Γεννηθήκαμε Χτες
Απόλαυση μετά προβληματισμού (ή και αντιστρόφως). Όπως και να 'χει, δίσκος του Μπάμπη Παπαδόπουλου δεν περνάει ποτέ αδιάφορος. Του Άρη Καραμπεάζη
Είναι μια ενδιαφέρουσα (ίσως) συζήτηση το γιατί και πώς ‘αποροκοποιήθηκε’ (γραμματική φωτιά θα πέσει να μας κάψει…) στην μετέπειτα πορεία της η περίφημη ελληνόφωνη (και όχι μόνο) ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης των δεκαετιών ‘80-‘90, όσο και αν κάτι τέτοιο βάζει πολλούς και διάφορους στο ίδιο σακούλι.
Από όλους αυτούς όμως, λίγοι είναι εκείνοι που αξίζει να διακριθούν (και υπό τις δύο έννοιες του όρου) και όχι οι λοιποί πολλοί, που είναι και οι περισσότεροι (και που την περνάνε και καλύτερα εδώ που τα λέμε). Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος και έχει διακριθεί κατ’ επανάληψη και συνεχίζει να αξίζει να αντιμετωπίζεται διακριτά.
Ένας δίσκος του Μπάμπη Παπαδόπουλου, τόσο κατά την ‘ροκ’ όσο και στην μετέπειτα περίοδο του, θέτει κάθε φορά αυτό, αλλά και αρκετά άλλα ερωτήματα με επιτακτικό τρόπο, ειδικά αν σταχυολογήσει κανείς με επιμέλεια, και όχι με προχειρότητα, το υπόλοιπο μουσικό, δισκογραφικό και συναυλιακό παρελθόν του, δίπλα, πέρα και μετά από τις Τρύπες.
Αυτό δεν συμβαίνει ας πούμε με έναν νέο δίσκο του Ασκληπιού Ζαμπέτα, καθώς όπως ορθά έχει σημειωθεί και αλλού ο τελευταίος, ως λίγο πιο «δικός μας», προσεγγίζει κάθε φορά την μουσική από το περιθώριο, το οποίο στα αορίστως και μη ροκ τεκταινόμενα οριοθετείται ως τέτοιο τιμητικά και όχι υποτιμητικά ασφαλώς.
Ο Παπαδόπουλος -ας μην ξεχνάμε- είναι αυτός που ‘ευθύνεται’ (ο καθένας ας χρωματίσει την λέξη, όπως νομίζει) για την στροφή στον ήχο του Θανάση Παπακωνσταντίνου, από τον ‘Βραχνό Προφήτη’ και κατόπιν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται μέχρι σήμερα, είτε ως εξέλιξη, είτε ως ταλαιπωρία. Πλέον περισσότερο ως ταλαιπωρία.
Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε κάποιος απλώς να ακούσει να συνεχίζεται εδώ, έστω και με εικοσαετή plus καθυστέρηση, ό,τι είχε ξεκινήσει να ακούγεται στον ‘Θυρωρό’ του Γιώργου Χριστιανάκη, δίσκο που οι κιθάρες του Παπαδόπουλου είχαν σημαδέψει με οριακό τρόπο, και έκτοτε και στην πορεία είτε παρεκτράπηκε ο τρόπος αυτός, είτε απλώς άλλαξε περισσότερους δρόμους από όσους πραγματικά χρειάζονταν ο δημιουργός του.
Καλώς ή κακώς όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία έστω και επανάληψη των επιτευγμάτων του ‘Θυρωρού’. Είναι πιο μπερδεμένα τα πράγματα (και δεν προΐσταται και ο Χριστιανάκης άλλωστε).
Στα τρία και κάτι λεπτά του ‘Εν μέσω τρικυμίας’, τέταρτο τραγούδι στο δίσκο και χωρίς φωνητικά, ο Παπαδόπουλος μας επεξηγεί ότι παραμένει (ευτυχώς) ένας πρωτίστως ροκ κιθαρίστας, χωρίς να χρειάζεται λόγια, μελωδία, αλλά και κεντρική ιδέα, για να τελεσφορήσει η εξήγηση του αυτή, τουλάχιστον στα μισά της προκείμενης περίπτωσης.
Συνεπώς ουδέν έχει να φοβηθεί ο ίδιος στο να μας παραδώσει και ορισμένα τραγούδια, από αυτά που αναμφιβόλως είναι εξαιρετικά, πάντοτε όμως ακροβατούν κινδυνεύοντας να πέσουν στον λάκκο με τα έντεχνα. Διότι περί λάκκου πρόκειται, ας μην γελιόμαστε. Οπότε το αν τελικά έχουμε κάτι να φοβηθούμε εμείς, είναι περισσότερο δική μας δουλειά, παρά δική του.
Αυτό πάντως, και παρότι εν μέσω τρικυμίας, είναι και το καλύτερο ορχηστρικό τραγούδι του δίσκου, στα υπόλοιπα κάπου παραφυλάει κάποιο μικρό πρόβλημα θεωρώ.
Και ενώ λοιπόν στο εν λόγω ορχηστρικό, ο Παπαδόπουλος περισσότερο προκαλεί τους υποψήφιους εύκολους ακροατές του να παιδευτούν κάπως παραπάνω (κακό δεν κάνει ούτως ή άλλως), λίγο παρακάτω στο ‘Πάθος σε Ροή’, στήνει μια ηλεκτρική μελωδία που λογικά ήδη θα διαφωνούν οι παραγωγοί του Δεύτερου Προγράμματος για το ποιος θα την πρωτοχρησιμοποιήσει ως σήμα έναρξης στις εκπομπές του. Όσοι χάσουν, θα αρκεστούν εκ νέου σε κάτι πολυκαιρισμένο από Beirut. Αυτό σίγουρα θα τους κάνει κακό.
Το άλμπουμ ως ηχητικό σύνολο υπάρχει από, με και για τις ηλεκτρικές κιθάρες, οι αναλογίες αλλάζουν απλώς εδώ κι εκεί.
Αυτό παραμένει ασφαλώς ως ένα διαρκές παράσημο του Παπαδόπουλου, ο οποίος και εδώ, δηλαδή σε έναν ατόφια προσωπικό του δίσκο, με τον οποίο θα δοθεί το δικό του στίγμα και μόνον, και όχι αυτό συνεργατών, σκηνοθετών, ονομάτων αναφοράς κλπ, δεν επιχειρεί εκτός των πεδίων, που βεβαιωμένα μεγαλουργεί.
Τα έχουμε ξαναπεί νομίζω ότι αυτή η απαίτηση του να ψάχνονται όλοι παντού, επειδή τάχα μου έτσι εξελίσσονται, περισσότερα αρνητικά αποφέρει, παρά θετικά. Κοινώς, καταλήγει σε αχταρμά, τον οποίο ο Παπαδόπουλος, δεκαετίες τώρα, ξέρει ορθά να τον αποφεύγει, ακόμη και όταν μπλέκει κάποια πράγματα.
Από τις συνθέσεις εκείνες του δίσκου, στις οποίες μελοποιούνται ισάριθμα ποιήματα, και άρα τις ονομάζουμε ‘τραγούδια’ για να συνεννοούμαστε, ξεχωρίζει ως το τέλος, το ομώνυμο, σε ένα ποίημα του ποιητή του ‘Βραχνού Προφήτη’, Χρήστου Μπράβου.
Τυπική μεν, σπάνια δε, περίπτωση κατά την οποία οι στίχοι του ποιητή από τη στιγμή που μελοποιούνται με τέτοιο ικανό και πειστικό τρόπο, στη συνέχεια υποχρεώνονται να διατηρούν αυτήν ακριβώς τη μουσική και το ρυθμό μέσα τους, ακόμη και όταν κανείς τους διαβάζει εκτός της ακρόασης. Αν τυχόν κανείς διαβάζει ποίηση εδώ γύρω, βέβαια. Εγώ όχι, ομολογώ.
Στο παραπάνω τραγούδι ερμηνεύει ο ίδιος ο Παπαδόπουλος, όπως και στο ‘Έρχεσαι σαν πουλί πληγωμένο’, το δεύτερο αμέσως καλύτερο από τα τραγούδια του δίσκου, αυτό ως μελοποίηση ποιήματος του (αυτόχειρα ποιητή) Μηνά Δημάκη.
Ωσαύτως με απλούς και κοφτερούς στίχους που υποστηρίζονται με σθένος από το δαιδαλώδες και απλό ταυτόχρονα παίξιμο της κιθάρας από τον Παπαδόπουλο, σήμα κατατεθέν του άλλωστε αυτή η ιδιόρρυθμα πολύπλοκη απλότητα στο παίξιμο και τις μελωδίες, ήδη από την εποχή των Τρύπες. Την καλύτερη του εποχή, για να εξηγούμαστε.
Εμένα μου αρέσει το πως τραγουδάει τα ποιήματα (ή το πως δεν τα τραγουδάει), ο Μπάμπης Παπαδόπουλος. Το λέω ορθά κοφτά. Θα προτιμούσα να τραγουδούσε όλα τα τραγούδια του δίσκου.
Θυμόμαστε επιπλέον ότι ο Παπαδόπουλος είχε ‘ακουστεί’ αρκετά ως συνθέτης-ενορχηστρωτής ‘λαϊκών και ροκ’ δρόμων’, κατά το κλισέ, με αφορμή την μουσική της ταινίας του Οικονομίδη ‘Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς’, καθώς η δουλειά εκείνη ‘εκπροσωπείται’ τρόπον τινά και εδώ. Ο δίσκος κλείνει με μία νέα εκδοχή του ‘Rock Of Karagiozis’, που όμως συνεχίζει να ακούγεται ενοχλητικό, έστω και αν οι κιθάρες έχουν διορθωθεί επαρκώς. Άτσαλο, έως κακό, κλείσιμο, ενός κατά τα άλλα καλού δίσκου.
Υπάρχουν και δύο τραγούδια, τα οποία ερμηνεύονται από γυναικείες φωνές. Αναφέρω ήδη παραπάνω ότι θα προτιμούσα να ερμηνεύει ο Παπαδόπουλος όλα τα τραγούδια, το επαναλαμβάνω και εδώ.
Το χαμηλότονο ‘Τόσο Γερτή’, που είναι το πιο μη ηλεκτρισμένο τραγούδι του δίσκου, το οποίο και τραγουδάει η Εύη Μάζη, ως μία τυπικά προσεγμένη μπαλάντα, πράγμα όχι απαραίτητα κακό, όχι και συναρπαστικό όμως.
Το δεύτερο είναι το ‘Ελπίδα’, ένα από τα κατ’ εξαίρεση ‘γκρουβάτα’ τραγούδια του δίσκου, όπου και σαφώς ξεχωρίζουν τα ευγενικά παιγμένα και ηχογραφημένα drums του προσφάτως και πρόωρα χαμένου Χρήστου Γερμένογλου. Δεν ξέρω… Ίσως να τοποθετούσα τις ερμηνεύτριες αντίστροφα (αφού τέλος πάντων, δεν τα τραγουδάει όλα ο Παπαδόπουλος). Η Ανθή Κύρκου το ερμηνεύει κάπως διεκπεραιωτικά το τραγούδι, σαν σε σχολική γιορτή, συλλαβιστά-ψιθυριστά κλπ, που λέει και ένα άλλο τραγούδι.
Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος είναι σαφές ότι συνεχίζει νικηφόρα και ατόφια στους διάφορους δρόμους που ο ίδιος έχει χαράξει, αλλά όχι περιχαράξει, όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να υπολογίζει τις προσδοκίες των εκάστοτε εκ των ακροατών του.
Αυτή την αίσθηση μου δίνει το ‘Γεννηθήκαμε Χτες’ ως συνολικό άκουσμα. Τα τραγούδια (με στίχους) του δίσκου, είναι σαφώς καλύτερα από αυτά χωρίς στίχους. Εκεί που εφορμούν πραγματικά οι κιθάρες ως ηλεκτρικές, ο ήχος αναπνέει καλύτερα. Εκεί που παραμονεύει το λαϊκό-ροκ πανηγύρι, θυμόμαστε τα όρια μας στο ζήτημα αυτό.
Και στο τέλος-τέλος, μπορούμε πλέον να πούμε πως όταν ο Μπάμπης Παπαδόπουλος τραγουδάει τα τραγούδια του αυτά ακούγονται πιο ζόρικα, απ’ ότι όταν αναζητάει φωνές τρίτων να τα ερμηνεύσουν. Εγώ αυτό κρατάω από τον εν λόγω, παραλίγο άνισο δίσκο, τον οποίο όσο τον απολαμβάνω, άλλο τόσο περισσότερο με προβληματίζει (όπως άλλωστε κάθε δουλειά του Παπαδόπουλου ή/και με τον Παπαδόπουλο εδώ και δύο δεκαετίες πλέον τώρα).