Llyria
Ελάχιστα έως καθόλου στατική, πολυρυθμική τζαζ από την Ελβετία. Του Πάνου Πανότα
Το πάθος, τα θρανία ζήλεψε... Απ' όλους τους μουσικούς, οι πιανίστες εν τέλει ίσως και να 'ναι αυτοί με τα περισσότερα υπαρξιακά θέματα. Κάποιοι από μας το πάνε και παραπέρα, φτάνουν μέχρι και σε μειονεκτήματα -μουσικού- χαρακτήρα, καθότι ο κλασικός ρόλος τους με τις υπνωτικές κινήσεις, το άβολο κέντρο βάρους κι όλα αυτά μοιάζει με προσκόλληση που δε θέλουν έστω να την παλέψουν. Οι τζαζίστες δεν αποτελούν εξαίρεση, η τζαζ όμως, παραδόξως αλλά ευτυχώς, εξαιρέσεις έχει. Αν η σκέψη ερχόταν πιο έγκαιρα θα 'ταν κατευθείαν σε αόριστο, αφού οι δύο απ' τους τρεις που συνειρμικά ακολουθούν ήδη παίζουν στους ουρανούς: Ethan Iverson (The Bad Plus), Esbjorn Svensson (E.S.T.) κι απ' τους θεμελιωτές, Thelonious Monk. Με πρώτους επιλαχόντες Baptiste Trotignon και Keith Jarrett ανά κατηγορία, αμφότεροι εν ζωή.
Ο Nik Bartsch είναι Ελβετός που μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα σε Ζυρίχη και Βερολίνο (προσπάθησε και στο Τόκιο, αλλά ποιος νορμάλ τα κατάφερε για πάνω από χρόνο εκεί). Όπως ευκόλως φαντάζεστε δε, απαρνήθηκε το επαγγελματικό τετράπτυχο σίγουρης προοπτικής της χώρας καταγωγής του: τράπεζες, ρολόγια, τυριά ή σοκολάτες. Με μουσικές σπουδές ως background, διάλεξε το δυσκολότερο δρόμο, στον οποίον εντούτοις πήγε αρκετά μακριά, ηχογραφώντας έναν αμιγώς σόλο πιανιστικό δίσκο, τέσσερις με τους Mobile και φτάνει τους έξι με τους Ronin, ασυγκράτητος στην παραγωγή δηλαδή, όλους στη νέα χιλιετία. Με τους τελευταίους εξελίσσει σταδιακά κι ένα ιδιόρρυθμο fusion που αγγίζει πλέον μια συνολική διαφορετικότητα ως μουσική: Είναι ελάχιστα έως καθόλου στατική, είναι πολυρυθμική σε βαθμό επάρκειας τέτοιο που να την καθιστά ικανή να μπει σφήνα ανάμεσα στο "Viaticum" των E.S.T. και στο "Music For 18 Musicians" του Steve Reich, με κάτι από Herbie Hancock και Jan Garbarek, είναι η πιο ατμοσφαιρική και ταυτοχρόνως ιδιοτύπως γκρουβάτη που 'χει γράψει ο συνθέτης της.
Ο οποίος Bartsch ταυτοποίησε το ύφος του μια κι έξω με τον τίτλο στο ντεμπούτο των Mobile ως "Ritual Groove Music" κι έκτοτε βάλθηκε δοθείσης της επάρκειας της έμπνευσής του και του εξαιρετικού σχήματος οργανοπαικτών που τον περιβάλουν να το εξελίξει και να το κατοχυρώσει υπέρ του. Οι μόνοι που αδυνατούν να προβάλλουν ό,τι περιέχεται στο "Llyria" είναι οι τίτλοι των μόλις 7 τρακ που αυτό κουβαλάει, άτακτοι διψήφιοι αριθμοί πίσω απ' τη λέξη "modul". Παρατήρηση που αφορά και σε προηγούμενά του...
Η ρυθμική βάση του μπασίστα Bjorn Meyer και του ντράμερ Kaspar Rast (με μικρότερο μερίδιο να ανήκει στον κρουστό Andi Pupato) είναι διδακτική, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο που δύναται να γίνει η δουλειά φορτισμένα αλλά παραμένοντας κι οι δύο ελεγχόμενα παραμορφωτικοί κι εφετζήδες. Ο πνευστός -άλτο σαξόφωνο και μπάσο κλαρινέτο- Stefan Haslebacher, που υπογράφει απλά μα ολότελα πλανευτικά ως Sha, κι έτσι αναφέρεται στα κρέντιτ, είναι παινευτικά επιδέξιος στις συνοδείες, στους αντίλογους και στις αλληλοδιαδόχως φράσεις και μελωδίες. Στις εξαιρετικότερες στιγμές τού cd (θέσεις 2, 4 & 6), το κουιντέτο με το μουσικό του όλο διεκδικεί ανοιχτά και νοηματοδοτεί τοιουτοτρόπως απροκάλυπτα...
...Και σ' ένα κόσμο που αλλάζει με ρυθμό πολύ ταχύτερο απ' αυτόν που αφομοιώνει τις αλλαγές του, το τελευταίο που περιμένει κανείς να παραμείνει σταθερό είναι το όποιο νόημα των λέξεων. Η έννοια του "modulation" στη μουσική όπως την ξέραμε παλιά λ.χ. θα μας πήγαινε προς τη μετατροπία, το μετατονισμό, τριγύρω από παραδοσιακούς ορισμούς, καταλάβατε... Τώρα, πέρα απ' το καθαρά τεχνοτροπικό σκέλος, αποκτά και προβάλλει ένα ισάξιο συναισθηματικό που μάλιστα είναι τόσο διεκδικητικό σε δικαιώματα μέσα σ' αποδεικτικά άλμπουμ όπως το προκείμενο, που 'ρχεται για να υπερισχύσει. Με τάση να συνεχίσει να μας γλεντάει και στις μέρες που θα 'ρθουν. Καθυστερημένα λοιπόν, μια απ' τις σπουδαιότητες του 2010 κι ας μην την είδαμε σε καμία λίστα ανασκοπήσεων. Must.