Ο Neil Young είναι από τις περιπτώσεις που δύσκολα μπορείς να είσαι πολύ αυστηρός απέναντί της..., έχει βγάλει 3-4 δίσκους πολύ σημαντικούς αλλά και πολλούς μέτριους ή κακούς... Το ότι φαίνεται να μετουσιώνει σε μουσική οτιδήποτε του έρχεται στο κεφάλι χωρίς ιδιαίτερο ξεσκαρτάρισμα, έχει οδηγήσει σε αρκετά σκαμπανεβάσματα χωρίς όμως αυτά τα ρίσκα να έχουν "λερώσει" το μουσικό του στίγμα..., οι συχνές πειραματικές του διαθέσεις άλλωστε έχουν φέρει το όνομά του να εμπλέκεται στην grunge πραγματικότητα των αρχών της δεκαετίας του '90, κάτι σίγουρα ασυνήθιστο και ιδιαίτερα τιμητικό για καλλιτέχνη που ξεπετάχτηκε μέσα από τα 60s/70s... Από ό,τι έχει δείξει η ιστορία, παρά τις μουσικές αστοχίες, πάντα επιστρέφει με κάτι καλό εμποδίζοντας τους fans του να τον εγκαταλείψουν... Οι 2 τελευταίοι δίσκοι του (Prairie wind και Living with war), είχαν από θετική ως πολύ θετική ανταπόκριση από κοινό και διεθνή τύπο, το αρχείο με τα ακυκλοφόρητά του άνοιξε με δύο σαφώς προτεινόμενες live κυκλοφορίες (από το Fillmore East και το Massey Hall του 1970/71) και ενώ αναμένεται το Archives Vol.1 1963-72, μας πετάει και ένα δίσκο για να έχουμε να ασχολούμαστε μέχρι τότε...
Και το καταφέρνει νωρίς-νωρίς, από τον τίτλο του δίσκου..., είτε σαν εμπορικό τρικ (κουβέντα να γίνεται) ή για κάποιον άλλο λόγο που δεν μπορώ να συλλάβω, ο τίτλος του δίσκου παραπέμπει στο δίσκο που τελικά δεν κυκλοφόρησε ο Young το 1977, ο οποίος τελικά πέρασε στο πάνθεον των bootlegs. Έτσι, για το ανανεωμένο πια Chrome dreams II ο Young μάζεψε μερικούς φίλους από τα παλιά, 3 κομμάτια από τη δεκαετία του '80 και αρκετά αδέσποτα και δημιούργησε ένα σύνολο το οποίο ποιοτικά είναι μακριά από τις καλύτερες δουλειές του της περιόδου 1968-75, αλλά πολύ κοντά στις ενδιαφέρουσες δουλειές των τελευταίων χρόνων.
Ο ήχος των κομματιών του δίσκου, κατά την παράδοση του Freedom (1989), περιέχει στοιχεία από διάφορες στιγμές του Young τα τελευταία 40 χρόνια, από τις grunge κιθάρες του "Dirty old man", στο gospel του "Shining light" και τα εναρκτήρια ειδυλλιακά "Beautiful bluebird" και "Boxcar" (που παραπέμπουν στο λεπτό και εύθραυστο ήχο του Harvest), στο τραχύ και παραμορφωμένο riff του "Spirit road".
Εκτός από τα παραπάνω κομμάτια που ξεχωρίζουν, στο δίσκο κυριαρχεί το γνωστό από τα live του, ογκώδες και επικό (ηχητικά και σε μέγεθος) κατεβατό του "Ordinary people", με την κιθάρα του να δημιουργεί ένα από τα γνωστά του ηχοτοπία τζαμάροντας πεισματικά για 18 λεπτά, τα πνευστά και τα ηλεκτρικά σόλο να κυριαρχούν μεταξύ των κουπλέ και τις αλλεπάλληλες αφηγηματικές εργατικές εικόνες... Ουσιαστικά, το κομμάτι καπελώνει επιδεικτικά το δίσκο (όπως και το "Like a hurricane" στο American Stars and Bars). Εκτός από τον παραπάνω ογκόλιθο υπάρχει και το 14λεπτο βραδύκαυστο "No hidden path" που όμως μάλλον κουράζει, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι ακόμα μεγαλύτερο σε διάρκεια από το 18λεπτο αδερφάκι του.
Είναι φανερό ότι η φωτιά που έκαιγε τον Young παλαιότερα (και μας έδινε αριστουργήματα όπως το "On the beach" του 1974) έχει σβήσει, η πνευματική αναζήτηση φαίνεται να τον έχει γλυκάνει λίγο (κάτι που είναι φανερό και στους τίτλους πολλών κομματιών: "Shining light", "Spirit road", "No hidden path", "Ever after"). Ο Young περιπλανιέται ανάμεσα σε αυτοκινητόδρομους και σκονισμένους δρόμους, προσευχόμενος σε δέντρα και χαζεύοντας πουλιά, πιστεύοντας "τω αγνώστω θεώ" και ψάχνοντας το δρόμο για να γυρίσει πίσω, γυροφέρνοντας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το θέμα του θανάτου. Μάλιστα, δε διστάζει να τον ξορκίσει (ξανα)χρησιμοποιώντας μάλλον άστοχα (παιδική) χορωδία στον ατμοσφαιρικό ύμνο "Way" που κλείνει το δίσκο... Παρόλ' αυτά είναι λίγο παραπάνω από ένα απλά καλό album του Young που γίνεται όλο και πιο μυστηριώδης όσο περνούν τα χρόνια, έτσι και αλλιώς οι φίλοι του έχουν μάθει να είναι υπομονετικοί και ανεκτικοί.