Holly
Ήχος σύγχρονος όσο και παλιός. Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Η ιστορία του Nick Waterhouse μοιάζει με παραμύθι - ή με τη συνέχεια του High Fidelity. Νεαρός λευκός φέρελπις μουσικός πιάνει δουλειά στο αμιγώς βινυλιομάγαζο Rooky Ricardo's Records, στο Σαν Φρανσίσκο, όπου αναλαμβάνει το τμήμα των παλιών soul και rhythm'n'blues άλμπουμ. Μελετά το εμπόρευμα προσεκτικά και κάποια στιγμή τα παρατάει, για να χτίσει έναν προσωπικό ήχο που να αποτίνει φόρο τιμής στην Chess, τη Stax και (λιγότερο) στη Motown. Η πραγματικότητα διαφέρει λίγο, όπως πάντοτε. Ο Waterhouse ήξερε καλά αυτό τον ήχο, αφού μεγάλωσε ακούγοντας Mose Allison, Van Morrison, John Lee Hooker, Dan Pen, Bert Burns.
Ο πρώτος του δίσκος, Time's all Gone (2012), ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακός αλλά εκείνη τη χρονιά, υπήρχαν κι άλλα εντυπωσιακά άλμπουμ νεαρών πρωτοεμφανιζόμενων που κοιτούσαν με πάθος το παρελθόν: του Michael Kiwanuka, των Alabama Shakes. Το στοίχημα ήταν: θα μπορέσει να ξεπεράσει το άλμπουμ και τη συγκυρία (γρήγορα να βρούμε μια βασίλισσα στη θέση της Amy!) ή θα αποδεικνυόταν άλλος ένας one-hit-wonder αναβιωτής της r'n'b σκηνής;
Το Holly (2014), μπορεί να μην ηχογραφήθηκε στα Gold Star Studios (όπου έδρασε ο Phil Spector), αλλά απογειώνει ξεκάθαρα τον αμιγώς δικό του ήχο. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Waterhouse είναι ότι δεν προσπαθεί να αναπαραστήσει πιστά μια εποχή και τον ήχο της. Δεν είναι μηχανιστική η προσέγγισή του (κάτι που δυστυχώς ισχύει στους τελευταίους δίσκους της Sharon Jones). Ο ήχος του είναι σύγχρονος όσο και παλιός, και η βάση του (ήχου) η ηλεκτρική κιθάρα. Αντίθετα από άλλους νεαρούς αναβιωτές του ύφους r'n'b/soul, όπως οι Myron & E ή o Mayer Hawthorn, ο Nick δεν γράφει μουσική με την ελπίδα τα τραγούδια του να ντύσουν το νέο διαφημιστικό της coca-cola. Η συνολική παραγωγή του δίσκου δείχνει την εξοικείωση του με όλη της γκάμας της μαύρης μουσικής των '50, από τη διάρκεια των κομματιών που σπάνια ξεπερνούν τα 3 λεπτά μέχρι την ενορχήστρωση, από τα γυναικεία φωνητικά ως το σφιχτό, καθαρό ήχο. Μόνη παραφωνία είναι το εξώφυλλο - που θυμίζει AOR των '70ς.
Ωστόσο, ο Waterhouse δεν κάνει το λάθος να προσπαθήσει να μιμηθεί ερμηνευτικά κανέναν από τους σούπερ-σταρ της εποχής (Arthur Alexander, Little Willie John ή Ray Charles) - πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Η εκφραστική του γκάμα στηρίζεται μάλλον στον Roy Orbison, τον Gene Pitney και τον Buddy Holly - κι ας μη διαθέτει τη φωνάρα των δύο πρώτων. Στον τρίτο παραπέμπουν όχι μόνο τα γυαλιά του, αλλά και το ταλέντο του να μη γίνεται μελό. Άλλωστε, οι στίχοι του δεν μιλούν για προσωπικά ζητήματα. Διηγούνται ιστορίες της σκοτεινής πλευράς του Λος Άντζελες, σαν συλλογή διηγημάτων νουάρ, προσαρμοσμένων στο τώρα.
Από τα δέκα κομμάτια του δίσκου, ξεχωρίζω... και τα δέκα. Στο High Tidings με μαγεύει το όργανο αλά Booker T. Στο This is a game, τα εκθαμβωτικά πνευστά της εισαγωγής που συμπλέουν αριστοτεχνικά με την κιθάρα του Nick. Το It No.3, σύνθεση του Ty Segall, περνάει από τη surf κιθαριστική εισαγωγή σ' ένα παιχνίδι με boogie πιανάκι, που σε κάνει να ξεχνάς τι ακούς. Ίσως το Let it Come Down - άλλη μια διασκευή σε κομμάτι του jazz/blues πιανίστα Mose Allison - να κερδίζει στα σημεία, αλλά εδώ είναι φανερό ότι ο Nick θα ήθελε να είναι Van στη θέση του Van - και ποιος δεν θα το ήθελε; Το Sleeping Pills το φαντάζομαι τραγουδισμένο από τη μακαρίτισσα Amy Winehouse κι ανατριχιάζω: "I counted sixteen pills /In an open palm up, Just like tea leaves /In a china cup".
Στο Holly, που έδωσε το όνομά του στο άλμπουμ, τα πνευστά και η σέξι ατμόσφαιρα προέρχονται από την Hispanic πλευρά της πόλης, όπου ο κόσμος χορεύει tex-mex (και Los Lobos, φυσικά). Στο Dead Room είναι η μοναδική στιγμή που έχω την αίσθηση ότι μιλάει για τον εαυτό του "(Soon as you get to carry a tune / Oh, they put you in the dead room /I can't get away too soon"), σ' ένα άλμπουμ που απουσιάζουν δεικτικά οι προσωπικές εξομολογήσεις. Στο Well It's fine, ούτε αυτός καταφέρνει να ξεφύγει από τις επιρροές του Bo Diddley (υπάρχει κανείς που να τα κατάφερε;) Στο Ain't there something that money can't buy, νομίζεις ότι ξαναγεννήθηκε ο Ray με τις Raylettes του, αλλά είναι απλώς ο Nick με τις Naturelles του. Τέλος, στο Hands on the Clock επιστρέφει βαριά η σκιά του Van, αλλά ο Nick το διεκπεραιώνει με το δικό του ήρεμο και αποστασιοποιημένο ύφος. Και εδώ δεν αποφεύγω τον πειρασμό να το φανταστώ ντουέτο με την Amy W.
Κάποιοι γράφουν ότι το σώου του είναι ότι πιο κοντινό μπορείς να δεις στις μέρες μας, προς το σώου του Ike Turner. Σε λίγες, πολύ λίγες μέρες, θα κρίνουμε ιδίοις όμμασι.