Everything in between
Ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα, ένα τεράστιο όμως για τους No Age. Του Άρη Καραμπεάζη
Σε μια κρίση εξυπνάδας, μου ήρθε η ιδέα να στείλω στον Μπάμπη προς δημοσίευση την παρουσίαση του Nouns με αλλαγμένες τις αναφορές σε όνομα δίσκου, τραγούδια κ.λ.π. και δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι έκανα καλά που εγκατέλειψα την ιδέα.
Το δεύτερο άλμπουμ (ή τρίτο αν προτιμάτε) των No Age έχει το παράδοξο του να αποτελεί ένα τεράστιο βήμα μπροστά, το οποίο δεν χρειάζονταν καν να γίνει, δεδομένης της αρτιότητας του προηγούμενου. Κάπως έτσι συμβαίνει και με την δισκογραφία του Sonic Youth. Τώρα που την γνωρίζεις ολόκληρη βλέπεις κάτι φτωχά 6 ή 7 στο Evol και τα δέχεσαι διότι ξέρεις τι υπάρχει παραπέρα, αναρωτιέμαι όμως αν σε πραγματικό χρόνο πίστεψαν αρκετοί ότι υπήρχε πράγματι και "πιο κάτω" από εκεί που είχαν φτάσει ήδη.
Το "πιο κάτω" για τους No Age έρχεται σε συμπυκνωμένα χρονικά διαστήματα σε σχέση με τους Sonic Youth και αυτό σημαίνει ότι στο Everything In Between τα νορμάλ alternative hits κάνουν ολοένα και πιο συχνά την εμφάνιση τους. Το Fever Dreaming είναι ένα τέτοιο, μια ακόμη καλοδεχούμενη στιγμή κατά την οποία οι Ramones συναντούν ανθρώπους που ενδιαφέρονται για μισό ακόρντο παραπάνω και συνολικά το άλμπουμ είναι από αυτά που θα μπορούσε να σώσει τη χαμένη υπόληψη της Sub Pop πιο έγκαιρα, απ' όταν χαροπάλευε με μετριότητες του τύπου . . . . (συμπληρώστε κατά βούληση και πάλι).
Παρότι τυπικά οι No Age επιμένουν στο lo fi, οι δυνατές στιγμές του δίσκου αποκαλύπτουν ότι το (όποιο) μέλλον τους βρίσκεται προς την πλευρά του θορύβου και θεωρώ ότι θα έρθει (ή έστω πρέπει να έρθει) η μέρα που θα χτίσουν και αυτοί ένα εντυπωσιακό wall of sound (και έπειτα θα το γκρεμίσουν). Για αυτό και επιμένω να τους αναφέρω πάντοτε σε σχέση με τους Sonic Youth και όχι με τους Pavement, που μάλλον θα ήταν πιο δόκιμο μέχρι στιγμής. Αν και η πιο εύστοχη σύγκριση είναι μάλλον αυτή που τους θέλει να είναι οι γνήσιοι απόγονοι των Yo La Tengo. Τελικά τα ίδια λέμε με την προηγούμενη φορά, αλλά τι να κάνεις...
Στο κλείσιμο της πρώτης πενταετίας, κατά την οποία θα είχαν παραγραφεί τα όποια out of tune παραπτώματα του παρελθόντος τους, οι No Age αποφασίζουν, λοιπόν, έγκαιρα να ασχοληθούν με τα της pop γραφής και το καλό είναι ότι το αποτέλεσμα τους βγαίνει αβίαστα και σε ποιότητα και σε ποσότητα (οι Yo La Tengo ας πούμε πάντοτε το "ζόριζαν" υπερβολικά μέχρι να δώσουν ένα καλό pop τραγούδι). Συνεπώς μιλάμε ήδη για μία μπάντα η οποία τραβάει έναν σπουδαίο δρόμο, όσο ενδοστρεφής και αν είναι ακόμη αυτή η σπουδαιότητα. Και ο μισός βαθμός πιο κάτω, έρχεται μόνον επειδή υπάρχει ακόμη η αίσθηση ότι έχουμε να ακούσουμε ακόμη πιο σπουδαία πράγματα από τους L.A.-εινούς αυτούς τύπους, που κάνουν την υπόθεση δύσκολο δεύτερο (έστω τρίτο...) άλμπουμ να φαντάζει ως αστείο, και για κανέναν άλλο λόγο.
Η έκδοση στο βινύλιο είναι από τις καλύτερες που έχουμε δει ποτέ. Θα μπορούσες να πεις ότι αναθεωρεί την έννοια του gatefold, του booklet και όλων αυτών των ωραίων πραγμάτων, εμπεριέχοντας ένα ολάκερο βιβλίο κομμένο, φωτογραφημένο και ραμμένο με τρόπο ώστε να ικανοποιήσει και τον πιο απρόθυμο να δώσει τα λεφτά του ακροατή του σήμερα.
Το ότι έρχονται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ας το θεωρήσουμε εφάμιλλο της παρουσίας των Sonic Youth στη χώρα στις Daydream Nation ημέρες τους, ενώ το ότι εκείνες τις ημέρες ενδέχεται να απουσιάζω και από Αθήνα και από Θεσσαλονίκη για να πεταχτώ μέχρι το... L.A. σαν άνθρωπος, το θεωρώ πιο ειρωνικό από το ότι το 1988 ήμουν 10 ετών και κανείς δεν φρόντισε να με πάει στη συναυλία, ενώ κατά πως θυμάμαι αμυδρά είχαμε κατέβει οικογενειακώς στην Αθήνα για κάποιο γάμο...