Ο Cave μας είχε αφήσει στο 'Baby I' m On Fire', το οργισμένο δεκάλεπτο έπος που έκλεινε το περσινό 'Nocturama'. Ένα ακόμη αδιάφορο άλμπουμ του μετά το... χμ... το... εεε... μετά το πολύ καλό 'Henry's Dream' του 1992. Δεν ξέρω κατά πόσο συμμερίζονται αυτή την άποψη οι φίλοι της μουσικής του. Φέρτε όμως στο νου τις κυκλοφορίες του Nick Cave και των Bad Seeds από το 1992 και μετά: 'Live Seeds' (αδιάφορο), 'Let Love In' (καλούτσικο), 'Murder Ballads' (καλούτσικο), 'The Boatman's Call' (σκοτεινό), 'No More Shall We Part' (αδιάφορο) και 'Nocturmama' (αδιάφορο). Με τον Cave τα πράγματα φαντάζουν γενικώς αποδεκτά. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με την ποιότητα, την παθιασμένη ερμηνεία, τους μοναδικούς ερωτικούς στίχους. Ήταν, είναι, και θα είναι κορυφαίος τραγουδοποιός και μία από τις σημαντικότερες φιγούρες της σύγχρονης μουσικής. Aπλώς, δεν ήταν εύκολο να φανταστεί κάποιος στις αρχές των '80ς ότι αυτό το αγρίμι θα γινόταν κάποτε ο Nτέμης Pούσος (λέμε τώρα) των '00ς.
Το 'Baby I' m On Fire' ήταν, ίσως, η μοναδική ουσιώδης παθιασμένη στιγμή του 'Nocturama' και το 'Abattoir Blues' ξεκινά με παρόμοιο τρόπο, με το λυσσασμένο επικό χορωδιακό 'Get Ready For Love', ξεκαθαρίζοντας τις διαθέσεις του Cave από την πρώτη νότα. Φαντάζομαι ότι έχει εισπράξει κάποια δυσαρέσκεια από τους φίλους του τα τελευταία χρόνια (και ίσως τη μείωση των πωλήσεων των τελευταίων άλμπουμ του) και αποφάσισε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Παρά την απουσία του Blixa, η οποία δεν είναι τόσο έντονη, η υπόλοιπη μπάντα (Mick Harvey, Thomas Wydler, Conway Savage, Martyn Casey, Jim Sclavunos, Warren Ellis, James Johnston) δίνει μαζί του τον καλύτερο εαυτό της. Σαν να τους έπιασε όλους τους φιλότιμο ότι είναι μεγάλοι μουσικοί και μπορούν να γράψουν καλά τραγούδια. Αυτή είναι η γενική εντύπωση του νέου του εγχειρήματος: ότι περιέχει πολύ καλά τραγούδια, με πινελιές από όλη τη μουσική πορεία του.
Κάπου διάβασα ότι ο Cave πηγαίνει κάθε μέρα στο γραφείο του από τις 9 έως τις 5 (το ίδιο ωράριο έχουμε) και γράφει στίχους. Mια τέτοια επίδειξη επαγγελματισμού και σκληρής εργασίας έχει ως αποτέλεσμα την κυκλοφορία του διπλού 'Abattoir Blues / The Lyre of Orpheus', μόλις ένα χρόνο μετά το προηγούμενο. Χονδρικά, το 'Abattoir Blues' περιλαμβάνει τις πιο γρήγορες χορωδιακές συνθέσεις ενώ το 'The Lyre of Orpheus' τις πιο αργές. Είναι στην κρίση του καθενός αν τα αντιμετωπίσει ως ένα διπλό άλμπουμ ή δύο ξεχωριστά. Ανάμεσά τους υπάρχουν συνδετικοί κρίκοι: το 'Supernaturally' στο 'The Lyre of Orpheus', δυο τρία αργά κομμάτια στο 'Abattoir Blues'. Και τα δύο τους στηρίζονται κατά πολύ στο πιάνο και στα γυναικεία χορωδιακά. Το 'Abattoir Blues' είναι πιο πλούσιο σε φωνητικά, όργανα και διαθέσεις. Τα 'Get Ready For Love', 'There She Goes My Beautiful World', αλλά και το μικροσκοπικό 'Fable of the Brown Ape', είναι ή καταλήγουν σχεδόν gospel, ψευδοχαρακτηρίζοντας το άλμπουμ. Ο ακροατής θα ανακαλύψει στον αντίποδα την παραδοσιακή αυστραλέζικη eighties συνθέση 'Nature Boy' και τα όμορφα σχέδια της κιθάρας του 'Let the Bells Ring'. Ο Cave παραμένει ξεχωριστός και ιδιαίτερα εκφραστικός και μπορεί να γράφει ακόμη πολύ καλά τραγούδια, όπως το αφηγηματικό 'Messiah Ward' ή το 'Hiding All Away' που συνδυάζει το παρελθόν με το παρόν - ξεκινάει με ατμόσφαιρα εποχής 'Your Funeral My Trial' και καταλήγει σε ένα όργιο θρησκευτικής παράκρουσης. Το 'The Lyre of Orpheus' ακούγεται πιο ομοιόμορφο και ακόμη πιο εκφραστικό. Με εξαίρεση το "hey ho" 'Supernaturally' και το mid tempo εξοχικό 'Breathless', τα υπόλοιπα κομμάτια είναι ήσυχα. Το καθένα αποτελεί ένα μικρόκοσμο όπου το χρώμα δίνεται άλλοτε από το πιάνο και άλλοτε από την κιθάρα ή τη φωνή. Το 'Children' και το 'The Lyre of Orpheus' μπορούν ακόμη να αρπάξουν τον ακροατή με την μοναδική εκφραστικότητα του Cave και τις απόκρυφες ιστορίες του. Το 'Spell' και το 'Easy Money' θα συγκαταλέγονται με βεβαιότητα στο επόμενο Βest of της μπάντας.
Tο 'Abattoir Blues / The Lyre of Orpheus' είναι η καλύτερη δουλειά του Cave τα τελευταία δέκα χρόνια. Περιέχει πολύ καλές συνθέσεις, σχεδόν απλησίαστες από άλλους, μοναδική ερμηνεία και έντονα προσωπικούς στίχους. Δεν είμαι βέβαιος, όμως, κατά πόσο μπορεί να συγκινήσει τους παλιούς φίλους του, παρά την αδιαμφισβήτητη ποιότητά του. Μέχρι χθες ήμουν σίγουρος ότι ο Cave δεν έχει να προσθέσει τίποτα πλέον σε μια τέλεια και επιτυχημένη από κάθε πλευρά καριέρα. Με το 'Abattoir Blues / The Lyre of Orpheus' μένω μετέωρος. (8)
Bασίλης Παυλίδης
* * *
Πάνε 10 χρόνια από τότε που ο Cave κυκλοφόρησε τον καλύτερο του κατά την γνώμη μου δίσκο ('Let Love In') με τους Bad Seeds,τώρα πια κάποιοι από μας αναρωτιούνται αν υπάρχει κάτι αξιόλογο σε αυτόν τον καλλιτέχνη για να ανακαλύψει η νέα γενιά. Αυτός από μόνος του μας δίνει όχι έναν αλλά δυο λόγους να ασχοληθούμε μαζί του, με την κυκλοφορία / τόλμημα ενός διπλού άλμπουμ σε καιρούς καλλιτεχνικής αφάνειας και δισκογραφικής αναβροχιάς.
Σε αυτήν την κυκλοφορία ο ίδιος μας επισκέπτεται λίγο πιο 'ροκ' απ'ότι ήταν ποτέ, μιλώντας πάντα για τα αγαπημένα του θέματα την αγάπη και τον Θεό. Ας δούμε λοιπόν τα άλμπουμ ξεκινώντας από το 'Abattoir Blues' μιας και αυτό βρίσκεται στο "μπροστινό" από τα δύο εξώφυλλα του CD.
Abattoir Blues
Με μια super rock 'n' roll εισαγωγή που θυμίζει Patti Smith της δεκαετίας του εβδομήντα μας υποδέχεται ο Nick με τους Bad Seeds στο ξεκίνημα αυτού του δίσκου. Κομμάτι που αγγίζει άνετα τα όρια του hit-single με εύκολο ρεφραίν που δεν γίνεται όμως ανούσιο μιας και το σύνολο των στοίχων του είναι ιδιαίτερα αξιόλογο "Ύμνος του Κανίβαλου" δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα Southern μοιρολόι. Στο 'Hiding all Away' μοιάζει πολύ με τον παλιό καλό του εαυτό σε σημείο που ίσως κάποιος αν δεν προσέξει τα λόγια να του θυμίσει κάποιο κομμάτι άλλου δίσκου. Συνεχίζουμε με ένα συνδυασμό φωνητικών κάτι ανάμεσα σε Johnny Cash και Elvis με τα background vocals να "ποπίζουν" ανελέητα. Επόμενο είναι κομμάτι στιχουργικά γεμάτο αυτοκριτική και αμφιβολία τυλιγμένο σ'ένα χορωδιακό ξέσπασμα ('There She Goes My Beautifull World'). Το 'Nature Boy' είναι μια τόσο κλασική ροκ μπαλάντα που γίνεται ποπ κάτι που προφανώς η εταιρία έκρινε ως απαραίτητο στοιχείο για να το κυκλοφορήσει και ως πρώτο single. Στο ομότιτλο κομμάτι του δίσκου έχουμε μια απαγγελία ποιήματος και μουσική στο υπόβαθρο. Σίγουρα είναι περισσότερο τραγούδι παρά ποίημα αλλά με τον Cave η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα τους είναι αρκετά συχνά ανύπαρκτη, μπέρδεμα όμοιο με το τέταρτο τετράστιχο του κομματιού. Λίγο πριν το τέλος έχουμε ένα μαγευτικό παραμύθι με τον τίτλο 'Let the Bells Ring' και στο 'Fable of the Brown Ape' η απλότητα των Birthday Party συναντιέται με μια punk χορωδία δίνοντας μας ένα φοβερό συνδυασμό - κλείσιμο του πρώτου δίσκου.
The Lyre of Orpheus
Στο πρώτο κομμάτι του 'The Lyre of Orpheus' μεταμορφώνει τον αρχαιοελληνικό μύθο σ'ένα blues που θυμίζει αυτά που έκλεψε ο Tom Waits εδώ και καιρό από τους προκατόχους του.To 'Breathless' είναι το πιο χαρούμενο φαινομενικά κομμάτι και των δύο δίσκων μιας τόσο η μελωδία όσο και οι στίχοι πανηγυρίζουν την παντοδυναμία του έρωτα. Σαν τον ξεπεσμένο Elvis στις τελευταίες του συναυλίες, όπου πιο πολύ μιλούσε παρά τραγουδούσε, έτσι και ο Nick Cave ψάχνει τα είδωλα σε μια δεκαετία που δεν έχει βρει ακόμη το δικό της, μέσα από το 'Babe You Turn Me On'. Στο 'Easy Money' έχουμε μια ανάλαφρη μπαλάντα - θρήνο πέρασμα που μιλάει για τον αγοραίο έρωτα και το απλήρωτο ξεπούλημα των συναισθημάτων. Το πέμπτο κομμάτι του δίσκου μας αντεπιτίθεται "υπερφυσικά" όπως λέει και ο τίτλος. Ένα γνώριμο ολόφρεσκο αριστούργημα του Nick. Συνδυασμός folk πανηγυριού και ροκ καντάδας. Σε χτυπάει στο κεφάλι και σε προετοιμάζει για την είσοδο του 'Spell' που ακολουθεί σαν ένα λυρικό ταξίδι αναπόλησης - αναζήτησής, αγαπημένων απαγορευμένων ουσιών και των συμπτωμάτων τους. Περνώντας αμέσως μετά στο 'Carry Me', ένα κάλεσμα βοήθειας και αναζήτησης διεξόδου. Μοναδικό τέλος σ'ένα δίσκο, μέτριο θρήνο, μιας γνήσιας ιδιοφυίας όπως ο Nick Cave προσφέρει το 'O Children'. Κομμάτι που μιλάει για παλιόφιλους θρύλους (Frank & Jim) καθώς και για την ευκολία με την οποία στέλνουμε τα παιδιά μας στον θάνατο, συνοδευμένο από ένα σύμπλεγμα πιάνου και κρουστών μαζί βέβαια με τα απαραίτητα δεύτερα φωνητικά.
Κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να βαθμολογήσει κάποιος αυτό το διπλό άλμπουμ σαν σύνολο. Βλέπεται στο κάθε ένα ξεχωριστά θα μπορούσαμε να βάλουμε κάτι σαν έξι για το 'Abattoir Blues' και επτά για το 'The Lyre of Orpheus' αλλά όλο μαζί αναμφισβήτητα αποτελεί ένα διπλό αριστούργημα στίχων και μουσικής. Ένα 8 θα ήταν πάρα πολύ και ένα 7 πολύ λίγο, έτσι λοιπόν παίρνει ένα επτάμισυ μιας και μας θύμισε τον παλιό καλό Nick & τους Bad Seeds. (7,5)
Χρήστος Αναγνώστου