High violet
Προσοχή: Αν δεν σε πιάσει με την πρώτη... είσαι μάλλον φυσιολογικός. Του Θανάση Παπαδόπουλου
Ο λόγος που τους αγαπάω πολύ τους National είναι ότι κάνουν τους τυποποιημένους χαρακτηρισμούς για τη μουσική τους όπως νυχτερινή, μελαγχολική κλπ. να ακούγονται ως "τρίχες".
Κι όμως, το 'Boxer', όπου ο Berninger τραγουδούσε σαν νέος Leonard Cohen, με μια ιδέα από την ψυχρότητα και αδιαφορία του John Cale, το απολάμβανα σχεδόν ως "guilty pleasure": θεωρούσα υπερβολικό να μου αρέσει ΤΟΣΟ πολύ. Κάτι πρόσθεταν οι National που έλειπε από όλα τα άλλα γκρουπ με παρεμφερή ήχο, αλλά δεν έβρισκα τι ακριβώς.
Με το 'Alligator', το 2005, είχαν βγει από το underground καβούκι. Με το 'Boxer', το 2007, κέρδισαν τον καθολικό σεβασμό της μουσικής κοινότητας, indie και μη. Και φέτος, με το 'High Violet' αποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για παροδικό hype. Είναι ένας ακόμη δίσκος τους που δίνει λόγο ύπαρξης στο album format, πράγμα που πια συμβαίνει όλο και σπανιότερα.
Οι National δεν χάνουν τίποτε από όσα έχουν κατακτήσει, δεν αλλάζουν στιλ, αλλά και δεν ξανακάνουν τον ίδιο δίσκο. To 'High Violet' είναι λιγότερο χαμηλόφωνο και περισσότερο κιθαριστικό από το 'Boxer'. Χωρίς πάντως τις εκρήξεις ενέργειας - αχρείαστες εδώ - που συναντούσαμε σε κομάτια του 'Alligator', όπως "Abel" ή "Mr. November".
Οι συνθέσεις, απλές και πυκνές, λάμπουν απαλλαγμένες από φιοριτούρες και αχρείαστα στολίδια. Είναι υποβλητικοί, με τύμπανα που ανακαλούν Joy Division, χωρίς να παραγίνονται επικοί αλά Arcade Fire. Όλοι οι μουσικοί, οι αδελφοί Devendorf και οι αδελφοί Dessner, είναι από τους καλύτερους στην πιάτσα. Κάποιοι και με κλασικούς προσανατολισμούς - θυμηθείτε τη σχέση με τους Clogs - που σοφά αποφεύγουν να προβάλλουν. Συμμετέχουν και κάποιοι διάσημοι, που καθόλου δεν χαλάνε τη συνταγή. Ο Berninger μπορεί υστερεί ως προς το εύρος της φωνής αλλά το τρικ της αποξένωσης της ερμηνείας του από τη μουσική αποδεικνύεται πολύ αποτελεσματικό. Έχει το ρομαντισμό του Stuart Staples των Tindersticks χωρίς την θεατρικότητα (βλέπε 'Conversation 16') και σπανιότερα, το μπλαζέ στιλ του Bryan Ferry, χωρίς την ωραιοπάθεια (βλέπε 'Anyone's Ghost'). Για τις συγκρίσεις με Cohen, Cave και Staples, εκτός από τη βαρύτονη φωνή, σίγουρα βοηθάει και η στιχουργική του. Τα τραγούδια μιλάνε κατά βάση για καθημερινά πράγματα, ενίοτε με σουρεαλιστικό τρόπο και καυστικό χιούμορ. Παρά την ελλειπτικότητα των στίχων, που κάπου ακούγονται ξεκάρφωτοι και ανακόλουθοι, νομίζω ότι οι άντρες εκεί γύρω στα σαράντα θα τους καταλάβουν... και οι γυναίκες κάθε ηλικίας θα τσιμπήσουν.
Ερώτηση: Πόσους λόγους θα βρει ο Τάσος Πατώκος να γκρινιάξει που τους μάζεψε κι αυτούς η 4AD? (hint: αν στο 4 του 4AD πατήσεις καταλάθος shift βγαίνει το σύμβολο του δολαρίου. hint: τα μέλη των National έχουν πατήσει τα 40 ή τα κοντεύουν και αυτός είναι ο πέμπτος δίσκος τους. hint: τι είδος μουσικής παίζουν είπαμε;)
Συμπέρασμα: Τελικά η ωριμότητα δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα, ούτε καν στο rock.
Συμβουλή: Αν στην πρώτη ακρόαση σας φανεί μονότονο, επίπεδο ή υπερβολικά ομοιογενές, ξανακούστε το. Απατηθήκατε από τα φαινόμενα.