Είναι αδύνατον για οποιοδήποτε μουσικό project να κρύψει τη συμμετοχή του David Sylvian. Είτε πρόκειται για super group (λίγο αδόκιμος όρος) όπως οι Nine Horses, είτε ντουέτο όπως το πρόσφατο με τον Fennesz ή προσωπικό άλμπουμ, η φωνή και οι μελωδίες του "στοιχειώνουν" το έργο. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που από την εποχή των Japan ως σήμερα, μέσα από συνεργασίες με σπουδαίους μουσικούς όπως ο Ryuichi Sakamoto και με, ας το πούμε, πειραματιστές όπως ο Fennesz, δείχνει μια εμμονή, μια πίστη θα λέγαμε στην εκφραστικότητα της φωνής του αλλά και σε συγκεκριμένο στυλ μελωδικών γραμμών που φροντίζει να κρύβει μέσα από εναλλακτικές ενορχηστρώσεις.
Στο συγκεκριμένο σχήμα που αποτελείται, εκτός του Sylvian, απ' τους Steve Jansen, Burnt Friedman και συνδράμουν οι Arve Henriksen, Ryuichi Sakamoto και Stina Nordenstam, επιβεβαιώνεται ο κανόνας με ένα αποτέλεσμα βέβαια που μόνο ως θετικό μπορεί να κριθεί. Για να μην αδικήσουμε όμως κανέναν, ο δίσκος δεν είναι μόνο του Sylvian. Ενσωματώνει με επιτυχία στοιχεία του κάθε συμμετέχοντα μουσικού και ερμηνευτή.
Ντουέτα, jazz, ποπ, πλούσιες ενορχηστρώσεις, κάποια στοιχεία leftfield και όχι μόνο, electronica (συγχωρήστε μου τον όρο αλλά δεν υπάρχει κάποιος καλύτερος για να περιγράψει αυτόν τον ήχο) δημιουργούν ένα ομοιογενές σύνολο αισθαντικών κομματιών που κάποιες φορές σου δημιουργούν μια γλυκιά νοσταλγία (εφηβικής φύσης θα έλεγα) για την καλή λυρική ποπ των 80's (συγκεκριμένα το 'Darkest Bird').
Για να προχωρήσουμε σε μια πιο αναλυτική παρουσίαση των κομματιών, ξεκινάμε από ένα jazzy ντουέτο που μου φέρνει στο νου Alpha, ένα κομμάτι που ξεχωρίζει πραγματικά, όπως και το 'Darkest Bird' που ανέφερα προηγουμένως για το πανέμορφα παλιομοδίτικο ρεφραίν του. Το 'Βamality of Εvil', με τα νωχελικά πνευστά, τα έξυπνα riff τόσο του μπάσου όσο και της κιθάρας, δημιουργεί μια σκοτεινή κινηματογραφική εικόνα. Εδώ δυστυχώς θα φτάσουμε στο μείον του δίσκου.
Η κοιλιά που κάνει στη μέση είναι γεγονός, όχι τόσο για τις κακές συνθέσεις, όσο λόγω της διάρκειας και αλληλουχίας τους. Δεν είναι και οι πιο δυνατές του δίσκου, διαρκούν και πολύ, οπότε εύλογα ο ακροατής μετά την πρώτη αναγνωριστική ακρόαση, πατάει το skip. Ωστόσο η ατμόσφαιρα αναστρέφεται εκ νέου με την "ατονική" electro εισαγωγή και την ατμοσφαιρική συνέχεια του 'Snow Borne Sorrow', το τελείως 80's και "μπιτάτο" 'Serotonin' και το 'The Librarian' με το οποίο κλείνει και ο δίσκος.
Εν κατακλείδι μπορώ να πω πως πρόκειται για μια ωραία δουλειά ώριμων πια μουσικών, απ' τους οποίους το μόνο που περιμένεις βέβαια είναι σταθερή ποιότητα και σεβασμός στο όνομα τους και όχι επαναστατικότητες. Κύριο συστατικό η παρουσία σπουδαίων μουσικών και ως εκ τούτου θαυμάσιες φωνές, μελαγχολικά περάσματα σε όλα τα κομμάτια, πνευστά και έξυπνες ενορχηστρώσεις που δε σ'αφήνουν να αποφασίσεις αν είναι μοντέρνες, παλιομοδίτικες ή και τα δύο. Αν δεν υπήρχε η προαναφερθείσα κοιλιά και ίσως το συνολικό αρκετά low tempo των τραγουδιών θα μπορούσε να ανέβει και ψηλότερα. Από την άλλη τη φωνή του Sylvian ή τη λατρεύεις ή τη βαριέσαι αλλά εκεί δεν μου πέφτει λόγος.