Contrepoint
Ξεκίνημα προσωπικής καριέρας με Going Bach to the Roots. Του Γιώργου Λεβέντη
Στη διαχρονική ιστορία της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην pop και την κλασική μουσική, ο Bach δεν είναι απλά ένα σημείο αναφοράς, αλλά το βασικό σημείο αναφοράς. Από την ιδέα του George Martin για το σόλο του "In my life" έως το "Lady Lynda" και από το "Α whiter shade of Pale" έως το "Τοccata" των Sky, ο Βach είναι αυτός που ως επιρροή, αφορμή ή ξεπατίκωμα εμφανίζεται στο πεδίο της popular μουσικής πιο συχνά από κάθε άλλον σπουδαίο συνθέτη. Ή έστω πιο εμφατικά και αναγνωρίσιμα.
Οι λόγοι έχουν εξηγηθεί κατά καιρούς από ειδικούς και λιγότερο ειδικούς. Το έργο του Bach θεωρείται κατά βάση το πιο εύπλαστο και ευέλικτο στην ερμηνεία και απόδοση. Θα προσέθετα πως ο Bach είναι επίσης και ο αγαπημένος των συνθετών, κάτι που εξασφαλίζει αξιόπιστους καλλιτεχνικά και ιδεολογικά ενδιάμεσους ανάμεσα στο έργο του και το ευρύτερο περιβάλλον. Ο Nicolas Godin θυμίζει και έναν ακόμη, πως ο κορυφαίος συνθέτης έχει και το όνομα που είναι πιο εύκολο για λογοπαίγνια. Μία από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου έχει τον τίτλο ''Bach Off'' κάτι που εκλαμβάνω ως πρόσκληση προς οποιονδήποτε ασχοληθεί με το άλμπουμ να σκεφτεί το δικό του αστείο, το οποίο ωστόσο υπόσχομαι να κρατήσω για το τέλος του κειμένου.
Η αρχική ιδέα, λοιπόν, του πρώτου σόλο άλμπουμ του ημίσεος των Air βασίζεται στο έργο του πιανίστα Glenn Gould (ένας από τους ενδιάμεσους που λέγαμε) και τη σχέση του με τον Βach. Ο Godin χρησιμοποιεί στιγμές από το έργο αυτό και πάνω τους χτίζει τους δικούς του ήχους. Τόσο φιλόδοξες στοχεύσεις από pop μουσικούς δημιουργούν συνήθως δύο ειδών αντιδράσεις. Είτε την ενεργοποίηση του κυνισμού του υποψιασμένου κοινού που με ακονισμένα νύχια περιμένει να κρίνει όποιον τολμάει να κινηθεί σε τέτοια πεδία. Είτε από την άλλη, τη σχετική χαλάρωση των αντιστάσεων και την έξτρα καλή πίστη που γεννάει η αναγνώριση του τολμηρού στοιχείου του εγχειρήματος. Εδώ, λοιπόν, έχουμε μια πρώτη επιτυχία του Godin, γιατί το αποτέλεσμα υπερβαίνει τις δύο αυτές λογικές, καθώς τελικά ο δίσκος μπορεί να κριθεί αυτόνομα. Οι ιδέες του Gould (που συχνά παρουσιάζονται ούτως ή άλλως ως φευγαλέες στιγμές δευτερολέπτων) δεν καταλήγουν ούτε βάρος ούτε ποιοτικό άλλοθι, αλλά αυτό ακριβώς το οποίο είναι, μια αφορμή πάνω στην οποία χτίζονται τα υπόλοιπα. Το Contrepoint είναι ένας αυτοτελής δίσκος πειραματικής electronica και είναι περίπου όπως θα περιμέναμε έναν δίσκο του Godin. Επαρκής, εσωστρεφής, συχνά βαρετός και συχνά μαγικός.
Αφήνουμε απέξω ως μοναδικό filler το εναρκτήριο "Orca", μια χαριτωμενιά ανάμεσα σε post-industrial και βιντεοπαιχνίδι των 90s που καταλήγει ελαφρώς καρικατούρα, πειραματική μουσική δηλαδή όπως ακριβώς φαντάζεται ο Μοrrissey την πειραματική μουσική. Έχουμε γλυκιά post-ambient bossa nova στο "Clara" στο οποίο συμμετέχει ο Μarcelo Camelo, ενώ το "Club Nine" είναι απλά το "Take Five" σε lounge συλλογή του 2001, αλλά με την καλή έννοια.
Ο δίσκος θέλει πολλαπλές ακροάσεις, όχι γιατί θα αποκαλύψει κρυφά μονοπάτια προς την κλασική μουσική (όποιος έχει σκοπό να τον κρίνει έτσι ας μην τον ακούσει καθόλου), αλλά γιατί έτσι θα εκτιμηθούν οι μελωδίες μέσα στις μελωδίες, οι ήχοι μέσα στους ήχους και θα γίνει περισσότερο σαφής η επιτυχία του Godin να παρουσιάσει έναν επαρκή δίσκο ηλεκτρονικής μουσικής και όχι ένα synth-prog έπος που αντί για όμορφο άκουσμα θα κατέληγε να ενισχύσει την άποψη όσων θεωρούν πως η οποιαδήποτε μεταφορά της κλασικής μουσικής στο πεδίο της pop είναι εξ ορισμού κατακριτέα και αφαιρεί αρκετή από την ουσία της - ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει πραγματικά σωστή ή τελεσίδικη απάντηση. Το σίγουρο είναι ότι σε στιγμές όπως το μαγικό προαναφερθέν "Bach Off", με τις διαδοχικές μικρές κορυφώσεις, ο Godin αποδεικνύει πως έχει τα φόντα ή τουλάχιστον το δικαίωμα να πειραματιστεί πάνω στο θέμα. Ίσως η μουσική του κάποιες στιγμές ακούγεται λίγο πιο μελετημένη και αγχωμένη από όσο θα έπρεπε, ίσως λείπει η έγκριτη αφέλεια των Air - που τους στοίχισε συχνά σε συνέπεια - αλλά θα μπορούσε διαφορετικά να ολοκληρωθεί ένας δίσκος όπως αυτός;
Να αναγνωριστεί, λοιπόν, στον καλλιτέχνη το ότι αντί να μας δώσει κάποια καταγέλαστη επικούρα που θα τραυμάτιζε την υστεροφημία του, μας παραδίδει ένα συνεκτικό και σχετικά πρωτότυπο πόνημα που βάζει την όποια σόλο προοπτική του στα υπόψη μας. Υπάρχουν βέβαια πιο ενδιαφέροντα κόνσεπτ για να ασχοληθεί κανείς από το "ιδιοφυής πιανίστας παίζει Bach" που ούτως ή άλλως δε θα έχει προβλήματα με την Ιστορία. Κάτι από τα "οι Βlack Sabbath μέσα από τα μάτια των Cardigans", "Τherapy? και Smiths, θα μιλήσει επιτέλους κανείς;" ή "όσα τράβηξε ο Θεοδωράκης από τους άλλους και τον εαυτό του" θα είχε περισσότερο ζουμί. Εν πάση περιπτώσει, το Contrepoint είναι ένα μεταβατικό στάδιο όχι ανάμεσα στο κοινό της pop και την υψηλή τέχνη (υπάρχει υψηλότερη τέχνη από την pop ρε;) αλλά ανάμεσα στον Godin και τις δυνατότητές του. Η επόμενή του προσπάθεια θα έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ίσως όταν ακούσουμε τους δίσκους Bach to Bach, θα εκτιμήσουμε και τον τωρινό ακόμη περισσότερο.