Η Nadine Shah είναι μια τραγουδίστρια, στιχουργός και μουσικός, που ζει στη Μεγάλη Βρετανία, στην οποία έπεσα πάνω εντελώς τυχαία στις διακοπές του Πάσχα, ένα κρύο απόγευμα που χάζευα το site του Drowned in Sound. Η εξωτική αλλά αυστηρή ομορφιά της που γρήγορα ανακάλυψα στα videoclips της, εξηγείται από το ένα μισό της καταγωγής της (Πακιστάν), ενώ ο σκοτεινός και μελαγχολικός ήχος της από το άλλο μισό αυτής (Νορβηγία). Με ένα τέτοιο προκλητικό πολιτισμικό κράμα στο DNA της, με τα χρόνια διαβίωσης και σπουδών της στην Αγγλία, αλλά και με τις επιρροές και τις δεδηλωμένες μουσικές αγάπες της (η Νadine αναφέρει τον Nick Cave ως τον πιο αγαπημένο της καλλιτέχνη), η ιδιαίτερη αυτή καινούρια μουσικός δε θα μπορούσε παρά να παρουσιάζει τουλάχιστον ενδιαφέρον.
Το Fast Food, που κυκλοφόρησε στις αρχές Απριλίου, είναι το δεύτερο album της. Το πρώτο, με τον παράξενο τίτλο Love your Dum and Mad (λογοπαίγνιο με τις λέξεις mum και dad) είχε βγει δυο χρόνια πριν και είχε ήδη προσελκύσει αρκετή θετική κριτική. Εκεί η Νadine ασχολιόταν κυρίως με την ψυχική υγεία (και την έλλειψη αυτής), καθώς ο δίσκος ήταν αφιερωμένος σε δυο πολύ καλούς της φίλους, που αυτοκτόνησαν. Ο ήχος της ήταν κι εκεί αρκετά σκοτεινός, πράγμα άλλωστε απόλυτα δικαιολογημένο και από τη θεματολογία των τραγουδιών.
Το δεύτερο album της είναι κάπως πιο ανάλαφρο θεματικά. Εδώ ο θάνατος δεν είναι πια στο επίκεντρο, αν και η απώλεια και η θλίψη είναι ξανά παρούσες, αυτή τη φορά κυρίως μέσα από απέλπιδες ερωτικές σχέσεις (όπως στο Divided), αλλά και από τη δυσκολία του να μεγαλώνεις, να συγχωρείς τα λάθη των γονιών σου, να προσαρμόζεσαι στους κοινωνικούς ρόλους (στο Living). Μουσικά επίσης διαφοροποιείται κάπως από τον πρώτο της δίσκο, καθώς εκεί η έμφαση δινόταν στο πιάνο, ενώ εδώ στην κιθάρα, στο μπάσο και στα ντραμς. Μάλιστα, ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου, το Washed up, αξιοποιεί πλήρως τα ντραμς, που ακολουθούν έναν φρενήρη ρυθμό, ξεφεύγοντας για λίγο από το αργό, υπνωτιστικό κλίμα των υπόλοιπων συνθέσεων.
Η φωνή της Nadine Shah είναι, φυσικά, το μεγάλο ατού της. Οι περισσότεροι κριτικοί τη συγκρίνουν με την P.J. Harvey και τη Siouxsie Sioux, εμένα όμως μου θυμίζει και την Tanita Tikaram, με την κάπως αλύγιστη προφορά της και την έλλειψη εξάρσεων στα φωνητικά της. Είναι μια φωνή βαθιά και αισθησιακή, αλλά ταυτόχρονα άκαμπτη και οι ερμηνείες της είναι μεν θεατρικές αλλά μαζί ελαφρώς αποστερημένες από συναίσθημα. To album μου φέρνει στο μυαλό, για κάποιο μυστήριο λόγο, και δουλειές των Madrugada, ειδικά το πολύ ωραίο single Fool, που μου θυμίζει τρελά κάποιο τραγούδι τους, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς ποιο.
Συνολικά, το Fast Food είναι ένας όμορφος δίσκος, που προσφέρεται για χαλαρές και ενδοσκοπικές στιγμές. Σε αντίθεση με τον τίτλο του, δεν πρόκειται να εκτιμηθεί από ένα βιαστικό και γρήγορο ξεπέταγμα, καθώς απευθύνεται μάλλον στον υπομονετικό ακροατή, που θα ξετυλίξει τις αρετές του αργά και προσεκτικά, μέσα από διαδοχικές ακροάσεις.