«Συμπλεγματικός, πρεζάκιας, με έντονο Οιδιπόδειο»
Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί (ή ύβρεις, όπως το πάρει κανείς) είχαν αποτελέσει την πρόταση κατακλείδα – αν τυχόν δεν περιορίζονταν σε αυτούς δηλαδή το κείμενο, δεν θυμάμαι ακριβώς- σε μία ανελέητα αφοριστική κριτική άποψη, και μάλιστα κατά τη χρυσή περίοδο των Bad Seeds, ενός από τους πιο χαρισματικά στριφνούς Έλληνες μουσικογραφιάδες (αυτόν που όλοι μισούμε να αγαπάμε και όχι το αντίστροφο).
Σε μια πρώτη ανάγνωση κάθε πιστός οπαδός του Nick Cave οφείλει να εξοργιστεί. Σε μία δεύτερη ανάγνωση, κατεβάζει κανείς την καρέκλα από τον τοίχο και αναρωτιέται τι περισσότερο είναι τα ‘συμπλέγματα’ από ότι η ιδιαίτερη εκείνη ψυχοσύνθεση, η οποία προκειμένω σίγουρα ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την αιώνια εμμονή του καθενός μας με τον Cave. Το ότι υπήρξε και είναι διάσημος και δημιουργικός, δεν αναιρεί το ότι υπήρξε και πρεζάκιας (το γιατί χρειάζεται να τονιστεί αυτό, και δη με αυτό τον τρόπο, σηκώνει όντως κουβέντα). Στο θέμα του Οιδιπόδειου σηκώνουμε λίγο ψηλά τα χέρια, αλλά αν θυμάμαι καλά το άλμπουμ-αφορμή του κειμένου ήταν το The First Born Is Dead, οπότε κι εδώ βγαίνει ένα κάποιο νόημα.
Παραδόξως και παρότι κι εγώ εξοργίστηκα όταν έπεσε στα χέρια μου εκείνο το τεύχος, εδώ και δεκαετίες αυτή είναι η πρώτη φράση που σκέφτομαι όποτε βάζω να ακούσω κάτι από Cave, όποτε τον πετυχαίνω on stage, ή όποτε απλά τυχαίνει να ακουστεί κάπου ένα τραγούδι του. Την έχω οικειοποιηθεί και έχω καταλήξει ότι τελικά αποδίδει με οξύτητα την περίπτωση Nick Cave, σε σημείο που ο αφορισμός καταλήγει να αποτελεί την πιο ουσιαστική αποτίμηση του. Ακόμη και από τότε που αποχαιρέτησε την πρέζα, ίσως δε και την μπύρα.
Που βρίσκεται λοιπόν αυτός ο «συμπλεγματικός, πρεζάκιας, με έντονο Οιδιπόδειο» στα τέλη του 2016; Πώς και συνεχίζει να μας απασχολεί δισκογραφικά, ενώ έχουμε πιάσει ήδη τον εαυτό μας να χλευάζουμε και εμείς με τη σειρά μας την απόφαση του να καταστήσει εαυτόν έναν τυπικό επαγγελματία της τέχνης και της έμπνευσης του; Νομίζω ότι δεν έχω αγοράσει τους δύο τελευταίους δίσκους του, ίσως και τους τρεις τελευταίους, ίσως και παραπάνω, δεν θυμάμαι καν πόσα έβγαλαν οι Grinderman. Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω επαρκώς (ακόμη και σε εμένα τον ίδιο) τι ακριβώς με ενοχλεί στο περιεχόμενο αυτών των δίσκων, στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει πλέον ο Cave, στο σκηνικό που στήνουν πίσω και δίπλα του οι Bad Seeds (για τους Grinderman το εξηγώ μια χαρά). Και κάπως έτσι είχα αποφασίσει να τον αφήσω οριστικά πίσω, να μην ξανά-ασχοληθώ μαζί του. Άπειρες ώρες ακρόασης, υπέρ-αρκετές ζωντανές εμφανίσεις και όλα τα επακόλουθα αυτών με είχαν αφήσει με περισσότερο Cave από ότι θα έλπιζα να αντέξω, συνεπώς δεν έγινε και τίποτε. Άλλωστε πάντοτε απορούσα με όλους αυτούς που ασχολούνται 10, 20, 30 και 40 ακόμη χρόνια με τον ίδιο καλλιτέχνη, το ίδιο συγκρότημα, και ακόμη και όταν φτάσουν να αμφισβητούν τα πεπραγμένα του, κατά βάθος παραμένουν υπάκουα πιστοί. Ανεχόμαστε που ανεχόμαστε τον ΠΑΟΚ μια ζωή, να φορτωθούμε και τον Nick Cave δηλαδή;
Και ξαφνικά, τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα περί του πως φτάσαμε ως εδώ, αλλά και την παύση σε αυτόν τον μονομερή αποχαιρετισμό (ο κάθε Cave δεν αποχαιρετάει τους οπαδούς που χάνει ένα προς έναν ασφαλώς), ήρθε και τις έδωσε ο ίδιος ο Nick Cave. Με τρόπο που δεν τον ήθελε κανείς από τους δύο μας. Θα προτιμούσα και εγώ, θα προτιμούσε πολύ περισσότερο και αυτός να είχαμε μείνει μακριά και αγαπημένοι. Θα προτιμούσε σίγουρα να έχει την πολυτέλεια να επεξεργάζεται τα δημιουργήματα της όποιας φαντασίας του στο υπέροχα αποστειρωμένο περιβάλλον που δημιούργησε για αυτόν, την τέχνη του, την οικογένεια του, τους οπαδούς του, παλιούς και όψιμους, τον Διονύση Σαββόπουλο κάθε χώρας, που προαναγγέλλει περιχαρής συνεργασίες, τον οποιοδήποτε τέλος πάντων. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει –για όλους μας- τα πράγματα να είχαν παραμείνει ως είχαν μέχρι κάπου πέρσι το φθινόπωρο.
Αυτό όμως δεν έγινε. Όπως κατά βάση ξέρουμε όλοι μας, και όπως έμαθε περισσότερο από όλους μας ο ίδιος ο Nick Cave με τρόπο πιο βίαιο από τον πόνο που βιώνει ο κάθε διάσημος ή άσημος πρεζάκιας, είτε στα στενά της κάθε Πλατείας Ομονοίας, είτε στα παρασκήνια του οποιουδήποτε Χύμα Club, η ζωή είναι αυτή που έχει τον τελευταίο λόγο. Και στην παρούσα φάση η ζωή έδειξε στον Nick Cave και την οικογένεια του το πιο σκληρό της πρόσωπο. Δεν ξέρω τι κάνει ένας υδραυλικός όταν πεθαίνει το παιδί του. Πιθανόν να επισκευάζει καζανάκια όλη μέρα για να μην τρελαθεί. Δεν ξέρω τι κάνει ένας δικηγόρος όταν πεθαίνει το παιδί του (και ούτε θέλω να μάθω). Πιθανόν να γράφει περισσότερες αγωγές από όσες έχει να καταθέσει για να μην τρελαθεί. Δεν ξέρω τι τραγούδια έγραψε ο Eric Clapton όταν πέθανε το παιδί του και μάλλον ποτέ δεν θα βάλω να τα ακούσω. Δεν θα ψάξω να βρω ποιοι ήταν όλοι αυτοί που έγραψαν τραγούδια για την απώλεια του παιδιού τους, του συντρόφου τους κ.ο.κ. Δεν με ενδιαφέρει όλη αυτή η wikiστικη προσέγγιση της μουσικής. Είδα (στα 112 λεπτά του συγκλονιστικά αληθινού One More With A Feeling) και άκουσα (στα 8 σπαραχτικά τραγούδια αυτού του δίσκου) τις ολέθριες συνέπειες της απώλειας επάνω σε κάτι που είχε ήδη δημιουργηθεί και που το πέτυχε στη φάση της επεξεργασίας, αρχικής ή τελικής. Και με τον δικό της τρόπο το αποτέλειωσε και χάραξε επάνω του το στίγμα της με αδυσώπητη ακρίβεια.
Δεν είναι μόνο ο Nick Cave που ερμηνεύει τα τραγούδια με τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια σε κανέναν από όσους θα τα ακούσουν ακόμη και τυχαία, είναι τα πάντα εδώ μέσα. Δεν είναι μόνο ο Warren Ellis, που ακούγεται σαν να έχει βιώσει την απώλεια περισσότερο από ότι ο σύντροφος του. Ο παραμικρός ήχος και η παραμικρή σιωπή. Η απουσία έστω και προσπάθειας να στηθεί ένα στοιχειώδες εξώφυλλο. Η σκέψη που προσλαμβάνει το κάθε τι σαν προφητική αναφορά. Τα πάντα εδώ μέσα έχουν την ίδια ένταση. Και κάθε επόμενη φορά, όλη μέρα από χθες το βράδυ, η ένταση κλιμακώνεται, σε βαθμό που να ελπίζουμε ότι κάπου θα κατασταλάξει επιτέλους.
Τι θα είχε συμβεί άραγε αν ένα τέτοιο τραγικό γεγονός είχε βρει τον Nick Cave τις ημέρες που ηχογραφούσε το Murder Ballads; Τότε που ξεκινούσε η καθολική του δόξα και είχε όλη την άνεση και το περιθώριο φαντασίας να στήσει παραμύθια (όπως σωστά είχε επισημάνει η Λένα Σαϊτάνη στην τότε κριτική της) γύρω από τον θάνατο, περιπαίζοντας τους ακροατές του και τον μέχρι τότε εθισμό τους στο αληθοφανές των λεγομένων του, το οποίο ο ίδιος το δολοφόνησε βίαια; Τι αντίκτυπο θα είχε ένα τέτοιο γεγονός σε εκείνα τα τραγούδια, κατά βάση καλοδουλεμένα, αλλά αυταπόδεικτα ψεύτικα. Ευτυχώς κανείς δεν το έμαθε ποτέ. Δυστυχώς όλοι μάθαμε τι αντίκτυπο έχει μία τέτοια απώλεια, σε οχτώ τραγούδια που εξ αρχής – για λόγους υπερφυσικούς ή όχι, ας πιστέψει ό,τι θέλει ο καθένας- είχαν μέσα τους περισσότερο αλήθεια από κάθε άλλο τραγούδι του Nick Cave εδώ και 20 –τουλάχιστον – χρόνια.
Όλα αυτά δεν έχουν καμία απολύτως σημασία. Όλα αυτά έγιναν και κατέληξαν εδώ πέρα. «Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς τον Warren…. ;», μονολογεί ο Cave σε ένα από τα δεκάδες καθηλωτικά σημεία του φιλμ. Δεν ξέρω κι εγώ πραγματικά τι θα κάναμε και εμείς χωρίς τον Warren Ellis πλέον. Ποτέ δεν εκτίμησα την παρουσία και την επίδραση του στους Bad Seeds, τον ήχο και την αισθητική τους. Μπορεί να έκανα λάθος, μπορεί και όχι. Σε αυτό το δίσκο ο Warren Ellis είναι οι Bad Seeds και οι Bad Seeds δεν χρειάζεται να υπάρξουν τίποτε περισσότερο από τον Warren Ellis. Βρίσκεται στα σπλάχνα και την ψυχή του Nick Cave και σε πολλά σημεία οι ήχοι που με ακρίβεια τοποθετεί «πονάνε» περισσότερο από τα λόγια που καλούνται να συνοδεύσουν. Υποκλίνομαι και σε αυτόν.
Δεν υπάρχει διέξοδος. Αυτός ο δίσκος θα μας συνοδεύει για χρόνια, ίσως για πάντα. Αυτά τα τραγούδια θα μνημονεύονται ως ανυπόφορα ρεαλιστική απόδειξη για το πως η τέχνη μπορεί να ξεπεράσει όντως τη ζωή και να εμφανιστεί μπροστά μας με ακόμη πιο σκληρό πρόσωπο στην προσπάθεια της να την εκδικηθεί.
Δεν υπάρχει λόγος να αποτιμούμε τους δίσκους λίγες ώρες αφότου τους ακούσουμε. Είναι ανόητο. Είμαι ο πρώτος που το πιστεύει και συνεχίζω να το πιστεύω. Αλλά εδώ τι άλλη επιλογή έχουμε; Τι να συμβεί δηλαδή; Να αλλάξουμε αύριο άποψη; Και αυτό δεν θα έχει καμία σημασία ειδικά με αυτόν το δίσκο. Να αποκαλυφθεί ότι αυτό ήταν ένα καλοστημένο κόλπο και ότι πέσαμε όλοι μας στην παγίδα; Αυτό θα είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί.
Δεν υπάρχει πραγματικά διέξοδος από αυτό τον δίσκο. Όσοι αγαπάμε τον Nick Cave θα τον ακούμε συνέχεια, μέχρι να δούμε τι θα γίνει τουλάχιστον και ελπίζοντας ότι δεν θα συμβεί κάτι τόσο τραγικό και πάλι, που πλέον δεν θα αντέχουμε να τον ακούμε. Θα βλέπουμε ξανά και ξανά το φιλμ μέχρι να καταλάβουμε προς τα που πηγαίνει ο Αρχηγός. Γιατί υπάρχει όντως η αίσθηση ότι τα πράγματα είναι ακόμη εν θερμώ και δεν έχουν καταλήξει κάπου. Η ελαστικότητα της ζωής για την οποία με σοφία μιλάει ο Cave στο φιλμ υπάρχει η αίσθηση ότι σε κάθε επόμενο δευτερόλεπτο μπορεί να σπάσει. Συνεπώς κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί. Και αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Μέχρι τότε ο καθένας κρατάει κάτι που προσωπικά τον σπαράζει περισσότερο από εδώ μέσα, εγώ κρατάω το Girl In Amber ως ένα επιτέλους αληθινό Loom Of The Land, που καθοδηγεί τον Nick Cave και τη σχέση μου μαζί του σε μία νέα αχαρτογράφητη εποχή. Εσείς κάνετε ό,τι θέλετε. Για τον Nick Cave να νοιαζόμαστε λίγο περισσότερο. Ο ίδιος δεν ξέρει πότε κατέληξε αντικείμενο οίκτου, και αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να το ξεπεράσω από τότε που τον είδα και τον άκουσα να το λέει.
Υ.Γ.- Πρώτο και τελευταίο First Listen Review, που λένε και τα μεγάλα μουσικά μέσα – όπου first εννοούμε day ασφαλώς.