Παραλογές του άχρηστου
Κάθε νέος δίσκος του ανήσυχου δημιουργού είναι μια πραγματική αισθητική πρόκληση. Για τον ίδιο αλλά και για τον ακροατή... Του Αντώνη Ξαγά
«Εις τα εθνικά εκείνα άσματα των Ελλήνων, όσα υπόθεσιν έχουν ιδεώδη ή πεπλασμένην, η φαντασία του λαού εκδηλώνεται μετά περισσής ποικιλίας, ελευθερίας και δυνάμεως".
Κάπως έτσι ορίζει τις «παραλογές» ο Fauriel, o Γάλλος που ασχολήθηκε επισταμένα με την δημοτική παράδοση πριν καν συγκροτηθεί η κρατική ελληνική οντότητα, αυτήν την ιδιαίτερη κατηγορία δημοτικών τραγουδιών που έχουν μια αφηγηματική συνήθως επικολυρική δομή μαζί και κάμποσα φανταστικά-εξωλογικά στοιχεία (ο δικός μας μαγικός ρεαλισμός;).
Κάνοντας ένα χρονικό άλμα κοντά δύο αιώνων πιάνει το νήμα ο Μπάμπης Παπαδόπουλος στον καινούργιο του δίσκο που τιτλοδοτείται «Παραλογές του άχρηστου», ένα μουσικά αφηγηματικό παιχνίδι της φαντασίας πάνω στην έννοια του «άχρηστου» με αφόρμηση το βιβλίο του Nuccio Ordine «Η χρησιμότητα του Άχρηστου». Είναι εξαιρετικό το βιβλίο του Ιταλού στοχαστή, ένα βιβλίο-μανιφέστο για τη χρησιμότητα του αχρήστου ή, αντίστροφα, την αχρηστία του χρήσιμου, και ιδιαίτερο επίκαιρο σε εποχές όπου επικρατεί ολοένα και πιο καταθλιπτικά και πνιγηρά μια «μετρήσιμη» μηχανιστική χρησιμοθηρία, ένα πνεύμα ολοκληρωτισμού μιας ασαφούς «αγοράς» με την κερδοφορία να ανάγεται σε θεϊκό μέτρο των πάντων. Είτε μιλάμε για την Επιστήμη («η νέα τάξη απαιτούσε από τους ερευνητές μετρήσιμα και κερδοφόρα αποτελέσματα, προτού κάνεις το πείραμα να περιγράψεις εκ των προτέρων την ανακάλυψη για να σου δώσουν την ευκαιρία να την κάνεις», ένα απόσπασμα που υπογράμμισα με ένταση από το βιβλίο του Γιάννη Μανέτα «Τη νύχτα που αγκάλιασε το Ginkgo biloba») είτε ακόμη για την καλλιτεχνική δημιουργία. Η οποία, μεταξύ μας, «άχρηστη» είναι και αυτή…
Πάνω σε τέτοιους προβληματισμούς συνθέτει τον νέο «άχρηστο» του (προφανώς) δίσκο και ο Μπάμπης Παπαδόπουλος (στο εξώφυλλο του οποίου συναντάμε ένα επίσης …«άχρηστο» και τοπολογικά αξιοπερίεργο αντικείμενο, όπου το μέσα είναι και έξω ταυτόχρονα, την περίφημη ταινία του Möbius , η οποία εν τούτοις κάποια στιγμή βρήκε τις εφαρμογές της -… και σε συμπτωματικό αναφορικό συνειρμό ακούω παράλληλα και το εξαιρετικό motorik ρυθμολογίας κομμάτι «Möbiusschleife» μιας πρωτοεμφανιζόμενης μουσικού ονόματι Stephanie Schrank). Ο οποίος Μπάμπης Παπαδόπουλος συνεχίζει την μακρά του πορεία στον δημιουργικό εγχώριο χώρο, μια πορεία διαρκούς ανανέωσης και αναζήτησης εκφραστικών μέσων και τρόπων, που τον έφερε από τις Τρύπες του «ελληνικού ροκ» στους ριζοσπαστικά υβριδικούς Λαϊκεδέλικα του Θανάση Παπακωνσταντίνου και μετά σε μια σειρά προσωπικών δίσκων με μια ιδιαίτερη πάντα ματιά είτε προς την τζαζ είτε προς το ρεμπέτικο και την παράδοση. Κι αν τα αναφέρουμε όλα αυτά, που είναι κατά βάση λίγο ή πολύ γνωστά, είναι γιατί αξίζει να επισημανθούν εμφατικά και σε αντιπαράθεση με έναν χώρο όπου πολλοί είναι αυτοί που κατά καιρούς έσπειραν, λίγοι ασχολήθηκαν στη συνέχεια με τον καρπό της σποράς και ελάχιστοι αποπειράθηκαν να ξανασπείρουν, μένοντας παγωμένοι σε μια μόνιμη αγρανάπαυση είτε νοσταλγίας περασμένων μεγαλείων είτε απομίμησης του εαυτού τους (ή μιας καρικατούρας αυτού). Η συνέχεια και η συνέπεια γαρ ήταν είναι (και θα είναι) ένα διαρκές -και συνήθως ματαίως ζητούμενο- στον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο, όχι απαραίτητα (ή μόνο) με την έννοια της εξέλιξης, αλλά και με αυτή την παρουσίας, της αναζήτησης, της εμβάθυνσης. Πέραν του επιβεβλημένου νέου κομφορμισμού της κανονικότητας και του «χρήσιμου».
Στις «Παραλογές» του λοιπόν ο Παπαδόπουλος, έχοντας δίπλα του ένα δοκιμασμένο στο σανίδι της ζωντανής εμφάνισης σχήμα, τους Ακούστικ Σετ (Φώτης Σιώτας και Μιχάλης Βρέττας στα βιολιά, Δημήτρης Βλαχομήτρος μπουζούκι-κιθάρα, Διονύσης Μακρής κοντραμπάσο, συν μια ολάκερη ορχήστρα πνευστών για ένα κομμάτι) συνεχίζει την περιήγηση του στον χώρο της οργανικής «καθαρής» μουσικής, αφήνοντας την φαντασία του ακροατή ελεύθερη να στήσει τις δικές του… παραλογές, όσο κι αν οι ιντριγκαδόρικοι τίτλοι δίνουν ήδη εναύσματα και συνταγμένες κατεύθυνσης («Ήταν μαζί κι έγιναν μάζα», «Πέρασε πάλι από μπροστά μου ψες αργά, μου 'ριξε μόνο μια ματιά, μου χάρισε ένα βλέμμα», «Σε ψάχνω μες στις αγορές»).
Η μελετημένα αυτοσχεδιαστική και λίαν σύγχρονη (μέσα και από λούπες και στρώματα ήχων) προσέγγιση του Παπαδόπουλου ναι μεν έχει πλειάδα ριζών και ριζιδίων σε οικείες μνήμες και ακούσματα (ακούστε π.χ. το «Χασάπικο Νο 100519051801191523101925»), ωστόσο δεν μένει εκεί, δεν έχει σκοπό να συντηρήσει αλλά να αναπτύξει, ίσως και να θέσει έναν αισθητικό προβληματισμό. Και πέραν όλων των εξωγενών και/ή διακειμενικών αναφορών που μνημονεύσαμε, οι οποίες ναι μεν μπορεί λειτουργούν ως άγκιστρα προβληματισμού, να πλαισιώνουν ή/και να ανανοηματοδοτούν ένα μουσικό έργο, εάν τούτο όμως χωλαίνει συνθετικά, τότε όλα αυτά μένουν να αιωρούνται σε ένα conceptual κενό (ειδικά στον «δύσκολο» χώρο της οργανικής μουσικής, όπου κατά καιρούς πολλές φούσκες απέκτησαν έτσι δοτό ειδικό βάρος - πόσο μάλλον εν Ελλάδι, όπου η μουσική αυτή νοείται είτε ως (ψευδο)ρομαντική μελωδικότητα είτε ως ενδοστρεφής διανοουμενισμός).
Το μεγαλύτερο επίτευγμα όμως του δίσκου είναι ότι η πολυμορφία και η υφολογική ποικιλία του δεν καταλήγει σε μια ρηχή πολυσυλλεκτικότητα, ένα ακόμη ασπόνδυλο «anything goes» κατασκεύασμα, αλλά σε ένα περιπετειώδες άκουσμα που φτάνει να ενσωματώνει ετερόκλητα ενίοτε και αντιφατικά στοιχεία με τρόπο οργανικό, πηγαίο και συγχρόνως ξαφνιαστικό (ακούστε ενδεικτικά την έξοχη σύνθεση «Διαλογισμός και τσίπουρο»).
Ο δίσκος θα ολοκληρωθεί με έναν μονόλεπτο «Αναστοχασμό». Ταιριαστό ομολογουμένως κλείσιμο για ένα έργο το οποίο πέραν της αισθητικής απόλαυσης προσφέρει και πολλές αφορμές για τούτο ακριβώς. Έναν αναστοχασμό…