Ghostseen
O Cave παλεύει με τα φαντάσματά του κι εμείς κατά έναν τρόπο με τα δικά μας... Του Χρήστου Αναγνώστου
Ίσως αυτό το review να ‘θελε να το γράψει πολύς κόσμος (μπορεί και πάλι όχι). Το να ασχολείσαι με κάτι αμφιλεγόμενο δεν είναι πάντα και το πιο εύκολο πράγμα, ποιοι είμαστε εμείς όμως που θα πούμε όχι σε μία τέτοια ευκαιρία! Όπως και να ‘χει η σχέση μας με τον Nick Cave πάει αρκετά πίσω και αν κάποτε πήραμε διαφορετικούς δρόμους (βλέπε ‘The Boatman's Call’ μέχρι και ‘Nocturama’), πάντα ακούγαμε τις κυκλοφορίες του με την ελπίδα της επανασύνδεσης. Μετά τον χαμό που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, εμείς παρακολουθούμε από τις επάλξεις. Δεν μου αρέσει ο γηπεδικός Cave, αν και ομολογώ ότι πρώτη φορά τον είδα στο γήπεδο στο Περιστέρι. Όπως και να ‘χει, αφού πουλάει ακόμη κάλτσες στο website του, υποδεχτήκαμε το ‘Ghosteen’ μια βροχερή Παρασκευή απόγευμα με ανοιχτή αγκαλιά με την ελπίδα να μας σώσει από την αναποφάσιστη απραξία του φθινοπώρου.
Ξεκινάμε με το γεγονός ότι οι Bad Seeds θα πρέπει πλέον να μετονομαστούν σε… Background Music Seeds, οι εξάρσεις και τα μουσικά ξεσπάσματα του παρελθόντος ανήκουν ακριβώς εκεί. Ο τραγουδοποιός έχει επιδοθεί σε μια λυτρωτική αυτοκάθαρση τον τελευταίο καιρό, αν και αυτό δεν το συναντάμε συνέχεια εδώ μέσα. Τα τρία πρώτα κομμάτια σου θυμίζουν τον Cave του σήμερα από εποχή “Push the Sky Away” και μετά, το “Night Raid” παρά τον σκοτεινό τίτλο είναι απλά ένα διάλειμμα και το “Sun Forest” στην εισαγωγή του σε φοβίζει με την φαινομενική μουσική απραξία του, μέχρι να αρχίσει να απαγγέλει ο ποιητής και να νιώσεις τις ηλιαχτίδες του να σε λούζουν. Είναι περίεργο και μοναδικό μαζί πως καταφέρνει να κόβει την ηρεμία με το μαχαίρι και εσύ να το νιώθεις μέχρι κόκκαλο. Δεν είναι στυλ ή δείγμα, είναι ταλέντο και χάρισμα το οποίο θα λατρέψουν οι πρόσφατοι φαν και ίσως ξενίσει κάποιους πιο παλιούς.
O Βασιλιάς Μελάνι δεν στέρεψε ούτε εξαφανίστηκε, απλά δεν φωνάζει πια. Είναι υπόκωφες οι κραυγές που βιώνουμε σε αυτόν τον δίσκο και έχουμε πλέον περάσει σε άλλα μονοπάτια. Θαρρείς ότι προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο lo-fi cave-ικό είδος, αν και στην ουσία ο καλλιτέχνης ενδιαφέρεται απόλυτα για την αρμονία που βιώνει ο ακροατής. Στο “Ghosteen Speaks” είναι σαν να τον βλέπεις να ερμηνεύει με μια χορωδία φαντασμάτων στην πλάτη του βγαλμένη μέσα από τον πίνακα “The Scream” του Edvard Munch. Αμέσως μετά, όπως όλοι που καταπιάνονται με τα τέρατα του βυθού, έτσι και αυτός μας καταποντίζει στο “Leviathan” σε μαύρα ανήλιαγα νερά.
Ο δεύτερος δίσκος ξεκινάει πιο χαρωπά (για τα δεδομένα της κατάστασης πάντα, μην τρελαθούμε) και ενώ περνάει αρκετός χρόνος μέχρι να «μπει» ο Nick, μετά νομίζεις ότι το “Ghosteen” είναι δύο κομμάτια σε ένα. Απλά το γκρουπ στο στούντιο δεν γούσταρε να σταματήσει να παίζει ενδιάμεσα. Για όσους αναρωτιούνται πως θα ακούσουμε αυτές τις συνθέσεις live, σας ομολογώ ότι έχοντας δει τον Cave μόνο του μ ’ένα πιάνο δεν έχει θέμα να γεμίσει το χώρο. Ακόμη και συνθέσεις όπως το “Fireflies”, που κάποτε θα θεωρούνταν «διαλειμματικές», έχουν τόση ψυχή μέσα τους που αρκεί να γεμίσουν άνετα τα προαναφερόμενα μισητά στάδια. Στο “Hollywood” αλυχτάει ως άλλος Warren Zevon και παράλληλα κάθεται στο ίδιο βάθρο με τον Bob Seger σαν άλλος ένας από τους μεγάλους τροβαδούρους των road trips. Καταφέρνει όμως παράλληλα να παραμένει στο δικό του σύμπαν χωρίς να ξεχνάμε στιγμή ποιος είναι.
Ο “pop” Cave των mid 90s (‘Murder Ballads’) πέθανε, ζήτω ο σοφιστικέ Cave, ψέλνουν οι πιστοί από κάτω! Η αλήθεια είναι ότι παρά το γεγονός ότι το εγχείρημά έχει την δική του βαρύτητα, καταφέρνει παράλληλα να σε χαλαρώσει, να σε ελαφρύνει και να απογειώσει την διάθεση και την ψυχή σου. Προτιμήστε τον σε vinyl για ρετρό καταστάσεις για τους νεότερους και old school για τους υπόλοιπους. Με το κατάλληλο κρασί δίπλα μπορεί να μοιάζετε με τον Σπύρο από τους Απαράδεκτους όταν άκουγε όπερα, αλλά τουλάχιστον εσείς θα ξέρετε για τι μιλάτε (ελπίζω).
Για να σοβαρευτούμε πάντως, είναι προφανές ότι όλο το concept της κυκλοφορίας αυτής είναι ένα σκοτεινό αλλά παράλληλα ελπιδοφόρο μέρος, και αν ο ήλιος δεν προβάλει ποτέ πίσω από τα φαντάσματα του Nick, τουλάχιστον στο δικό μας παράλληλο σύμπαν φώτισε τους βρεγμένους δρόμους απαιτώντας από αυτούς να μετατραπούν για άλλη μια φορά σε γκρι τσιμεντένια έρημος.