Το 2006 η Shara Worden αποφάσισε να ξαναμπεί στο σκηνικό μας. Μετά τους δύο δίσκους των Awry, που δε θυμάται κανείς και με στοίχημα, μετονόμασε τους Awry σε My Brightest Diamond και θρασύτατα, αλλά και ντροπαλά μαζί (μην απορείτε, όντως γίνεται), έριξε στη δισκογραφία το "ντεμπούτο" της με το νέο σχήμα "Bring Me The Workhorse". Σοφή κίνηση. Η κοπέλα είχε έτσι κι αλλιώς ολοκληρωμένες σπουδές στην όπερα πριν έρθει στη Νέα Υόρκη, είχε ήδη δουλέψει κοντά στον Sufjan Stevens, συνεργαστεί με τον Padma Newsome (The National, Clogs) κι η τριβή με τα του χώρου τουλάχιστον μεταφράστηκε σε γνώση. Την οποία κι απορρόφησε ως αδούλευτο σφουγγάρι...
Κι έκανε -δικαιολογημένα- αίσθηση, συζητήθηκε, δημιούργησε κατάσταση, κι όλα αυτά κάνοντας τον αυθορμητισμό της καλά τραγούδια και τη μούρλα της ενίοτε (με την καλύτερη έννοια), θετική ενέργεια. Μόλις δύο χρόνια μετά, την ξανασυναντάς και φαίνεται στα ξαφνικά ότι μεγάλωσε κατά μια δεκαετία. Λες και στο ενδιάμεσο απ' την προηγούμενη επαφή μας πέρα απ' το περσινό άλμπουμ με ριμίξ πέρασε κι εγκυμοσύνες, χωρισμούς, ατυχίες, βάσανα, ψέματα, προσευχές... Το νέο της φετινό "A Thousand Shark's Teeth" γυρίζει την κατάσταση προς τα μέσα. Είναι πεισματικό. Πιο δύσκολο. Υποβαστάζεται σ' όλη του τη διάρκεια απ' την ερμηνεία και τη λυρική στιχουργία. Πολεμάει δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο τις ασυνήθιστες ενορχηστρώσεις οργάνων και πρακτικών, την εγκεφαλική ιδιοτροπία τύπου Pram ή Bj?rk, ή και των δύο μαζί, τη μελαγχολία και τις εκτροπές μιας Kate Bush ως τραύμα ζωής, εδώ είναι που βγάζει κι ό,τι έχει μάθει η Worden στα μουσικά θρανία, το "πνεύμα" σύνθεσης του Tom Waits, ακόμη κι οι Tori Amos, Beth Gibbons πλέον παρουσιάζονται ως συμπαίκτριες σ' αυτή την αδαμάντινη προσωποπαγή εσωστρέφεια...
Η Shara Worden το πήγαινε να γράψει μια ποιητική ανθολογία. Αλλά αντί να βάζει σε σειρά τα ποιήματά της και να τα ετοιμάζει για τα πάρε δώσε με το τυπογραφείο, αυτή εύκολα τα έκανε τραγούδια, μερικά γραμμένα ακόμη και πριν το "Bring Me The Workhorse" και σίγουρα όλα τους ανάμεσα στα σπουδαιότερα που έχει συνθέσει ποτέ της. Τραγούδια τόσο πλούσια ενορχηστρωτικά που δεν παίρνεις χαμπάρι ακούγοντάς τα ότι είναι κατά βάση δουλειά ενός ατόμου. Βεβαίως, οι κύριοι Earl Harrin και Chris Bruce είναι μια rhythm section όλα τα λεφτά, υπομονετικοί, επίμονοι, χειριστές της ησυχαστικής δυναμικής, αξιοθαύμαστοι στην ανάδειξη των πινελιών στην ακρούλα της άκρης αν με αντιλαμβάνεστε...
Ευφάνταστη ποικιλία οργάνων, ήχων κι αρμονικών επομένως, κιθάρες, πνευστά (κόρνο, κλαρινέτα, τρομπόνι, bassoon), έγχορδα βεβαίως (βιολί, τσέλο, βιόλα), άρπες, κρουστά (βιμπράφωνο, marimba, καμπάνες, gongs), όργανο, αλλά κι αισθητική, στιλ και τεχνικές, από τάνγκο μέχρι γκόσπελ, συνθέτουν ένα εξαιρετικό σετ τραγουδοποιΐας, που όσο κι αν διαβάζοντας την παράγραφο απ' την αρχή της σου ακούγεται ολίγον τι σε patchwork, τελικώς είναι πάρα πολύ ποπ σε όλα του. Τη μεγαλύτερη ποπ που θα μπορούσες να 'χεις, πληθωρική σε σλόγκαν και ρεφρέν, αυτήν που κρυφά επιθυμούσες ως κληρονομιά του "Hounds Of Love", τότε, οικεία όσο το δωμάτιό σου, στο οποίο όμως μπαίνεις, όλα είναι ίδια όπως τ' άφησες, αλλά κάτι είναι διαφορετικό. Το αισθάνεσαι παντού...
Και που ειδικά σε huge ψυχεδελικά anthems όπως τα "From The Top Of The World", "Black & Costaud", "To Pluto's Moon", που έρχονται σαν απανωτά χτυπήματα, βάλτε και το κλείσιμο του "The Diamond", αν είσαι κοντά σε κάθε είδους αλκοόλ ή η ψυχολογία σου είναι μαντάρα καλύτερα να τ' ακούς με χειροπέδες. Από τους δίσκους που όσο τους δίνεσαι κυριολεκτικά τόσο σε ποτίζουν. Τεράστια υπόθεση. Σχεδόν...