρεμπέτικο που τον ενέπνευσε. Είναι, το δίχως άλλο, μια προσπάθεια αναβίωσης του συναισθήματος που απέπνεαν τα επιλεχθέντα τραγούδια της δεκαετίας του '30 (συν ένα του 1948) μέσα από ένα ακραιφνώς ορχηστρικό και συνάμα ακουστικό πρίσμα. Κοινός παρονομαστής των κομματιών, πέρα απ' την χρονολογική τους υπόσταση, ο τόπος που συνελήφθησαν. Στις φλέβες όλων κυλάει Πειραιώτικο αίμα. Εκτός των παραπάνω, ακούμε και καινούργιες σειρήνες: σε επίπεδο πρωτόλειας δημιουργίας, συναντάμε τρία εμβόλιμα Ίντρο και ένα Φινάλε δια χειρός Παπαδόπουλου.
Μέσα "Απ' την σπηλιά του Δράκου" o Παπαδόπουλος δεν προσανατολίζεται επ' ουδενί στην προσθήκη νέων μελών στο σώμα της παράδοσης. Ούτε αποσκοπεί στο να αφαιρέσει κάτι από εκείνη, παρά να την "ταξιδέψει" με ασφάλεια στο "σήμερα". Αν αναλογιστούμε πόσοι έχουν επιχειρήσει κατά καιρούς τον επαναπατρισμό στο "τότε" και το χαμηλότατο ποσοστό επιτυχίας τους, θα αντιληφθούμε την τόλμη που απαιτεί το εγχείρημα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση οφείλουμε να συνυπολογίσουμε και το ρίσκο που επιφέρει η εξ' ολοκλήρου οργανική προσέγγιση. Έτσι, τα λόγια και οι φωνές πάνε περίπατο και τα μουσικά όργανα αναλαμβάνουν τον ένα και πρωταγωνιστικό ρόλο. Βέβαια, μπορεί κάποιος να δηλώσει ευθαρσώς ότι: ρεμπέτικο δίχως την αποτύπωση της σκληρής πραγματικότητας μέσω της εκφοράς των λέξεων είναι blues χωρίς τα γρυλίσματα του πόνου. Ας μην βιαστούμε όμως...
Απ' την πρώτη κιόλας κατάθεση, παρατηρούμε την τάση να αναμιχθεί το γνήσιο ρεμπέτικο με κάποιες διεθνείς μυρωδιές. Το εναρκτήριο " Ένα τραγούδι απ' τ' Αλγέρι", φέρνει την αρχική εκδοχή του Απόστολου Καλδάρα τετ α τετ με τις jazz παραινέσεις του κοντραμπάσσου και την ακουστική πλάνη της κιθαριστικής δράσης. Οι αρμονικές της κιθάρας μπλέκονται ευφορικά με την μελωδία του μπουζουκιού και μετριάζουν στο ελάχιστο την απουσία των ρυθμών του τουμπερλεκιού. Εξίσου σφιχτοδεμένη η πρόσμιξη δυτικής folk τεχνοτροπίας και κλασικής ρεμπέτικης κλίμακας στο "Η Γυφτοπούλα" του Γιώργου Μπάτη. Όσο πηγαίνουμε βαθύτερα τόσο οι λεπτομέρειες της ηχογράφησης μας αποκαλύπτονται εντυπωσιακά. Στην "Καλόγρια" -του Βαγγέλη Παπάζογλου- η κορύφωση αναγκάζει την ηχητική μας κληρονομιά να αγκαλιάσει την μουσική παρακαταθήκη της Νέας Ορλεάνης. Κι εδώ κερδίζεται το στοίχημα, έστω κι αν τα γεμάτα παράπονο φωνητικά της Ρίτας Αμπατζή λείπουν. Τα θλιμμένα "Μινόρε του τεκέ" (Ιωάννης Χαλκιάς ή αλλιώς Jack Gregory) ξαναζωντανεύουν με το εισαγωγικό riff στην κιθάρα να δίνει την σκυτάλη στο μπουζούκι για το στήσιμο της ραχοκοκαλιάς του τραγουδιού και εκείνο με τη σειρά του να της αφήνει τόπο για να αναπνεύσει. Όταν "O Σινάχης" ξεχυθεί απ' τα ηχεία, τότε ρεμπέτικο και blues ενώνονται εις σάρκα μιαν. Οι χορδές της ακουστικής κιθάρας πάλλονται ενόσω τα τάστα του μπουζουκιού δέχονται ευχάριστα πίεση. Ίσως η πιο ευρηματική επανεκτέλεση του δίσκου και ένας αληθινός αυτοσχεδιασμός πάνω στο έπος του Μάρκου Βαμβακάρη. Τα "Τουμπελέκι-τουμπελέκι" και "Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο" των Κώστα Μπέζου-Τέτου Δημητριάδη και Γιώργου Μπάτη αντίστοιχα, συμπληρώνουν όμορφα το πάζλ.
Αξιολογώντας τις τέσσερις συνθέσεις του ίδιου του Μπάμπη Παπαδόπουλου έχουμε να παρατηρήσουμε ότι, παρότι διακρίνονται από δεξιοτεχνία (όπως και όλο το άλμπουμ) δεν φλυαρούν καθόλου. Έχουν σαν βάση τους τις jazz φόρμες και το πιάνο συνδράμει αποφασιστικά στην διαμόρφωση της δομής τους. Επίσης, δεν διαταράσσουν την συνοχή του συνόλου.
Εν κατακλείδι, ο παρών δίσκος έχει τη δυναμική για να επαναπροσδιορίσει την σχέση μας με την πλούσια, αλλά ταλαιπωρημένη στο πέρασμα του χρόνου, μουσική που μας κληροδοτήθηκε. Καιρός, λοιπόν, να αναθεωρήσουμε την άποψή μας γι' αυτήν και να την ενσωματώσουμε (μόνιμα) στα ακούσματά μας. Το λέω για να το ακούω πρωτίστως εγώ!
ΥΓ: Πόρτο Δράκο ονομάζονταν ο Πειραιάς κατά τον 17ο - 18ο αιώνα. Εξ' ου και το 5ο συνθετικό του τίτλου της δουλειάς αυτής.