The Cherry Thing
Θυγατέρα και μαθητές διασκευάζουν πατέρα και Ornette, Alan-Martin και Martina. Του Σταύρου Σταυρόπουλου
Το όλο τρικ στην περίπτωση του Cherry Thing βρίσκεται στο πως να μην τρομάξεις τον απέναντί σου με τα περί free jazz. Λίγοι θ' ακούσουν τον όρο χωρίς ν' αντιδράσουν. Κι εγώ επίσης το άφησα για πολύ καιρό στο ράφι (το ψηφιακό) κι έπρεπε να περάσει ένας μήνας απ' την επίσημη κυκλοφορία για το play κι έπειτα στόμα ανοιχτό, σαγόνι στο πάτωμα.
Μπορεί και τα ονόματα να είναι κάπως δύσκολα. Η Neneh Cherry με μικρή δισκογραφία, αρκετές επιτυχίες και περνώντας από διάφορα μουσικά είδη έχει ν' ακουστεί ως σόλο pop από το 1996 περίπου (κάπου εδώ ξεχνάς ότι μεγάλωσε με τους δίσκους του Don Cherry αλλά και στην Rip Rig + Panic μπάντα, έρχεται όμως η ίδια, μεσήλικας πια, να στο θυμίσει). Από την άλλη οι The Thing, το Σκανδιναβικό free jazz τρίο. Αντέχεται άραγε, κι αν ναι για πόσο (οι πρώτες σκέψεις); Εξέχουσα σε αυτούς προσωπικότητα (για τους με alternative καταβολές) ο σαξοφωνίστας Mats Gustafsson που μετράει συνεργασίες με The Ex, Sonic Youth, Yoshimi, David Grubbs και λοιπούς (σ' αυτές προσθέστε κι ένα πολύ καλό περσινό live άλμπουμ με τους Kieran Hebden - βλ. Four Tet - και Steve Reid - post mortem κυκλοφορία για τον εξαίρετο ντράμερ).
Μπορεί να φταίει και το πλασάρισμα του δίσκου, ο οποίος καλύπτεται κυρίως από διασκευές και ως τέτοιος προβάλλεται (κατά κανόνα κακό trip τα άλμπουμ διασκευών). Οι διασκευαζόμενοι, μπλεγμένοι μεταξύ τους (Don Cherry και Ornette Coleman, Stooges και Suicide, Madvillain και Martina Topley-Bird - αν για κάποιο λόγο έπρεπε να τους χωρίσουμε σε δυάδες), έχουν σίγουρα άρωμα από τη ζωή της Neneh Cherry. Και οι νέες συνθέσεις μόλις δύο.
Αδιάφορα κι αχρείαστα όλ' αυτά απ' το πρώτο κιόλας άκουσμα. Εκπληκτικό μουσικό δέσιμο και συνοχή απ' την αρχή μέχρι το τέλος. Τρεις εξαιρετικοί (και λίγο είναι) μουσικοί, άρχοντες των οργάνων τους (τύμπανα, κοντραμπάσο και - προφανώς - σαξόφωνο, βαρύτονο) και μια ταιριαστή φωνή να ξεπροβάλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αυτό εδώ το άλμπουμ θα μπορούσε απλά να είναι ένα όλο πάθος τζαμάρισμα μεταξύ μουσικών προσωπικοτήτων που δεν πλακώνουν η μια την άλλη (έτσι να ξεκίνησε, σε μια συνάντηση στη Σουηδία;). Ή, για τον ακροατή, η συναυλία της ζωής του, που πάει ανυποψίαστος για το τι θα συμβεί και φεύγει μουγκός, με τα μάτια γουρλωμένα.
Το "Dirt" είναι το μόνο που κρατάει τόσο το original βαρύ rock ύφος του, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι σαξόφωνα και κακοφωνίες έδιναν κι έπαιρναν στο "Funhouse" των Stooges. Από 'κει και πέρα, κάπου ακούμε στρωτές αντιγραφές λουπών με τα παρόντα όργανα (π.χ. η synthesized επανάληψη του Martin Rev κάνει αισθητή εμφάνιση) και κάπου αλλού εξάρσεις και εκστατικά ξεσπάσματα, με το σαξόφωνο να γρυλίζει και να ουρλιάζει. Ποικιλίας συνέχεια με το "Accordion" να μη θυμίζει σε τίποτα Madvillain, τη Neneh Cherry να μη ραπάρει, το σαξόφωνο να χρησιμοποιείται όπως άλλοτε από τους Morphine και τα τύμπανα να οδηγούν στην απόλυτη καταστροφή (έννοια θετική). Στο "Golden Heart", την πλέον free jazz στιγμή, έρχονται στ' αυτιά σου, σαν από παράθυρα ωδείου, οι μουσικές κλίμακες που μαθαίνονται μέσα σε τέσσερις τοίχους. Αδύνατο ακόμα να μη σου κολλήσει μια απ' τις δύο φράσεις που επαναλαμβάνονται στο άπειρο ανάμεσα σε gospel στριγκλιές και soul ηρεμία ("dream baby dream, forever" και παρακάτω "keep your glory, gold and glitter"). Κλείσιμο με τον πιο τέλειο τρόπο, ένα γλυκό σόλο στο μπάσο, ώστε στο repeat να ξεκινήσει και πάλι απ' την αρχή με δυναμικά πατήματα.
Έπος που δεν μετριάζεται παρά το big band/pop ύφους "Cashback" (γραμμένο από τη Neneh Cherry) και κάτι πειραγμένα φωνητικά εκεί προς το τέλος, διαστημικά αιθέρια αλλά χωρίς λόγο (όσο πιο ωμό τόσο το καλύτερο γι' αυτό το δίσκο). Μικρές ατασθαλίες.