Όσο αναγνωρισμένη αξία και να είναι ο Neil Young, υπάρχουν πολλοί που δεν μπορούν να τον ακούσουν. Άλλοι επειδή δεν τους αρέσει η φωνή του, και άλλοι επειδή τον βρίσκουν υπέρ του δέοντος «παραδοσιακό» και ντεμοντέ. Η εμμονή του στα βασικά στοιχεία της μπαλάντας και του rock'n'roll τους απωθεί. Η χαμηλής ψηφιακής ανάλυσης εικόνα του εξωφύλλου του Silver & Gold, που δηλώνει την προτίμησή του στον αναλογικό ήχο την οποία ποτέ δεν έκρυψε, δείχνει αυτή την εμμονή.
Υπάρχουν όμως και πολλοί πιστοί που μόλις βγει καινούργιος δίσκος του τον αγοράζουν με κλειστά μάτια, σίγουροι ότι θα τον ευχαριστηθούν, και σπάνια έχουν απογοητευτεί. Δηλώνω ότι ανήκω στους τελευταίους, αλλά νομίζω ότι μπορώ να διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα στους δίσκους του που πραγματικά ξεχωρίζουν και στους υπόλοιπους, που μου αρέσουν απλά επειδή είμαι fan.
Το Silver & Gold λοιπόν είναι για τους φανατικούς. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, για τους φανατικούς του «ακουστικού» εαυτού του Young, μια που υπάρχει διάκριση ακόμη και στους κόλπους των οπαδών του, ανάμεσα σ’ αυτούς που γοητεύονται με τα ακουστικά και ήρεμα κομμάτια του και στους άλλους που γουστάρουν τα ξέφρενα ροκ όργιά του. Σ' αυτό το σχίσμα δηλώνω υπεράνω, μια που μου αρέσουν όλα!
Εδώ δεν υπάρχει ούτε ένα τραγούδι που να μην μπορούσε να έχει γραφτεί πριν από δέκα, είκοσι ή και περισσότερα χρόνια. Όλα τα τραγούδια βέβαια είναι στις προδιαγραφές του δημιουργού τους, δηλαδή υψηλής μελωδικής στάθμης, αληθινά και ευαίσθητα, και άψογα παιγμένα από θρυλικούς μουσικούς όπως ο Duck Dunn (μπασσίστας των Booker T & the MGs που έπαιξε σε όλα τα singles της Stax από τα 60s και τον ξέρουμε όλοι από το Blues Brothers) και ο Jim Keltner (session γίγαντας των drums). Αυτό που λείπει είναι η φρεσκάδα ενός Ragged Glory, η συγκινησιακή φόρτιση ενός Sleeps With Angels και η αρμονική πληρότητα ενός Harvest Moon , που θα το έκανε να ξεπεράσει τα όρια των οπαδών του.
Αυτό που δεν πρέπει με τίποτα να κάνει ο ουδέτερος ακροατής, είναι να θεωρήσει τον πενηνταπεντάχρονο Neil τελειωμένη υπόθεση. Έχει αναστηθεί τόσες φορές στην καριέρα του, που δίκαια αντιμετωπίζεται με σεβασμό και δέος από τους συναδέλφους του, όλων των ηλικιών. Οι Sonic Youth δέχτηκαν με ενθουσιασμό την πρόσκλησή του να ανοίξουν τις συναυλίες του, και οι Pearl Jam ήταν η μπάντα του στο Μirror Ball. Δεν είναι τυχαίο που και τα τρία καταπληκτικά albums που αναφέρω παραπάνω βγήκαν στα 90s, ενώ ο αρχισυντάκτης του Mic τον τοποθετεί στην κατηγορία 60s-70s (διαμαρτύρομαι και απαιτώ διόρθωση!).
Περιμένοντας περισσότερα λοιπόν, απολαμβάνουμε αυτό που έχουμε, αμφιβάλλοντας για το αν θα το ξεθάψουμε με ενθουσιασμό μετά από πολλά χρόνια, όπως πολλά άλλα του Young.