Σε μια υποθετική Μουσική Βίβλο, αντί για την παραβολή του Ασώτου Υιού, θα υπήρχε η παραβολή των Mudhoney: το group που ξεκινά από την ανεξάρτητη ετικέτα, ξελογιάζεται από την μεγάλη πολυεθνική, και μετά επιστρέφει μετανιωμένο στο ίδιο label από όπου ξεκίνησε. Το σενάριο το έχουμε βέβαια ζήσει με ουκ ολίγα συγκροτήματα, η περίπτωση των Mudhoney είναι όμως η πλέον χαρακτηριστική, κι αυτό γιατί πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα (και δεν εννοούμε απαραίτητα τον αριθμό πωλήσεων των δίσκων τους) σχήματα της λεγόμενης "grunge" σκηνής - μια σκηνή που έκανε την μεγάλη έκρηξη κάπου στο 1992, όταν ένα άλλο μεγάλο συγκρότημα θα τολμούσε να εκθρονίσει τον κραταιό (τότε) Michael Jackson από το νούμερο 1 των charts. Το όνομα αυτού, Nirvana...
Ένα από τα κύρια επακόλουθα της επιτυχίας των Nirvana (και αυτό που βασικά έστειλε και τον Cobain στον τάφο πολλές ώρες αρχύτερα) ήταν πως οι πολυεθνικές την έπεσαν αδιακρίτως στα συγκροτήματα που είχαν αυτόν τον σκληρό κιθαριστικό ήχο και τούς προσέφεραν ελκυστικά συμβόλαια που, εκ των πραγμάτων, οι ανεξάρτητες εταιρείες δεν μπορούσαν να τους παρέχουν. Έτσι, η Sub Pop, το σπουδαιότερο φυτώριο όλης αυτής της σκηνής, είδε τα group της να αποχωρούν ένα-ένα για τις αγκαλιές μεγαλύτερων εταιρειών, για να κάνουν κάτι "μεγαλύτερο". Συνήθως αυτό το μεγαλύτερο ενείχε και μπόλικες δόσεις συμβιβασμού (θυμηθείτε, για παράδειγμα, τους τελευταίους δίσκους των Soundgarden), και τις περισσότερες φορές άφηνε ανικανοποίητους αμφότερους συγκρότημα και εταιρεία. Οι μεν πρώτοι έτρωγαν συνήθως φρίκη με την τάση εμπορευματοποίησης που έπαιρνε η μουσική τους (άλλωστε το να είσαι "ανεξάρτητος" ήταν - ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι - μια ιδιότητα άρρηκτα συνδεδεμένη με το συγκεκριμένο είδος μουσικής), η δε δεύτερη δεν έβλεπε τις εισροές της να αυξάνονται ανάλογα με τις προσδοκίες της. Τις περισσότερες φορές, το αποτέλεσμα ήταν λύσιμο του συμβολαίου, ένα απογοητευμένο group, και μια τσακισμένη καριέρα.
Την ίδια τύχη θα μπορούσαν να έχουν και οι Mudhoney, αν δεν είχαν αυτήν την αιωνίως εφηβική διάθεση να τούς παρακινεί σε νέες περιπέτειες, ανεξάρτητα από τα όποια παρελκόμενα της μουσικής βιομηχανίας. Κι όταν η Warner τούς έδιωξε από το δυναμικό της, εκείνοι όχι μόνο δεν τα έβαλαν κάτω, αλλά ξεκίνησαν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία τους υπογράφοντας και πάλι στην ετικέτα που άνηκαν ανέκαθεν ως πνεύμα (γιατί, όπως θα έλεγε και ο φιλόσοφος, η εκπόρνευση δεν είναι τόσο υπόθεση του σώματος, όσο του πνεύματος). Από τις αρχές των nineties, βέβαια, μέχρι σήμερα, έχουν αλλάξει πολλά: η Sub Pop δεν είναι πλέον ένα label που ειδικεύεται αποκλειστικά στο grunge, αλλά είχε την ευελιξία να κάνει ανοίγματα σε pop ήχους (Trembling Blue Stars, Saint Etienne), στο new acoustic movement και την americana (Iron & Wine, Fruit Bats), σε groups που αναπαράγουν ευφάνταστα τα ατελείωτα καλοκαίρια των Beach Boys σύμφωνα με τις επιταγές της Elephant 6 (The Shins, Band Of Horses), ακόμα και σε ρυθμικά-ηλεκτρονικά ακούσματα (The Postal Service). Όμως, όσους Saint Etienne και να αποκτήσει, είναι διαισθητικά ολοφάνερο ότι η Sub Pop θα έχει πάντα περίοπτη θέση στην καρδιά της για συγκροτήματα που διαπρέπουν στις δυναμικές ηλεκτρικές κιθάρες-ογκόλιθους σαν κι αυτές των παλιών καλών ημερών. Οι Thermals, οι The Catheters ή οι Vue είναι μερικά μόνο παραδείγματα, ενώ η επιστροφή των Mudhoney είναι η ατράνταχτη απόδειξη: ο στοργικός πατέρας δεν μπορούσε να αφήσει τον άσωτο υιό να παραπέσει σε άσχετα χέρια!... Μάλιστα, του έφτιαξε και μια συλλογή best-of σε πολυτελές τριπλό έγχρωμο βινύλιο για να τον καλοσωρίσει, κάτι που, σε αντιπαράθεση με τα παλιά προχειροφτιαγμένα και λιτά artwork, υπήρξε ένα από τα πιο διασκεδαστικά inside jokes στην ιστορία και των δύο.
Το πιο ευτυχές στην όλη αυτή παραβολή, είναι πως οι ίδιοι οι Mudhoney ακούγονται εξίσου καλοί όπως και στους δύο πρώτους δίσκους τους: οι συνθέσεις τους είναι άμεσες, εκρηκτικές, απλές στη δομή τους, και συγχρόνως προορισμένες να κολλήσουν στο μυαλό και να σού μεταδώσουν την αστείρευτη ενέργειά τους. Στο νέο τους δίσκο, οι Mudhoney προσφέρουν μια σειρά από τέτοια κομμάτια που παραβγαίνουν με άνεση τις κλασικές τους στιγμές τους, διατηρώντας ανέπαφη τη συνθετική τους ταυτότητα και το, χμ, "teen spirit" ως βασικό συστατικό τους. Το "Where Is The Future" ανοίγει ιδανικά το album προσφέροντας ένα άκρως κολλητικό ρεφραίν, ενώ η εναρκτήρια τριάδα συμπληρώνεται με το 100% Mudhoney άκουσμα "It Is Us" και τα μεθυστικά, φορτισμένα blues του "I Saw The Light" (ίσως το καλύτερο κομμάτι του δίσκου). Το ορχηστρικό "Brief Celebration Of Indifference" είναι εμπνευσμένο, τα "Empty Shells" και "On The Move" διαθέτουν γνήσια ορμή και ξεχειλίζουν από αδρεναλίνη, ενώ αν υπάρχει ένα στραβοπάτημα, αυτό είναι ο επίλογος "Blindspots", η μόνη στιγμή όπου τα πνευστά (τα οποία και πρωτοχρησιμοποίησαν στον προηγούμενο δίσκο) φορτώνουν το κομμάτι περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε, παράγοντας ωστόσο ένα χαοτικό φινάλε που δεν είναι παράταιρο με το όλο σύνολο, έστω και ως το αυθόρμητο μακροσκελές jam session που βάζει το κερασάκι πάνω στην τούρτα (άλλωστε, εκείνοι δεν ήταν που είχαν κλείσει το πιο φιλόδοξο εμπορικά album τους στην Warner προσθέτοντας ένα τελευταίο track στο οποίο ακουγόταν όλος ο δίσκος παιγμένος ανάποδα;!)...
Εν ίδει επιλόγου, ας ειπωθεί εδώ, όσο ανόητο κι αν ακούγεται, ότι οι Mudhoney είναι ένα καθόλου σοβαρό συγκρότημα που αξίζει να το πάρει κανείς πολύ στα σοβαρά: η φύση τους είναι παλιμπαιδίζουσα, η ορμή τους είναι εσκεμμένα άγαρμπη, η κινητήριος δύναμή τους μοιάζει να είναι το αλκοόλ, έχουν κάτι το άτεχνο που έχουν κατορθώσει να το ανάγουν σε κάτι το λατρεμένο, συνδυάζοντάς το με μια φανερή δόση χιούμορ που είναι πιο πολύ σαν αυτοσαρκασμός για την ίδια την φαινομενική παρακμή της γενιάς που θέλουν να εκφράσουν. Ταυτόχρονα, οι Mudhoney αξιώνουν το σεβασμό, γιατί είναι πλέον από τους λίγους ικανούς να ξεσηκώσουν, να παρασύρουν, να ενώσουν ακροατήρια σε μια φυλή με τους δικούς της κώδικες και τα δικά της ιδανικά. Και σε ένα άλλο επίπεδο, έχουν τη δύναμη να κάνουν τους σημερινούς τριαντάρηδες που τούς άκουγαν τότε να αισθανθούν πάλι σα να είναι 18 χρονών: στην ηλικία, δηλαδή, που το μόνο που δε συγχωρείται είναι ο συντηρητισμός και η νωθρότητα του πνεύματος.