Barn
Τι κάνουν τα άλογα όταν γεράσουν; Πως προσεγγίζει κανείς τον 41ο δίσκο ενός μουσικού; Με την συνήθη πρακτική μεταξύ συγκατάβασης και θαυμασμού; Του Αντώνη Ξαγά.
«Περισσότερο αχυρώνα!» Πως είπατε;
Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι ο Γκαίτε με την τελευταία του πνοή είχε ζητήσει «περισσότερο φως», με τις ερμηνείες να κυμαίνονται από τις πλέον κυριολεκτικές μέχρι τις πιο συμβολικά μεταφυσικές. Στην αμερικανική ποπ κουλτούρα είναι διάσημη επίσης η ατάκα «περισσότερο …κυπρί» («more cowbell») από ένα πολύ αστείο σκετσάκι του Saturday Night Live που διακωμωδεί την ηχογράφηση του «(Don't Fear) The Reaper» των Blue Öyster Cult». Τι ζητούσε όμως με τον «περισσότερο αχυρώνα» ο Neil Yοung;
Εδώ λοιπόν υπάρχει μια γουστόζικη ιστορία, από αυτές που τις ακούς και λες ‘ben trovato’, της οποίας εν τούτοις ο αρχικός φορέας είναι ο Graham Nash (και τελικά επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Neil Young), κατά την οποία ο Καναμερικανός (sic) δημιουργός είχε καλέσει τον Nash στο ράντσο κάπου στον Νότο του Σαν Φρανσίσκο για να ακούσει το νέο του υλικό (αυτό που έμελλε να γίνει το ιστορικό «Ηarvest»), και οδήγησε τον μάλλον αποσβολωμένο φίλο του με μια βάρκα στην μέση μιας λιμνούλας απ’ όπου άκουσαν τον δίσκο παιγμένο σε μεγάλη ένταση από δύο γιγάντια ‘ηχεία’, το ένα ήταν… ολόκληρο το σπίτι του Young και το άλλο ένας αχυρώνας. Όταν κάποια στιγμή ξαναπάτησαν στεριά, και ο παραγωγός ρώτησε τον Neil πως του φάνηκε, ήρθε η περίφημη απάντηση «mοre barn».
«Τα λοιπά είναι ιστορία» (και μύθος να ήταν πάλι, τι θα ήταν το ροκ χωρίς δαύτους;), για να χρησιμοποιήσουμε κι έναν αμερικανισμό, μια ιστορία η οποία μετά από πενήντα+ χρόνια και σαράντα+ δίσκους μας οδηγεί πάλι σε έναν αχυρώνα (ακριβέστερα πρώην στάβλο αλόγων, λίαν ταιριαστά), κάπου στο Κολοράντο αυτή την φορά, και σε έναν ακόμη δίσκο του ‘Forever Young’ (κλέβω το λογοπαίγνιο από σχετικό άρθρο του περιοδικού Spiegel). Και μιας που είμαστε σε πλαίσιο «μουσικοκριτικής», το ερώτημα που τίθεται σχεδόν αυτεπαγγέλτως είναι «τι νέο έχει να κομίσει;», όσο κι αν ήδη οι αριθμοί των δίσκων και των χρόνων στομώνουν κάπως την ισχύ του. Περιμένουμε όμως αλήθεια κάτι ‘νέο’ από τον Neil και την πιστή παλιοπαρέα του (τους Crazy Horse εδώ, όσους έχουν απομείνει και αντέχουνε ακόμη δηλαδή, με τους Billy Talbot και Ralph Molina μεταξύ άλλων να είναι δίπλα του από το 1969!); Περιμένουμε κάτι διαφορετικό από τραγούδια ερμηνευμένα με αυτή την διόλου αρρενωπή φωνή που ακούγεται λίγο γκρινιάρικη, λίγο γεροντίστικη αλλά και λίγο παιδική, τραγούδια αρχετυπικής μπλουζ και κάντρυ έμπνευσης και διασταύρωσης με «βασανισμένους, βίαιους, γεμάτους αλλόκοτους στεναγμούς ηλεκτρικής κιθάρας» (όπως γράφει γι’ αυτά ο παλμογράφος των καιρών μας και μεγάλος του φαν Μισέλ Ουελμπέκ, σε ένα κείμενο του από το 2000, το οποίο μπορεί να βρεθεί στο τομίδιο που συλλέγει διάφορα επί παντός επιστητού γραφόμενα του με τίτλο «Παρεμβάσεις 2020» - στα ελληνικά από την ‘Εστία’);
Ειδικά μετά από μια πορεία «tumblin' thru the years» η οποία όσο αλλόκοτη και να φαίνεται σε πρώτη ματιά, σε γενικές γραμμές μπορεί να χαρακτηριστεί από επιμονή και εμμονή και σταθερότητα, η οποία τον οδήγησε (σε αντίθεση με πολλούς συνεκδρομείς του από τα ’60s) να περάσει σχετικά αβρόχοις ποσί το «σφαγείο» των 80s (εντάξει, ξεχνάμε την ηλεκτρονική του απόπειρα στο «Trans»), για τον ανακαλύψουν μετά τα παιδιά του grunge ως ένα είδος προδρομικής μορφής, και μια συνέχεια που θα τον φέρει τελικά μακριά από τους δυνητικούς επιγόνους του, πάλι στον δικό του δρόμο, αρνούμενο να αποσυρθεί απόμαχος στο ράντσο του, στο οποίο με κάθε αφορμή είναι έτοιμος να κλειστεί για να ηχογραφήσει κάτι… νέο και με κάθε νέα αφορμή να παρέμβει και στα κοινά της νέας του πατρίδας (από την ανοιχτή επιστολή στον πρώην πρόεδρο Τραμπ – «You are a disgrace to my country»- μέχρι την πρόσφατη μάλλον αμφιλεγόμενων προθέσεων και αποτελεσμάτων κόντρα με τον Rogan και το Spotify).
Την απάντηση στο ερώτημα περί αυτού του «νέου» μας δίνει τελικά ο ίδιος, ομολογώντας ότι «κατά βάση γράφω τα ίδια» (θυμίζοντας μας έτσι και τον Τρυφώ ο οποίος είχε δηλώσει ότι σε «όλη μου την πορεία έκανα συνέχεια την ίδια ταινία»). Θα πει κανείς «σιγά την ομολογία», και στο καινούργιο «Barn» υπάρχει έντονη η αίσθηση ότι αυτά κάπου τα έχω ξανακούσει, τα ακόρντα, τα μελωδικά μοτίβα είναι τόσο οικεία, που νομίζεις ότι αυτό που πολλές φορές αλλάζει είναι μονάχα ο στίχος (για να προβοκάρουμε όμως και λίγο καφενειακά, το ίδιο δεν ισχύει π.χ. ένα σωρό πολύφερνα νέα γκρουπ ενός αέναου μετά-πανκ που ποτέ δεν τελειώνει, για να μείνουμε μόνο σε ένα είδος;). Ωστόσο η προσέγγιση του «κατά βάση γράφω τα ίδια», αυτή η επιμονή που υποδηλώνει δεν οφείλεται απαραίτητα σε ατολμία ή εφησυχασμό σε ήδη εμπεδωμένα μέσα, ούτε από την άλλη σε μια τελειομανή εμμονή, αλλά απλά σε μια συνέπεια σε ένα πυρηνικό μήνυμα που θέλει να μεταδώσει ο κάθε δημιουργός στον κόσμο.
Πέρα λοιπόν από τον νεολαγνικό κυνισμό των καιρών μας, ο οποίος στον βωμό της διαρκούς επανεφεύρεσης και εξέλιξης (ή ανάπτυξης για να το θέσουμε οικονομικίστικα) είναι έτοιμος να θυσιάσει και αυτό το νέο για το όποιο νεότερο «υπάκουο φάντασμα του γίγνεσθαι» όπως γράφει πάλι ο Ουελμπέκ (παγίδα στην οποία πέφτουμε κι εμείς ως κριτικοί ακροατές, μη συνειδητοποιώντας ενίοτε και το αστείο παράδοξο βολεμένοι για δεκαετίες σε οικείο τρόπο γραφής κριτικοί να απαιτούν από τους καλλιτέχνες την «εξέλιξη» και την «τόλμη» που δεν αποπειράθηκαν ποτέ οι ίδιοι), μήπως μια ανθρώπινη δημιουργική πορεία στον χρόνο να μην κρίνεται μόνο σαν… δέντρο αλλά και σαν δάσος, όπου από ένα σημείο και μετά ένα κριτήριο μπορεί να είναι πια η συναρμογή του εκάστοτε νέου έργου σε μια δημιουργική «ολότητα», ένα ολόκληρο σύμπαν (πως το κάνουν στην λογοτεχνική κριτική, όπου χαρακτηρισμοί όπως ‘καφκικό’ ή ‘μπορχεσιανό’ σύμπαν είναι σχεδόν κοινός τόπος).
Υπό μια τέτοια οπτική, το «Barn» εντάσσεται απολύτως αρμονικά στο γιανγκικό «υπερ-έργο» και στο σώμα της δισκογραφίας του όπως αυτό έχει προσληφθεί από το κοινωνικό συνειδητό και δεν θα αλλάξει την υστεροφημική του αποτίμηση (όσο δικαιούμαστε να κάνουμε τέτοιες προβλέψεις). Η ομάδα των Crazy Horse «βρίσκεται» στα τυφλά, με το σεληνόφως ή τον ήλιο του απογεύματος να τρυπώνει από τις χαραμάδες και τον δίσκο να αποτυπώνει αυτή την αίσθηση του λάιβ με όλες τις ευπρόσδεκτες της ατέλειες, που ακούγονται έως και λυτρωτικές στην εποχή των αποστειρωμένα «υπερτέλειων» στουντιακών παραγωγών (μια ματιά μέσα από τις… χαραμάδες στα τεκταινόμενα και ηχογραφούμενα στον αχυρώνα μας δίνει και το ντοκυμαντέρ της Daryl Hannah). Και όπως σε κάθε δίσκο του υπάρχουν πάντα 1-2 τραγούδια που μένουν (ακόμη κι απ’ το προαναφερθέν «Trans» ακούω με διόλου ενοχική συμπάθεια το «Computer age» με την βοκονταρισμένη φωνή του), εδώ υπάρχουν κάμποσα από αυτά, από τις κλασικές στιβαρές έως και τραχιές κιθαριές του «Human race» μέχρι την μακρά ενδοσκόπηση του «Welcome back» και την αυτοβιογραφική πατριδογνωσία του «Canerican» με όλο τον δίσκο ωστόσο να διαπνέεται από την σταθερή εσώτερη ανάγκη του Young να γράφει κομμάτια για τους δυστυχισμένους που δεν έχουν πάψει να πιστεύουν ότι υπάρχει ευτυχία, για τους μελαγχολικούς που δεν έχουν πάψει να πιστεύουν ότι υπάρχει χαρά και για τους νοσταλγικούς που έχουν πάψει να πιστεύουν ότι υπάρχει επιστροφή. Γιατί ίσως αποδέχονται ότι η «σκουριά ποτέ δεν κοιμάται» και δεν νικιέται (κι ας είχε πει κάποιος ότι «It's better to burn out than to fade away».