Than The Common Plague
Ακούστε τον, διαβάστε τον, κι ελάτε να κάνουμε μαζί τις συγκρίσεις. Του Γιώργου Παπαδόπουλου
Κάθε είδους σύγκριση δεν γίνεται σχεδόν ποτέ για καλό σκοπό, παρόλα αυτά στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται για να θίξει και να υποβιβάσει την μία πλευρά όπως γίνεται συνήθως, αλλά περισσότερο για να υπογραμμίσει και να δώσει την έμφαση εκεί που πρέπει. Και ναι, μπορεί η σύγκριση του Σπύρου Χαρμάνη (None Other) με τα ιερά τέρατα της μοντέρνας progressive rock σκηνής S. Wilson (Porcupine Tree) / D. Gildenlow (Pain Of Salvation) / M. Akerfeldt (Opeth) να μοιάζει εκ προοιμίου υπερβολική, αλλά με μια ψύχραιμη, δεύτερη ανάλυση δεν μοιάζει επ' ουδενί άστοχη αφού έχει σαν στόχο να ανυψώσει, υπερθεματίσει την μία πλευρά. Σαφώς σε μια κατά μέτωπο σύγκριση ο Χαρμάνης χάνει αλλά κάτι τέτοιο μόνο απαραίτητα κακό δεν είναι. Διότι μπορεί ο Χαρμάνης να είναι γνήσιο μουσικό τέκνο τους αλλά δεν σταματάει μονάχα εκεί. Εξελίσσεται, αφουγκράζεται και ρουφάει σαν σφουγγάρι την σημερινή μουσική πραγματικότητα αναλύοντας την με το αυτί και το μυαλό του ταλαντούχου συνθέτη, φτιάχνοντας έτσι τον δικό του μουσικό μικρόκοσμο και όχι άλλη μια αντιγραφή των ινδαλμάτων του.
Όλα τα παραπάνω είναι στοιχεία που τα καταλαβαίνεις ακόμα και από το πρώτο δίσκο του που κυκλοφόρησε το 2010 "Just Another Story" και απλά τα επιβεβαιώνεις στον δεύτερο "Wound" που πλέον μπορείς άνετα να αναρωτιέσαι εντόνως γιατί ακόμα ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης δεν έχει βρει την αναγνωρισιμότητα που του αναλογεί. Με παντιέρα την DIY νοοτροπία έχει κάνει σχεδόν τα πάντα μόνος του σε κάθε του δίσκο, έχει κάνει την παραγωγή, έχει παίξει και ηχογραφήσει σχεδόν όλα τα όργανα μόνος του, με θεαματικά όσον αφορά την ποιότητα αποτελέσματα τόσο ηχητικά όσο και καλλιτεχνικά.
Στον συγκεκριμένο αισίως τρίτο του δίσκο (τον οποίο υπογράφει με το ψευδώνυμο None Other) και την άγαρμπη ταμπέλα του Prog-Rock να του χρεώνεται για λόγους ευκολίας, ακούγεται πιο ώριμος και απαλλαγμένος από παιδικές αρρώστιες μουσικού πλουραλισμού με απώτερο σκοπό την δημιουργία εντυπώσεων. Ηχητικά κατασταλαγμένος καταφέρνει και κάνει το πιο μεστό δίσκο του έως τώρα. Παρόλα αυτά η ξαφνική συμφιλίωση του με το σκοτάδι, έχει αμφιλεγόμενα αποτελέσματα καθώς άλλες φορές του ταιριάζει γάντι και άλλες καταντά απλά αυτοσκοπός, κλέβοντας έτσι δυναμική από τις συνθέσεις αυτές καθαυτές. Ένα εκλεπτυσμένο σκοτάδι, μια γενικότερη υποβόσκουσα μαυρίλα είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά που καθοδηγούν το "Other Than The Common Plague" και το αναδεικνύουν σε έναν εσωτερικό δίσκο, σε πρώτο πρόσωπο που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει ανοιχτά αυτιά για να πιαστεί από κάθε ένα ακροατή. Το αν θα δοθεί ο απαραίτητος χρόνος και χώρος για κάτι τέτοιο είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση καθενός. Γεγονός είναι πάντως ότι αυτή η πιεσμένη εσωτερικότητα του δίσκου, αποξενώνει κάποιες φορές τον ακροατή όχι επειδή δεν μπορεί να την ακολουθήσει αλλά επειδή του επιβάλλεται εμμονικά σαν βασικό, αναγκαστικό στοιχείο του δίσκου.
Έτσι το "Than The Common Plague" ενώ φτάνει εύκολα στο να χαρακτηρισθεί ένας αρκετά καλός δίσκος, με ενίοτε πολύ καλές μουσικές στιγμές, σταματάει απότομα την διαδρομή του για την κορυφή και παραμένει στάσιμος εκεί. Ένα δισκάκι που παρόλα αυτά αξίζει κάθε λεπτό από τον πολύτιμο χρόνο σου και σε περιμένει εκεί έξω να το ανακαλύψεις. Αν βέβαια καταφέρει και πέσει στην αντίληψη σου ένας τέτοιος χειροποίητος, ανεξάρτητος δίσκος. Και εδώ θα μπορούσα άνετα να πάρω την πάσα και να μπω στην γραφική κουβέντα με θέμα "Ελλάδα τρως τα παιδιά σου" αλλά δεν θα το κάνω. Αφενός δεν θα πω κάτι καινούριο, αφετέρου και πιο σημαντικό η "ανεξάρτητη" διάθεση του Σ. Χαρμάνη με τον τρόπο που διαχειρίζεται τα πνευματικά του παιδιά είναι από όσο μπορώ να καταλάβω μια απολύτως εκούσια απόφαση και αυτό μόνο μαγκιά μπορείς να το πεις. Άλλος ένας ταλαντούχος άνθρωπος δημιουργεί μουσικά κληροδοτήματα για να αφεθούν στην θάλασσα της καταιγιστικής πληροφορίας σαν χάρτινες βαρκούλες, κυρίως για την πάρτη του και για ακόμα λίγους ομοϊδεάτες, που τέτοιου είδους μουσικοί ναυαγοί, σαν τον Χαρμάνη, διαμορφώνουν την πνευματική τους κληρονομιά.
Με ένα μικρό ποσό, μπορείς να αγοράσεις τούτο το δίσκο σε μερακλήδικο CD που συνοδεύεται από ένα ολόκληρο βιβλίο 45 σελίδων και να βροντοφωνάξεις Long Live DIY!