Murphies
Νησιώτικη υπόθεση αυτός ο δίσκος. Από την Κέρκυρα οι δημιουργοί, από το 'Νησί' (τη Μεγάλη Βρεττανία) οι μουσικές επιρροές. Του Παναγιώτη Σταθόπουλου
Η άμεση οικειότητα που βιώνει ο ακροατής στην επαφή του με ένα ηχητικό έργο στέκεται συχνά ως ένα καθοριστικό βήμα για να εισέλθει (αυτός) στον διάκοσμο ενός δημιουργού. Με το comfort zone του πρώτου απαραβίαστο, αρχίζουν να διαφαίνονται οι δεσμοί μεταξύ των δύο πλευρών, πομπός και δέκτης στρώνονται σε διάλογο. Εντούτοις, η έκβαση αυτής της αμφίδρομης σχέσης μόνο προδιαγεγραμμένα εύκολη δεν μοιάζει. Αυτό το «κάπου το ‘χω ξανακούσει και πόσο μ’ αρέσει» μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε «μία από τα ίδια», κι εκεί ο δίαυλος ενδέχεται να κλείσει μονομιάς.
Περνώντας τη θάλασσα και φτάνοντας στην κερκυραϊκή στεριά, συναντάμε τις καταθέσεις ενός γκρουπ που έχουν στ’ αλήθεια μια γνώριμη μορφή και σχήμα, μα δεν ετεροπροσδιορίζονται από τις επιρροές και τις αναφορές τους. Στο περιτύλιγμα αναγράφεται το “Murphies”, τίτλος για το εν λόγω τετραμελές συγκρότημα αρχικά, από το 2013 που αυτό υφίσταται, τίτλος και για το πλήρους διαρκείας άλμπουμ με το οποίο το εν λόγω σύνολο μουσικών εκκινεί φέτος τη δισκογραφική του τροχιά.
Τα εννιά αυτά χρόνια που μεσολάβησαν από την αφετηρία δράσης των Murphies μέχρι και σήμερα, αποτυπώνονται στα εννιά μέρη που απαρτίζουν το δίσκο, επικοινωνώντας με μινιμαλιστική νοοτροπία νευρώσεις, απογοητεύσεις και επιδιώξεις υπό τη μορφή στροβιλιστών μουσικών μοτίβων. Αυτές οι ρεαλιστικά γραμμένες και ερμηνευμένες ανταποκρίσεις από τις σκοτεινές (ως επί το πλείστον) εκφάνσεις της ζωής, δεν φέρνουν σε τίποτα άλλο από μια πηγαία αντανάκλαση των καθημερινών παραστάσεων των εμπνευστών τους, με μια υποψία του ερωτήματος «η τέχνη μιμείται τη ζωή ή η ζωή την τέχνη;» να πλανάται. Η πηγαία αφηγηματικότητα των Murphies τοποθετεί μια ευάερη και διαμπερή δραματικότητα στο επίκεντρο, χωρίς ίχνος πεσιμιστικής (πόσο μάλλον απεγνωσμένης) αχλής, κάτι που, φρονώ ότι, το πράττουν όχι με σκοπό να μεμψιμοιρήσουν, αλλά για να ξορκίσουν τα κακώς κείμενα στο δικό τους συγκείμενο. Μια δραματικότητα που δεν καταδυναστεύει τις ματζόρε/μινόρε αλληλουχίες, αντιθέτως βρίσκει πρόσφορο έδαφος στις ηλεκτρικές τους εκτονώσεις.
Με καταφανή την αγάπη τους για το garage των ’80s, το μετά-πανκ σκηνικό σε Ευρώπη και Αμερική από τα τέλη των ’70s και δώθε, το αμερικανικό alternative ρεύμα και την κιθαριστική ποπ σχολή του Νησιού, μια …ποικιλόμορφη αγάπη που εκδηλώνεται σύσσωμη πολλές φορές ακόμη και στο ίδιο τραγούδι, οι Murphies παίζουν όμορφα με την αισθητική της οργής δίχως να φτάνουν σε άστοχους εκτροχιασμούς.
Οι υφές τους που καταφθάνουν από τα λεπτοδουλεμένα εφέ, πότε από τα πετάλια στα οποία κουμπώνουν κιθάρα-μπάσο και πότε από τα κίμπορντ, παρέχουν το φόντο για τις διακριτικά νευρωτικές –με κορυφώσεις και καταλαγιάσεις σε πλήρη σύμπνοια– φωνητικές αρμονίες που μοιράζονται μεταξύ Πύρρου Μάγγου και Σοφίας Σταύρου (συχνά συμπράττοντας κιόλας). Οι δε λιτές μα ευκρινείς μελωδικές γραμμές κιθάρας (του Άρη Μπουγιούκ), μπάσου (της Σταύρου) και πλήκτρων (του Αριστοτέλη Κροκίδη – όπου αυτά μπαίνουν στο κάδρο) και η σωστή ισορροπία μεταξύ των περισσότερο και των λιγότερο ρυθμικών στιγμών, εντείνουν τον παράγοντα «ατμόσφαιρα» (με κύρια παραδείγματα τα έξοχα “Optical”, “She’s a Girl” και “Devil”).
Σε ρόλους… προτερημάτων, και οι γέφυρες ανάμεσα στα δομικά σκέλη, οι οποίες υπηρετούν εξαιρετικά τις κλιμακώσεων (κάτι που ξεχωρίζει στο “Lila”), ενώ οι εισαγωγές συνήθως λειτουργούν ως πυροκροτητές, όπως στο “Another One”, το οποίο με μια διαφορετική κατάληξη, χωρίς αυτό το στεγνό fade out, θα ήταν μάλλον συνολικά ένα σπουδαίο κομμάτι. Κι εδώ εδράζεται μια αδυναμία του δίσκου, που θέλει κάποια (λίγα, ευτυχώς) από τα «κλεισίματα» των κομματιών του (ένα ακόμη είναι αυτό του “Who’s the guy”) να υστερούν, γειώνοντας κάπως ορισμένες αναπτύξεις.
Τοποτηρητές σε αυτή την ηχοροή είναι και η λεπτομερής παραγωγή από τον ιδιοκτήτη της δισκογραφικής 39Label (επίσης από την Κέρκυρα) που εξέδωσε το άλμπουμ, Νίκο Μασσαρά, η μείξη από τον ίδιο και τον Θοδωρή Ζευκιλή που στρώνει δρόμο για τις συνάψεις των οργάνων, το μάστεριγνκ από τον τελευταίο, που βοηθάει τη διαδοχή των εντάσεων να αναδειχθεί, καθώς και η πρωταρχική διαδικασία της ηχογράφησης από τους Βασίλη Παγκράτη (που συμμετέχει σε δύο συνθέσεις και στα πλήκτρα) και Νίκο Κρασακόπουλο.
Το παρόν καλλιτεχνικό εγχείρημα δεν μοιάζει να πιάνει το νήμα από κάποιον προκάτοχό του εντός και εκτός συνόρων, ούτε και να κινείται σε κάποιο κλειστό υφολογικό/αισθητικό κύκλο, μα περισσότερο να ξανοίγεται αποτελεσματικά σε έναν δικό του ορίζοντα. Κι αυτό είναι από μόνο του σημαντικό.