Για να το πούμε λίγο άκομψα, οι My Morning Jacket έχουν μεγαλοπιαστεί: έχοντας περάσει από την underground οικογένεια της Darla στα σαλόνια της πολυεθνικής, έχουν δει το όνομά τους να γίνεται σταθερό σημείο αναφοράς στην υπόθεση που ονομάζεται σύγχρονη alt.country μουσική. Και όχι άδικα: διαθέτοντας έναν σπουδαίο ερμηνευτή και ακόμα πιο σπουδαίο συνθέτη που ακούει στο όνομα Jim James, οι My Morning James μοιάζουν να έχουν ως έναν και μοναδικό τους σκοπό να σημαδεύουν στα ευαίσθητα σημεία όσων σταθούν να τούς ακούσουν. Πολύ συχνά μάλιστα, πετυχαίνουν κατευθείαν το στόχο τους, σχεδόν σα να έχουν βρει τον τρόπο για να καταρρίπτουν τις αντιστάσεις του δέκτη τους και να τον αφήνουν ευάλωτο και εκστατικό απέναντι στις μουσικές τους περιπλανήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι επιτηδευμένα μελιστάλαχτοι ή ότι εκβιάζουν το συναίσθημα όπως, για παράδειγμα, έκαναν οι Coldplay στον τελευταίο τους δίσκο.
Εδώ, λοιπόν, δεν έχουμε κάτι άνυδρο σαν το X&Y, αλλά ένα Ζ (ωραία δεν το συνέδεσα?), ένα album που είναι σαφώς πιο προσιτό από το προηγούμενό τους, το "It Still Moves". To "It Still Moves" υπήρξε ένας εξίσου δυνατός δίσκος, αλλά είχε ένα μειονέκτημα, αυτό της αμετροέπειας: οι περισσότερες συνθέσεις ήταν μεγαλύτερες σε διάρκεια από ό,τι θα έπρεπε, και κάπου στα μισά του album έψαχνες να βρεις το "stop" για να μην πάθεις overdose. Εδώ, τα πράγματα είναι αλλιώς: 10 τραγούδια σε 47 λεπτά (ο χρυσός μέσος όρος διάρκειας ενός album), απουσία 7λεπτων ή 8λεπτων κομματιών που "σπάνε" το δίσκο στα δύο, και πέρα και πάνω από όλα, έναν John Leckie (Stone Roses, Verve, Radiohead και δεκάδες άλλοι) στην παραγωγή. Για όσους δε γνωρίζουν, ας πούμε απλά ότι πρόκειται για έναν παραγωγό που γνωρίζει πώς να παγιδεύει την ψυχή ενός συγκροτήματος μέσα στο studio. Και όταν μιλάμε για ένα group με τέτοια ψυχή σαν τους My Morning Jacket, η συνεργασία δε θα μπορούσε παρά να είναι εκρηκτική.
Αλλαγές υπάρχουν και είναι ευδιάκριτες: καταρχήν, οι My Morning Jacket δεν είναι πλέον τόσο πολύ ένα alt.country συγκρότημα (αν βέβαια υπήρξαν ποτέ), αλλά περισσότερο τεχνίτες του americana ιδιώματος με έμφαση στα pop στοιχεία (σχεδόν πάντα με ψήγματα ψυχεδέλειας), αλλά και σε "παλιοροκάδικες" seventies αναφορές. Εδώ, οι My Morning Jacket επιχειρούν να προσθέσουν και κάποιες νέες συνιστώσες στον ήχο τους, και κάθε τέτοιο νέο τους εγχείρημα είναι θριαμβευτικό: το εναρκτήριο "Wordless Chorus" με ένα doo-wop ύφος, ανεπαίσθητα ηλεκτρονικά στοιχεία και ένα ρεφραίν αλά Flaming Lips είναι ένας παιχνιδιάρικος αλλά και σημαδιακός ταυτόχρονα πρόλογος που, χάρη στο κενό από στίχους ρεφραίν του (όπως λέει και ο τίτλος του), καταφέρνει με χαρακτηριστική άνεση να σε κάνει να αισθάνεσαι ότι κάτι το ιδιαίτερο συμβαίνει εδώ. Το "It Beats 4 U" είναι ένα λαμπερό, νευρώδες τραγούδι αγάπης που, παρά τη φαινομενική απλότητά του, σε πιάνει με την πρώτη, και το ίδιο συμβαίνει με το "Gideon", μια συμβατική My Morning Jacket στιγμή, δυναμική αλλά και αφάνταστα τρωτή την ίδια στιγμή, να αναδίδει τη γνώριμη ζεστασιά που έχει κάνει το group τόσο δημοφιλές.
Η πρώτη μεγάλη έκπληξη του "Z" έρχεται με το πρώτο single "Off The Record", ένα κομμάτι που θυμίζει δεκάδες πράγματα στο πρώτο μέρος του, για να καταλήξει από ένα σημείο και μετά σε ένα υπεραισθαντικό coda που μοιάζει σαν μια ακόμα πιο κομψή παραλλαγή στο "La Femme D'Argent" των Air. Παρομοίως, το "Lay Low", ενώ κυλάει μάλλον απαρατήρητο στα πρώτα λεπτά του, αυτοπυρπολείται από το δεύτερο μισό και μετά, χάρη σε ένα μακροσκελές και εμπνευσμένο κιθαριστικό solo που φωνάζει από μακριά τις seventies επιρροές του (το ξέρω ότι αυτό δεν ακούγεται πολύ ελκυστικό σαν ιδέα, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δουλεύει κάτι παραπάνω από θαυμάσια). Τέλος, εδώ μέσα θα βρείτε και το "Dontante", ένα ατόφιο αριστούργημα από όλες τις απόψεις, το οποίο είναι πραγματικά υπεράνω περιγραφών (για αυτό και θα πούμε απλά με μια λέξη πως είναι ανατριχιαστικό).
Μέσα σε όλα αυτά, μπορείς εύκολα να συγχωρέσεις τις 2-3 λιγότερες ενδιαφέρουσες στιγμές του album (όπως άλλωστε πάντα έκανε κανείς σε όλους τους προηγούμενους δίσκους των My Morning Jacket), μιας και οι πραγματικά καλές στιγμές ανταμείβουν και με το παραπάνω. Δεν μπορείς πάντως να μη σκέφτεσαι ότι οι My Morning Jacket δείχνουν για ακόμα μια φορά ότι έχουν όλη την ικανότητα να φτιάξουν ένα album που θα κάνει να δακρύσουν από συγκίνηση ακόμα και οι πέτρες. Το "Z" ΔΕΝ είναι αυτό το album, αλλά ίσως είναι εκείνο που πλησιάζει σε αυτό πιο πολύ από όλα τα προηγούμενα. (8)
Τάσος Πατώκος
- - -
My Morning Jacket, ένα όνομα εφάμιλλο με εκείνο του μαθήματος "Σύγχρονης Αμερικάνικης Μουσικής Πατριδογνωσίας". Ξεκίνησαν την καριέρα τους στην Darla Records με δύο εκπληκτικούς δίσκους. Τα "The Tennessee Fire" (1999) και "At Dawn" (2001), σχεδόν αγγίζουν την τελειότητα. Το δεύτερο μάλιστα έγινε μεγάλη επιτυχία (όσο μεγάλη μπορεί να είναι μια επιτυχία για ένα τέτοιο είδους συγκρότημα) και να βγαίνει και σε ειδική έκδοση με όλα τα demos versions των κομματιών.
Το φετινό "Z" είναι το τέταρτο album τους και για άλλη μια φορά κτισμένο και πλασμένο με τις ανησυχίες του φυσικού τους ηγέτη, Jim James. Η τραγουδοποιϊα του αγγίζει επίμονα την contemporary americana και την alternative country αλλά πάντα να κυριαρχεί η κιθαριστική ποπ. Το "Z" έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι διαδέχεται ένα άλμπουμ που απλώς κράτησε ζεστό το όνομά τους χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο, το προπέρσινο "It Still Moves". Το "Z" εξ' ορισμού λοιπόν, χειρότερο αποκλείεται να ήταν. Και δεν είναι.
Για άλλη μια φορά πλανάται τα φαντάσματα του alter ego του James. Του Neil Young και του Mark Kozelek των Red House Painters. Η μουσική των My Morning Jacket είναι η διχοτόμος τους. Η ένωση της παλιάς με τη νέα σχολή αμερικάνικης τραγουδοποιϊας και το "Z" είναι σίγουρα ο πιο πολυποίκιλος δίσκος τους. Τα 'Wordless Chorus', 'Off The Record', 'Lay Low' και 'It Beats For You' που κατά την προσωπική μου άποψη είναι τα καλύτερα του "Z" είναι τέσσερα κομμάτια με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα που στηρίζονται στα ίδιο όραμα του James.
Αν και η σύγχρονη Αμερική πίνει (ζεστό) νερό στο όνομα των My Morning Jacket, αν και η Ευρώπη τους έμαθε πλέον και τους αναγνωρίζει, το "Z" είναι άλλο ένα καλό album τους, που απ' ότι φαίνεται δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να το δημιουργήσουν, χωρίς όμως να μπορεί να αγγίξει το μεγαλείο των δύο πρώτων τους. (7)
Θάνος Σταυριανάκης