Sigh no more
Υπάρχουν μουσικές που δημιουργούν ρεύματα και χαρακτηρίζουν εποχές. Υπάρχουν μουσικές που ακολουθούν αυτά τα ρεύματα και στην χειρότερη περίπτωση σβήνουν μαζί τους, ή στην καλύτερη αφήνουν πίσω τους κάποια ωραία τραγούδια. Και υπάρχουν και μουσικές που είναι πέρα από το χρόνο και σε κάθε αλλαγή του κλίματος επανέρχονται ντυμένες λίγο διαφορετικά, ίσα ίσα για να καταλαβαίνεις από τις λεπτομέρειες ότι είναι σημερινές εκδοχές του κλασικού. Το ροκ εν ρολ είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ανάμεσά τους. Και η φολκ ακολουθεί σε δημοτικότητα, αν και προηγείται χρονικά. Τα τραγούδια του Roy Harper, των Fairport Convention, του Woody Guthrie, των Altan και των Pogues θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί οποτεδήποτε τα τελευταία 100 χρόνια. Και η λίστα περιλαμβάνει πολλούς.
H τελευταία προσθήκη στη λίστα αυτή είναι οι Mumford and Sons. Δεν ισχυρίζομαι ότι με τον πρώτο τους δίσκο έφτασαν κιόλας να συγκρίνονται με τους παραπάνω, αλλά σίγουρα οι τέσσερεις Λονδρέζοι είναι στο σωστό δρόμο και έχουν τις δυνατότητες να κάνουν σημαντική καριέρα. Τα τραγούδια τους είναι από το μέταλλο της κλασικής φολκ, με μελωδίες που σε αρπάζουν και σου μένουν, και είναι παιγμένα και τραγουδημένα με το πάθος που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στα CD δισκοθήκης και τα σουβέρ. Ακουστική κιθάρα, μπάντζο, μαντολίνο, κοντραμπάσο, ακορντεόν και πιάνο είναι τα ηχητικά συστατικά, μαζί με μια φωνή που έχει νεύρο, γρέζια και θυμίζει Michael Stipe στα καλά του, και αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο που τους ανοίγει την πόρτα για το σημερινό ακροατήριο και τους ξεχωρίζει από τη μάζα.
Το δισκάκι βγήκε δειλά το Νοέμβρη του 2009, και σε πείσμα όλων έφτασε στο Νο 7 της Βρετανίας, οπότε ξανακυκλοφόρησε παγκόσμια τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, με το ίδιο όμορφο εξώφυλλο. Κάτι μου λέει ότι δεν θα καταλήξει στα πανέρια ούτε προσφορά σε εφημερίδα.